Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 18 Ιουνίου 2011

ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ - ΕΝΑΣ ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΩΡΙΣ ΣΥΝΟΡΑ


H Θόλος/Θυμέλη μετουσιώνεται εις Ναόν/Νούν πνευματικής εκπομπής θείων ιδεών ,τροφοδοτούσα την ανθρωπότητα με θυμίαμα αληθινών απαντήσεων ουρανίου κάλλους ,τας οποίας με μεγαλοφροσύνη διασπείρει προς όλας τας κατευθεύνσεις ο πέτρινος λόγος των διακοσμημάτων της.
--------------------------------------------

Στους ναούς του Ασκληπιού προσερχόταν ,ικέτες ,οι πάσχοντες απο νόσους ή τραύματα προκειμένου να θεραπευθούν απο τον ίδιο τον θεό . Εναν θεό θεραπευτή.Το θεραπεύειν ανήκει στην φύση και την ουσία του και που σώζει ανθρώπινες ζωές ή ανακουφίζει απο τους πόνους. Ο Ασκληπιός ειναι υιός του Απόλλωνος ,επίσης θεραπευτού. Οι ναοί του Ασκληπιού ,τα Ασκληπιεία ήσαν λατρευτικοί τόποι,σχολές όπου οι νεαροί ιατροί μαθήτευαν στο πλευρό εμπείρων ιατρών , που υπηρετούσαν στα ιερά ως ιερείς , και θεραπευτήρια. Το να είναι ιατροί αποτελούσε προϋπόθεση της ιερατικής τους ιδιότητος.
Παράλληλα ,για να προσφέρουν όσο το δυνατόν καλύτερα τα θεραπευτήρια τις υπηρεσίες τους στους πάσχοντες ανθρώπους και μερικές φορές και σε ζώα σύμφωνα με μαρτυρίες ,ήταν απαραίτητη προυπόθεση να λειτουργούν πρώτα και κυρίως ως λατρευτικοί τόποι του Ασκληπιού. Οι ικέτες πρίν εισέλθουν στον ναό ,έπρεπε να λουσθούν και να καθαρθούν και ύστερα να προσφέρουν θυσία στον θεό ,ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του. Στη συνέχεια όταν πιά είχε δύσει ο ήλιος εισερχόταν στο ιερό ,άνευ πληρωμής . Ξάπλωναν κάτω ξεσκέπαστοι και αποκοιμιόντουσαν.Διαδικασία εγκοίμησις στην διάρκεια της οποίας ο θεός Ασκληπιός εμφανιζόταν σε κάθε ικέτη ξεχωριστά, σε ένα όνειρο που όμως δεν ήταν όνειρο. Στην πραγματικότητα,όπως όλα μαρτυρούν ,επρόκειτο για μιά Ιεροφάνεια ,μία Ιεροφάνεια ξεχωριστή για κάθε ικέτη και είχε προφανώς θεραπευτικό σκοπό.

Ο κυριώτερος τρόπος μέσω του οποίου οι θεοί φανερώνονται στούς θνητούς κατά την αρχαία μας παράδοσης είναι η Ιεροφάνεια και η Ιεροφάνεια συντελείται κυρίως στο πλαίσιο των ιερών μυστηρίων και αποτελεί την κορύφωσή τους. Η θεεική Ιεροφάνεια  όμως ειναι δυνατόν να συμβεί και σε μή μυστηριακές τελετές , δηλαδή απλά σε βωμούς και μέσα στους ναούς των θεών. Στα Ελευσίνια Μυστήρια , τα Μεγάλα Μυστήρια ,τελούμενα ανα πενταετία , η θεά Περσεφόνη εμφανιζόταν στούς μύστες. Ηταν η Ιεροφάνεια της θεάς στην τελευταία νύκτα των Μυστηρίων – Ιερά Νύκτα – που διαρκούσαν εννέα ημέρες, χωρίς αυτό να θεωρείται ως θαύμα.

Εμφανιζόμενος λοιπόν ο Ασκληπιός σε κάθε ικέτη , άλλοτε τους θεράπευε απλώς αγγίζοντάς τους,άλλοτε μέσω  φαρμακευτικής και χειρουργικής θεραπείας,άλλοτε δια της υπόδειξης της θεραπείας που έπρεπε να ακολουθήσουν.
Στην συνέχεια όταν οι ικέτες ξυπνούσαν , αφηγούνταν το όνειρο στους ιερείς ιατρούς ,οι οποίοι ερμήνευαν τις υποδείξεις του Θεού Ασκληπιού και εφήρμοζαν την αγωγή που υπέδειξε ο Θεός.Τα φάρμακα , αν είχαν κόστος τα πλήρωναν μόνο οι εύποροι . Τα φάρμακα παρείχοντο δωρεάν στους φτωχούς. Απο μαρτυρίες των ικετών , ο θεός εμφανίζετο  άλλοτε ευγενικός ,γενειοφόρος , κρατώντας ένα ραβδί και άλλοτε ως λεπτός νέος με γλυκειά και αρμονική φωνή. Απο μαρτυρίες των ικετών κατά την διάρκεια της Ιεροφάνειας ο Ασκληπιός εκτελούσε και χειρουργικές επεμβάσεις.Εκτός απο τραύματα και ασθένειες ,ο Ασκληπιός θεράπευε και ψυχικά νοσήματα.
Ο ιατρός Γαληνός γράφει σχετικά
Και δεν ειναι ολίγοι οι άνθρωποι που όσα χρόνια και άν νοσούσαν στις διαθέσεις των ψυχών τους,εμείς του κάναμε υγιείς ,αποκαθιστώντας το μέτρο στις συγκινήσεις τους και μεγάλος μάρτυρας του λογου μας αυτού ο πατρώος θεός Ασκληπιός ειναι , που πολλούς διέταξε να συγγράψουν ωδές ή μίμους κωμικούς και ορισμένα τργούδια να συνθέσουν ,καθως του θυμοειδούς τους οι κινήσεις είχαν γίνει περισσότερο σφοδρές του δέοντος και είχαν καταστήσει την θερμοκρασία του σώματος υψηλότερη απο αυτή που πρέπει να είναι,και άλλους πάλι , όχι λιγους και αυτούς τους διέταξε να επιδοθούν στο κυνήγι και την ιππασία και την άσκηση με όπλα . Αμέσως προσδιόρισε το είδος του κυνηγίου στο οποίο έπρεπε να επιδοθούν και το είδος των όπλων με τα οποία έπρεπε να κάνουν γυμνάσια. Διότι όχι μόνο ήθελε να διαγείρει το θυμοειδές αυτών των ανθρώπων ,που νοσούσε ,αλλά ορίζοντας την μορφή των γυμνασίων , θέλησε να το επαναφέρει στο σωστό μέτρο.
Αναθηματικές στήλες στα Ασκληπιεία με τα ονόματα των ιαθέντων και την νόσο μαρτυρούν και συνάμα πιστοποιούν του λόγου το αληθές .Ουδέποτε έχει υπάρξει αμφισβήτηση στον αρχαίο κόσμο για τα θεραπευτήρια – Ασκληπιεία. Αντιθέτως υπήρχε μεγάλη εκτίμηση.
Ιπποκράτης , Ρούφος και Γαληνός διαβεβαιώνουν οτι όντως οι ασθενείς έβλεπαν στην διάρκεια της εγκοιμήσεως τον θεό και εθεραπεύοντο απο αυτόν. Οι μαρτυρίες για τις θεραπείες του Ασκληπιού ειναι πολλές και σοβαρές τόσες ώστε να καθίσταται αδιαμφισβήτητο γεγονός , οτι πολλοί ασθενείς εθεραπεύοντο στα Ασκληπιεία.Προφανώς δεν εθεραπεύοντο όλοι οι ασθενείς , αφού δεν υπάρχει θεός που να μπορεί να υπερβεί τα όσα ορίζει η Μοίρα . Ανίατες, βαριές περιπτώσεις μπορούσαν όμως και αυτές να βρούν μία αρωγή,μία ανακούφιση,να τους προταθεί απο τον θεό μία αγωγή που θα λιγόστευε τις οδύνες τους.
Υπάρχει σαφής και διακηρυγμένη αντιπαράθεση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης.Στα Ασκληπιεία ο θεός που θεραπεύει ειναι η επιστήμη,η ιατρική,που ειναι συνάμα επιστήμη και τέχνη ανήκει στην ουσία του Ασκληπιού. Γι΄ αυτό άλλωστε στα Ασκληπιεία υπηρετούν ιατροί . Δηλαδή οι ιερείς του Ασκληπιού ειναι συνάμα και ιατροί. Παράλληλα ο ίδιος ο θεός συχνά θεραπεύει με επιστημονικό τρόπο. Χειρουργεί τους ασθενείς ,επινοεί,παρασκευάζει και χορηγεί φάρμακα,δίνει ψυχιατρικές συμβουλές.
Δεν ειναι τυχαίο άλλωστε οτι με την επικράτηση του Χριστιανισμού τα Ασκληπιεία ήταν το τελευταίο καταφύγιο των καταδιωκομένων Ελλήνων . Δεν ειναι τυχαίο άλλωστε οτι  οι θεοί με τους οποίους παρέμειναν ψυχικά δεμένοι οι Ελληνες απο την εποχή της επικράτησης του Χριστιανισμού μέχρι σήμερα ήταν,  ο Ασκληπιός και ο Διόνυσος και ας μήν ανήκαν στο δωδεκάθεο. Ηταν θεοί ανθρώπινοι , γιατροί χωρίς σύνορα . . . του σώματος και της ψυχής που παρέμειναν γήινα.

----------------------------------------------------------
Γιος ενός θεού και μιας θνητής, ο Ασκληπιός δε συγκαταλεγόταν στους ισχυρούς θεούς που κατοικούσαν στον Όλυμπο, αλλά θεωρούνταν απλός ήρωας, που είχε θεϊκή καταγωγή.
Γέννηση του Ασκληπιού
Ο Απόλλωνας ήταν ζηλότυπος θεός και δυσαρεστήθηκε ιδιαίτερα όταν ένας κόρακας του αποκάλυψε ότι η ερωμένη του επρόκειτο να παντρευθεί ένα θνητό. Πρώτα, λοιπόν τιμώρησε για τα κακά μαντάτα τον κόρακα, αλλάζοντας το λευκό του φτέρωμα στο γνωστό μας μαύρο. Κατόπιν τιμώρησε την ερωμένη του καίγοντάς τη, αν και σε άλλη εκδοχή του μύθου ήταν η Άρτεμις που εξέθεσε την «άπιστη» Κορωνίδα (ή Αρσινόη). Πριν να αποτεφρωθεί εντελώς η Κορωνίς, ο Απόλλωνας διέσωσε το νήπιο που έφερε στη μήτρα της από τις φλόγες. Ο νεογέννητος Ασκληπιός χρειαζόταν κάποιον για να τον μεγαλώσει. Έτσι ο Απόλλωνας σκέφθηκε το σοφό κένταυρο Χείρωνα, μια άλλη ενδιαφέρουσα θεραπευτική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, πιθανώς προ-ολύμπια, αφού τον συναντάμε να διατρέχει τις πεδιάδες της Κρήτης, όταν γεννήθηκε ο Δίας. Ο Χείρων, λοιπόν, ο εκπαιδευτής τόσων ηρώων όπως ο Αχιλλέας, ο Ακταίων, ο Ιάσων, ο Πάτροκλος, ο Πηλέας κ.α. ανέλαβε την εκπαίδευση του Ασκληπιού. Θα παρατηρήσουμε εδώ ότι ο Χείρων είναι σύμβολο μιας προαιώνιας σοφίας, αυτής που υπάρχει πριν από το σχηματισμό των θεών. Η σοφία του κένταυρου είναι σε σημαντικό βαθμό παρούσα στη διάπλαση των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας. Είναι ένα από τα ζητούμενα στο ταξίδι της ηρωικής αναζήτησης και της ολοκλήρωσης του εαυτού.
Συνεπώς, αν και ο Απόλλωνας υπήρξε θεός της θεραπείας, ήταν ο Χείρων που δίδαξε τη θεραπευτική τέχνη στον Ασκληπιό. Στην ανατροφή ανακατεύεται και άλλο ένα αρχέτυπο της σοφίας –ολύμπιο αυτή τη φορά- η θεά Αθηνά, η οποία προσφέρει στον Ασκληπιό το πολύτιμο αίμα της Μέδουσας.
Ο μύθος της Άλκηστης
Το αίμα της Μέδουσας, αυτό που δόθηκε στον Ασκληπιό από την Αθηνά, διαιρείτο σε δύο μέρη, με βάση τη φλέβα από την οποία είχε αναπηδήσει. Το αίμα από τη δεξιά φλέβα θα μπορούσε να θεραπεύσει την ανθρωπότητα, ακόμη και από το θάνατο, ενώ το αίμα από την αριστερή φλέβα μπορούσε να θανατώσει. Τούτο το θάνατο βίωσε ο Χείρων από τα δηλητηριασμένα βέλη. Στον αρχετυπικό θρησκευτικό δυϊσμό, στην πάλη του θεραπευτικού καλού και του σκοτεινού κακού υποκύπτει ακόμη και η προαιώνια σοφία στους κοσμολογικούς μύθους της ανθρωπότητας, ακόμη και αν ακολουθεί η ανάσταση και η ανανέωση.
O Ασκληπιός ανατράφηκε για να γίνει ικανός θεραπευτής, αλλά όταν έφερε πίσω στη ζωή τον Καπανέα και τον Λυκούργο (σκοτώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου των Επτά επί των Θηβών) και τον Ιππόλυτο, το γιο του Θησέα, ανήσυχος ο Δίας για την εξουσία του πάνω στη ζωή και το θάνατο, σκότωσε τον Ασκληπιό με έναν κεραυνό. Μάνιασε ο Απόλλωνας, αλλά ο θυμός ενάντια στο βασιλέα των Θεών ήταν ανώφελος, κι έτσι έστρεψε το θυμό του ενάντια στους δημιουργούς των κεραυνών, τους Κύκλωπες. Εξοργισμένος ο Δίας ετοιμάστηκε να τον ξαποστείλει στον Τάρταρο, αλλά παρενέβη μια άλλη θεά, πιθανώς η μητέρα του Απόλλωνα, η Λητώ. Ο Δίας μετέτρεψε την τιμωρία του γιού του, στέλνοντάς τον υπηρέτη στον θνητό βασιλιά Άδμητο για ένα χρόνο. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως υπηρέτης, ο Απόλλωνας συμπάθησε τον Άδμητο, έναν άνθρωπο που ήταν καταδικασμένος να πεθάνει νέος. Καθώς δεν υπήρχε πια ο Ασκληπιός με το φίλτρο του για να αναστήσει τον βασιλιά, ο Άδμητος θα χανόταν για πάντα όταν πέθαινε. Ως χάρη, ο Απόλλωνας διαπραγματεύτηκε έναν τρόπο για να αποφύγει ο Άδμητος τον Χάροντα. Αν πέθαινε κάποιος άλλος στη θέση του, ο Χάροντας θα του επέτρεπε να ζησει. Το μόνο πρόσωπο που ήταν πρόθυμο να προχωρήσει σε αυτή τη θυσιαστική πράξη, ήταν αγαπημένη σύζυγος τους Άδμητου, η Άλκηστις.
Την ημέρα που δόθηκε η Άλκηστις στον Χάροντα, στη θέση του Άδμητου, κατέφθασε στο παλάτι ο Ηρακλής. Ακούγοντας τις οιμωγές του θρήνου παραξενεύτηκε κι όσο κι αν προσποιήθηκε ο Άδμητος πως τίποτα δε συνέβαινε, οι υπηρέτες που τους έλειπε η αφέντρα τους, αποκάλυψαν την αλήθεια. Έτσι ο Ηρακλής ξεκίνησε για τον Κάτω Κόσμο, να φροντίσει για την επιστροφή της Άλκηστης στη ζωή. Ο ήρωας γίνεται θεραπευτής και τ' ανάπαλιν, ένα μυθικό μοτίβο που ανακυκλώνεται στην παγκόσμια ιστορία των θρησκειών.
Ήρωες Θεραπευτές
Η αναζήτησή μας για τα ίχνη της λατρείας του Ασκληπιού μας οδηγεί διαρκώς προς τα πίσω από τη Ρώμη στην Επίδαυρο και κατόπιν ανατολικά, στο νησί της Κω. Χρειάζεται επίσης να ταξιδέψουμε στη Μικρά Ασία, να ρίξουμε μια ματιά στο Ασκληπιείο της Περγάμου. Σε όλο αυτό το ταξίδι στο χρόνο και το χρόνο, βέβαια, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την περιοχή και την πόλη που διαμόρφωσε το κέντρο του ελληνικού κόσμου, την Αττική και την Αθήνα, ούτε τη μεγάλη ποίηση και τους ομηρικούς μύθους που συνδέθηκαν με το όνομά του. Με αυτούς τους μύθους άλλωστε ήταν στενά συνδεδεμένοι οι Ασκληπιάδες, όσο και με τη λατρεία του θείου προγόνου τους. Αφ' ενός έχουμε την ομηρική ποίηση και αφ' ετέρου λατρευτικούς μύθους από ένα Ασκληπιείο, ή μάλλον ιερό αλσύλλιο του Απόλλωνα Κυπαρισσίου. Αυτοί οι δύο εντελώς διαφορετικοί τύποι αφήγησης διαφωνούν σε ένα ουσιαστικό σημείο. Για τον Όμηρο και τους επικούς ποιητές της ομηρικής σχολής ο Ασκληπιός δεν ήταν θεός αλλά θνητός ήρωας, ένας ήρωας που πέθανε και λατρεύτηκε μόνον νεκρός, όπως οι νεκροί βασιλικοί ήρωες. Στη διάρκεια ζωής του ήταν μόνο «άριστος ιατρός». Μαθαίνουμε στην Αττική τι σήμαινε η λατρεία ενός τέτοιου ήρωα ιατρού, από μια επιγραφή που αποκαλεί τον θεραπευτή ήρωα-ιατρό, προσδιορίζοντάς τον μάλιστα ως εν άστει.
Ο Ασκληπιός έκανε την ιερόπρεπη είσοδό του στην Αθήνα περίπου το 420 π.X.. Το άδυτό του χτίστηκε σε ένα σημείο προφυλαγμένο από τον αέρα στη νότια πλαγιά της ακρόπολης, κοντά στην πηγή που θεωρείτο ότι κατείχε θεραπευτικές ιδιότητες. Εδώ εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του, τις θεές Υγιεία και Επιόνη και τους γιους του. Η συγγένειά του με το Διόνυσο στην αττική γη αντανακλάται ίσως στο γεγονός ότι το ιερό του βρίσκεται πολύ κοντά στο θέατρο του Διονύσου, μοτίβο χωροτακτικό που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται στον Μαραθώνα, όπου ο τύμβος του ήρωα-ιατρού βρίσκεται δίπλα στο ιερό του Διόνυσου.
Όμως, ο Ασκληπιός είναι ουσιαστικά η φυσική συνέχεια ή γεννήτωρ άλλων ηρώων-ιατρών της Αττικής. Στην Ελευσίνα συναντάμε τον Ορησίνιο και στη Ραμνούντα τον Αμφιάραω ή τον Αμφίλοχο, γιο του Αμφιάραω. Φαίνεται, λοιπόν, πως η είσοδος του Ασκληπιού στην αττική γη –και όχι μόνον- δεν είναι μια καινοτομία, αλλά η φυσική συνέχεια μιας μακράς παράδοσης θεραπευτών, οι οποίοι στην ηρωική εποχή των ομηρικών επών ή και προγενέστερα αναλαμβάνουν τον χαρακτηρισμό του ήρωα. Ο ήρωας στον αρχαιοελληνικό κόσμο συνδέεται σχεδόν πάντα με τη διαδικασία της θεραπείας, την κάθοδο στον κάτω κόσμο και την επιστροφή. Ας φύγουμε για λίγο όμως από την Αθήνα, να δούμε έναν άλλο μύθο, που προσδιορίζει καθοριστικά τις απόψεις των Ασκληπιάδων για τον Ασκληπιό. Ο Παυσανίας μιλά για ύμνους που ψάλλονταν στο ιερό του Ασκληπιού, στην Πέργαμο και αυτοί οι ύμνοι αναφέρουν έναν ήρωα, ο οποίος περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ήρωα του έπους ή της τραγωδίας σχετίζεται παράδοξα με τα μυστικά της θεραπείας. Πρόκειται για τον Τήλεφο ο οποίος, πληγωμένος από τον Αχιλλέα, πληροφορήθηκε από τον απολλώνειο χρησμό πως εκείνος που τον πλήγωσε θα τον θεράπευε. Οι εορταστικοί ύμνοι στο ιερό της Περγάμου ξεκινούσαν με το όνομά του, όχι μόνο εξαιτίας της εξαιτίας του έπους του, αλλά της ιδιαίτερης σημασίας που είχε για τους απόγονους του Ασκληπιού.
Υπήρξε όμως ιδιαίτερα αγαπητός στους ανθρώπους, που τον τιμούσαν και τον σέβονταν. Ίσως επειδή δεν ήταν απλησίαστος και δεν προκαλούσε φόβο όπως οι υπόλοιποι θεοί. Αντίθετα, η θέση του ήταν πάντα κοντά στους ανθρώπους, για το καλό των οποίων πρόσφερε τις γνώσεις του.
Η φήμη του είχε απλωθεί σ' όλο τον ελλαδικό χώρο, αλλά κι έξω απ' αυτόν. Ο ιατρός θεός φρόντιζε να εξαπλωθεί η ιατρική και να θεραπεύονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι, να χτίζει ειδικά κτίρια όπου εκεί συγκεντρώνονταν οι ασθενείς αναζητώντας θεραπεία. Τη δραστηριότητά του συνέχιζαν στα ιερά του Ασκληπιού οι ιερείς του, οι Ασκληπιάδες. Ήταν τόσο μεγάλη η λατρεία του Ασκληπιού που αντιμετωπιζόταν ισοδύναμα με τους άλλους θεούς. Άλλωστε κι ο Ασκληπιός, όπως κι ο Ηρακλής, στο τέλος αποθεώθηκε, έγινε δηλαδή δεκτός στη θεϊκή κατοικία του Ολύμπου.
Η καταγωγή του, όπως είπαμε, ήταν θεϊκή. Υπήρξε ο καρπός ενός από τους πολλούς έρωτες του Απόλλωνα. Ο ωραίος θεός ερωτεύτηκε μια βασιλοπούλα, την όμορφη Κορωνίδα, κι απέκτησε μ' αυτήν ένα γιο. Προτού όμως γεννηθεί το βρέφος η νέα παραδόθηκε στον έρωτα ενός ξένου, που λεγόταν Ισχύς. Γρήγορα μετάνιωσε για την επιπόλαιη πράξη της, ήταν όμως πλέον αργά. Ο  Απόλλωνας, που κατάλαβε την απάτη της, εξοργισμένος ζήτησε από την αγαπημένη του αδερφή, την Αρτεμη, να τιμωρήσει τη νεαρή Κορωνίδα για την ασέβειά της. Η Ολύμπια θεά τότε σκότωσε με τα βέλη της την ίδια κι άλλες γυναίκες μαζί. Ίσως μάλιστα αυτή να ήταν η αιτία μιας μεγάλης θανατηφόρας επιδημίας που έπεσε στην περιοχή. Γι' αυτό πολλές φωτιές άναβαν για να καίνε τα πτώματα.
Όταν οι ανελέητες φλόγες τύλιξαν το νεκρό σώμα της βασιλοπούλας, ο Απόλλωνας που παρακολουθούσε, δεν άντεξε να βλέπει να πεθαίνει μαζί της και το παιδί του. Αμέσως όρμησε στη φωτιά, έβγαλε από την κοιλιά της μητέρας του το ζωντανό ακόμη βρέφος και το πήγε στη Μαγνησία, στον Κένταυρο Χείρωνα.
Ο Κένταυρος γνώριζε πολύ καλά τις ιδιότητες των βοτάνων. Μεγαλώνοντας κοντά του ο Ασκληπιός έμαθε την ιατρική τέχνη. Αρχισε να γίνεται μάλιστα τόσο γνωστός για τις θεραπευτικές του ικανότητες, ώστε από κάθε γωνιά της Ελλάδας έρχονταν να τον βρουν άνθρωποι άρρωστοι ή τραυματισμένοι, απογοητευμένοι, πολλές φορές, ότι θα γίνουν μια μέρα καλά. Ο Ασκληπιός τους διέψευδε και θεράπευε κάθε είδος νοσήματος. ’λλοτε τους έδινε την υγειά τους με βότανα, άλλοτε με θαυματουργικές αλοιφές που κατασκεύαζε ο ίδιος κι άλλοτε με μαγικά και προσευχές. Αλλους θεράπευσε από τη μανία, όπως λένε ότι έκανε στις κόρες του Προίτου, όταν η Ήρα τους έστειλε τρέλα. Αλλους τους έκανε και πάλι να περπατήσουν και σ' άλλους έδινε πίσω το φως τους.
Ενδεικτικό της μεγάλης δραστηριότητας που ανέπτυξε είναι ότι βρέθηκαν πάρα πολλά ιερά του διασκορπισμένα στον ελλαδικό χώρο. Βέβαια, πολλά δημιουργήθηκαν από τους ιερείς του. Το πιο ξακουστό είναι το Ασκληπιείο της Επιδαύρου και ακολουθούν της Αθήνας, της Κως, απ' όπου κατάγεται και ο πατέρας της ιατρικής επιστήμης ο Ιπποκράτης, και της Περγάμου. Όταν οι ασθενείς προσέρχονταν στο ιερό αναζητώντας θεραπεία, δεν τους επιτρεπόταν η είσοδος, παρά μετά τον εξαγνισμό τους. Έπλεναν το σώμα τους, τελούσαν θυσία προς το θεό και έκαναν αυστηρή νηστεία. Το βράδυ γίνονταν δεκτοί στο ιερό όπου και θα περνούσαν τη νύχτα τους.
Ο Ασκληπιός, ως γιος του Απόλλωνα, είχε και μαντικές ικανότητες ή όπως πιστεύουν πολλοί φανέρωνε στους θνητούς τις αποκαλύψεις του πατέρα του σ' αυτόν, όπως παράδειγμα έκανε κι η Πυθία. Είτε αυτό ήταν αληθινό είτε όχι, ο Ασκληπιός έδινε πάντως τις ιατρικές του συνταγές με τη μορφή χρησμών. Οι ιερείς του υποστήριζαν, στους ασθενείς που διανυκτέρευαν στο ιερό του, πως ο θεός θα τους επισκεφτεί με μορφή ονείρου και θα τους φανέρωνε το φάρμακο που θα τους θεράπευε.
Ο μεγάλος ιατρός θεός όμως, όχι απλά θεράπευε κάθε ασθένεια, αλλά μπορούσε ν' αναστήσει ακόμη και νεκρούς. Έτσι όταν η θεά Αρτεμη του ζήτησε ν' αναστήσει τον αγαπημένο της Ιππόλυτο, τον επανέφερε στη ζωή.
 Αυτή η θαυματουργική ικανότητά του στάθηκε αιτία του θανάτου του. Λέγεται ότι με την ανάσταση κάποιου νεκρού θύμωσε πολύ ο Δίας και τυφλωμένος από την οργή του χτύπησε τον Ασκληπιό με τον κεραυνό του.
Αλλοι λένε ότι δεν ήταν η προσωπική οργή που έσπρωξε το βασιλιά των θεών να σκοτώσει τον Ασκληπιό, αλλά η οργή του Αδη. Ο θεός του Κάτω Κόσμου διαμαρτυρήθηκε στον Δία πως ο γιος του Απόλλωνα δεν άφηνε τους ανθρώπους να πεθάνουν, κι όλο και λιγότεροι έρχονταν στο βασίλειό του.
Ο πατέρας του, ο Απόλλωνας, πληγώθηκε βαθιά για το χαμό του γιου του. Τον είχε ήδη σώσει από το θάνατο μια φορά, όταν βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του. Όμως, αυτή τη φορά ήταν ανήμπορος ν' αντιδράσει. Ήταν τόση η λύπη και η οργή του, που για να εκδικηθεί για το θάνατο του αγαπημένου του γιου, σκότωσε τους Κύκλωπες. Αυτοί είχαν δωρίσει στον Δία τον κεραυνό που κρατούσε πάντα στο χέρι του και που μ' αυτόν έκοψε το νήμα της ζωής του Ασκληπιού.

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ Ο LE CORBUSIER


Οι Ελληνες αρχιτέκτονες ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ ,ΠΙΚΙΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΟΞΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ μαζί με τον LE CORBUSIER  ανατρέπουν την θεωρία του Αριστοτέλη οτι η Αρχιτεκτονική δεν ανήκει στις καλές τέχνες . Στην εποχή της καταδάφισης των πάντων , τα έργα των ,παραμένουν όρθια , διαχρονικά και αξεπέραστα . Εργα υψηλής τέχνης και αισθητικής που αναδίδουν ψυχική ανάταση.
 Εδώ δεν ασχολούμστε  με την βιογραφία τους ή στην αναφορά των έργων τους αλλά προσπαθούμε να εισχωρήσουμε στην σκέψη τους , που παραμένει αθάνατη.όπως και τα έργα τους .

LE CORBUSIER - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ ΑΡΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ
Την Ελλάδα ο Le Corbusier την ανακάλυψε δυο φορές - το 1911 σαν νεαρός Charles Edouard Jeanneret διψασμένος για γνώση και περιπέτεια ξοδεύοντας την αμοιβή από την κατασκευή μιας έπαυλης για ένα μεγάλο μυητικό ταξίδι στην Ανατολή ( Αυστρία, Ουγγαρία, Βαλκάνια, Τουρκία, Ελλάδα, Ιταλία) και το 1933 σαν Le Corbusier, πια, στα πλαίσια του CIAM IV.
Ίσως η Ελλάδα, την πρώτη φορά, να του φανέρωσε τον Παρθενώνα - την καθαρή δημιουργία του πνεύματος, την ατομική και συλλογική ζωή των μοναστηριακών κοινοβίων του Άθω και να τον στιγμάτισε στην καλλιτεχνική, πνευματική αλλά και καθαρά ανθρώπινη διαμόρφωση του. Την δεύτερη φορά, όμως, οι προτροπές των ελλήνων φίλων του, τον πλοήγησαν στην μαγεία της Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής, μιας αιώνιας αρχιτεκτονικής που ο ίδιος θα αποκαλύψει αργότερα πως η κάτοψη και η τομή ταυτίζονται απόλυτα με τις αναζητήσεις των μοντέρνων αρχιτεκτόνων και βεβαίως με τις δικές του. Το θαυμασμό του για το πρωτόγονο, το αρχαϊκό, το ελληνικό μέσα από αυτό το ταξίδι, το αποτυπώνει αργότερα σε κάποια κείμενα όπου αναφέρεται στην πλαστικότητα των μορφών, στο παιχνίδι του φωτός και της σκιάς, στους απλούς, καθαρούς όγκους, χωρίς διάκοσμο, στο "σπίτι που στεγάζει τόσο έντονες αντιδράσεις και είναι από τη φύση του απαλλαγμένο από πλουμίδια ή μπιχλιμπίδια…". Και εξυμνεί την κατοικία, την κατοικία αυτή που είναι παντοτινή, διαιωνιζόμενη, αμετάβλητη, ζωντανή και πραγματική ανθρώπινη αντανάκλαση. Θαμπωμένος από την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων, εξομολογείτε πως "είδε την αρχιτεκτονική", "ανακάλυψε ένα δρόμο γεμάτο δείγματα της καινούργιας πραγματικότητας" που γύρευε, αλλά φωτισμένο "με την αλήθεια των απλών ανθρώπινων σπιτιών".
Βέβαια, η πρώτη του νύξη για το παρελθόν γίνεται παλαιότερα με την καλύβα του πρωτόγονου. Στο 'Vers une architecture' (1923), περιγράφει το πρωτόγονο άνθρωπο σε μια διαδικασία κατασκευής του καταλύματος του και ενός πανομοιότυπου για το Θεό του. Σίγουρα, όμως κι εδώ, αυτό που έχει σημασία για τον αρχιτέκτονα, δεν είναι ο ίδιος ο πρωτόγονος άνθρωπος, ούτε τα χαρακτηριστικά της καλύβας του. Το σημαντικό είναι το πνεύμα, η ιδέα, το περιεχόμενο της πρωτόγονης καλύβας που αποτελεί πηγή γνώσης από τα "βάθη των αιώνων".
Αναλυτικότερα, όμως, για τη σημασία του παρελθόντος και με ιδιαίτερο βάρος στο ελληνικό, αναφέρεται στη συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής (1942). Τονίζει στους νέους πως το παρελθόν στάθηκε ο μόνος δάσκαλος και καθοδηγητής του και πως έτσι θα έπρεπε να είναι για κάθε ισορροπημένο άνθρωπο που ασχολείται με την αρχιτεκτονική δημιουργία. "Ότι μας κληροδότησαν οι αιώνες, έχει μόνιμη ανθρώπινη αξία". Τα σημαντικότερα, όμως, κληροδοτήματα θεωρεί πως είναι τα έργα της ανώνυμης αρχιτεκτονικής που εκφράζουν το δημιουργικό πνεύμα μέσα από τις λαϊκές παραδόσεις, την αίσθηση της ενότητας και της αρμονίας με τους νόμους του τοπίου και του κλίματος, τις βαθιές και φυσικές ανάγκες των ανθρώπων με λύσεις δοκιμασμένες από τους αιώνες.
Έτσι, λοιπόν, ο αρχιτέκτονας αναπτύσσει μια σχέση με την Ελλάδα που στηρίχθηκε κυρίως στη μαγεία που ασκούσε σ' αυτόν το παρελθόν της. Δεν παρέμεινε, όμως, μόνο τέτοια. Ήταν μια σχέση αμφίδρομη και ίσως εν τέλει περισσότερο ενεργητική. Με το θεωρητικό και σχεδιασμένο έργο του κατάφερε να μαγέψει πολλούς αρχιτέκτονες του τόπου όσο κι αυτός από τον ίδιο τον τόπο. Κατάφερε να τους επηρεάσει όσο επηρεάστηκε και ίδιος από την αρχιτεκτονική της χώρας. Ενέπνευσε ένα σωρό άλλους, όπως εμπνεύστηκε κι αυτός από το ελληνικό πνεύμα. Η προσήλωση του "δασκάλου" στις αξίες της κλασσικής αρχιτεκτονικής και του κλασσικού τοπίου, η αγάπη του για την "πρωτόγονη", "λαϊκή", "ανώνυμη" αρχιτεκτονική και για τα φυσικά υλικά της καθώς και το ενδιαφέρον του για μια αρχιτεκτονική των "μαζών" και όχι των "εκλεκτών" εύκολα έπεισαν και για τις γνήσιες ελληνικές καταβολές του. Η προσιτή, κατασκευαστικά, "μοντερνικότητα" που προέβαλλε σε συνάρτηση με το τότε επίκαιρο αίτημα της "ελληνικότητας" - μακριά όμως από τη μορφολογική της εξάρτηση - δεν άργησαν να μετατρέψουν την Ελλάδα, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, στη μεγαλύτερη βιομηχανία παραγωγής μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Πολλοί έλληνες αρχιτέκτονες εργάστηκαν στο ατελιέ του, έγιναν προσωπικοί του φίλοι, άλλοι προσπάθησαν να μεταφράσουν το έργο του, να το διδάξουν στις αρχιτεκτονικές σχολές, να το προσαρμόσουν στα τοπικά δεδομένα. Το σίγουρο είναι πως οι περισσότεροι σύγχρονοι του εδώ στην Ελλάδα συνήθως αυτοπροσδιορίζονταν σε σχέση μ' αυτόν και τη "νέα αρχιτεκτονική" που πρέσβευε: υποστηρικτές ή επικριτές, με ή χωρίς όρους.
Ο Άρης Κωνσταντινίδης φαίνεται να ήταν η εξαίρεση. Ένας αρχιτέκτονας, με μια ούτως ή άλλως εξαιρετικά πολύπλοκη προσωπικότητα. Ίσως ο μόνος, που προσπάθησε να καταλάβει, να "εξορύξει" την ιστορικότητα της αρχιτεκτονικής, την ιστορικότητα του τόπου και του τοπίου, με ένα άλλο τρόπο από τη συμβατική αντίληψη της παράδοσης, με μια "λαϊκή" οπτική και με όρους του μοντέρνου κινήματος αλλά χωρίς υπακοή στους επίσημους τρόπους του. Θα τολμούσαμε να πούμε πως ήταν ο μόνος με πρωτογενή στοιχεία κοινά με το Le Corbusier, παρόλο που ο ίδιος ποτέ δεν θεώρησε τον εαυτό του μαθητή του. Μοντέρνος και αρχαιολάτρης αλλά πάντα με τη δική του πίστη στην αληθινή, την αιώνια αρχιτεκτονική.
Ποια, όμως, ήταν τα στοιχεία που κράτησε από το Le Corbusier; Σίγουρα, όχι τα μορφολογικά -τον κατηγορούσε άλλωστε για μορφοκράτη. Ούτε και τα τυπολογικά. Το σχεδιασμένο έργο του - που ίσως να μην είχε έρθει σε επαφή ποτέ μαζί του - μάλλον, τον άφησε αδιάφορο. Η φιλοσοφία του όμως για την αρχιτεκτονική, που φαίνεται να τη γνώριζε καλά από τα φοιτητικά του χρόνια στο Μόναχο, τον επηρέασε πάρα πολύ και τον οδήγησε σε μια πορεία "μοντέρνα", αλλά διαφορετική από τους υπόλοιπους μοντέρνους της Ελλάδας.
Κωνσταντινίδης και Le Corbusier: δυο αρχιτέκτονες που ίσως να μη συναντήθηκαν ποτέ αυτοπροσώπως αλλά που βάδιζαν παράλληλα στην αρχιτεκτονική και στη ζωή τους. Μεγάλες φυσιογνωμίες της αρχιτεκτονικής αλλά ταυτόχρονα αυταρχικοί, μηδενιστές, ιδιόρρυθμοι στις σχέσεις τους με τους πελάτες, αρνητικοί και επιθετικοί στις κριτικές τους, υπερπαραγωγικοί σε σχέδιο, γραπτό λόγο, σκίτσο, φωτογραφία, αυστηροί ελεγκτές των δημοσιεύσεων των έργων τους με ουσιαστικό σκοπό την προετοιμασία της υστεροφημίας τους, απόλυτοι στην πίστη τους για τη σωστή αρχιτεκτονική, μοναδικοί της σωτήρες. Και ίσως τελικά και οι δύο αυτόχειρες.

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (για τον αρχιτέκτονα)
"Από την αρχιτεκτονική γνωρίζεις τη ζωή,
από τη ζωή γνωρίζεις την αρχιτεκτονική.
Χτίζω σημαίνει υπάρχω.
Χτίζω επειδή υπάρχω.
Υπάρχω επειδή χτίζω."
Είναι για τον Άρη Κωνσταντινίδη όσο και για το Le Corbusier η αρχιτεκτονική φιλοσοφία ζωής, ένας τρόπος να ζεις, σαν να μπαίνεις σε μια θρησκεία και πρέπει να πιστέψεις, να αφιερωθείς, να δοθείς. Περισσότερο από κάθε γραπτό έργο, οι ίδιες οι προσωπικές τους πορείες μαρτυρούν την απόλυτη ταύτιση τους μ' αυτήν. Μελετούν, γράφουν, σχεδιάζουν, δίνουν διαλέξεις, ταξιδεύουν , σκιτσάρουν, φωτογραφίζουν - μια αδιάκοπη παραγωγή. Για το Le Corbusier το "αληθινό πρόσωπο της αρχιτεκτονικής" είναι η συνύπαρξη της τεχνικής και της συνείδησης. Η τεχνική είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με το περιβάλλον του και αφορά τους τεχνικούς παράγοντες που απαιτούνται για την υλοποίηση της ιδέας, την αντοχή και τη διάρκεια του έργου. Είναι θέμα γνώσεων, λογικής, σοφής άσκησης και ταλέντου. Από την άλλη η συνείδηση είναι το νόημα της ύπαρξης, είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Είναι μια δοσμένη προσωπική αρετή, μια εσωτερική διεργασία που εξαρτάται από το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Κατά συνέπεια, η αρχιτεκτονική δεν είναι μόνο γνώσεις (άρα δεν διδάσκεται), είναι ζήτημα γενικής παιδείας. Ο Κωνσταντινίδης ισχυρίζεται ακόμα πώς "το επάγγελμα της αρχιτεκτονικής είναι ένα λειτούργημα πνευματικής καλλιέργειας και υπεροχής". Κι επειδή "ο τρόπος που κτίζουμε είναι ο τρόπος που θέλουμε να ζούμε", εκφράζει ολόκληρο τον εσωτερικό μας κόσμο, τα ψυχικά και συναισθηματικά μας γνωρίσματα, ο αρχιτέκτονας οφείλει να ξέρει πώς πρέπει να ζει ο καθένας "έχοντας πιάσει το αληθινό νόημα της ζωής". Πρέπει να έχει πίστη, γιατί μόνο τότε θα έχει τιμή και η τιμή του είναι η αρχιτεκτονική.
Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ (για τον άνθρωπο)
Πέραν, όμως, απ' αυτή τη βιωματική σχέση σχεδιαστή - επαγγέλματος, η αρχιτεκτονική ορίζεται σαν μια βιολογική, φυσική ανάγκη του ανθρώπου, του κάθε ανθρώπου από τα βάθη των αιώνων. Και στους δύο ανάγεται σε ανάγκη προφύλαξης από τα εχθρικά στοιχεία του περιβάλλοντος, γίνεται πρώτα και κύρια ανάγκη να στήσουμε μια στέγη πάνω από τα κεφάλια μας, ένα καταφύγιο. Το κλασσικό επιχείρημα του Κωνσταντινίδη είναι μια φράση που δανείζεται πολύ συχνά από τον Όσκαρ Ουάϊλντ ο οποίος υποστηρίζει πως "αν η φύση ήταν άνετη, το ανθρώπινο γένος δεν θα είχε εφεύρει την αρχιτεκτονική'. Οπότε, αφού δεν μπορούμε να ζήσουμε γυμνοί στο ελεύθερο και ανοικτό τοπίο πρέπει να σκεπάσουμε το κορμί μας με κάποιο "ένδυμα". Η αρχιτεκτονική είναι βασικά και πρωταρχικά καλυπτική και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο Le Corbusier, επίσης, αναφέρεται στη φυσική απασχόληση κάθε κοινωνίας που εγκαθίσταται κάπου, κάθε πολιτισμού που εμφανίζεται , πρώτα απ' όλα να στεγάσει τους ανθρώπους του, να τους προφυλάξει από την κακοκαιρία και τους κλέφτες, αλλά κυρίως να τους διαμορφώσει την ειρήνη ενός σπιτικού, ενός καταφυγίου. Η αποστολή των νέων αρχιτεκτόνων είναι να "προικίσουν τον σημερινό πολιτισμό με αξιοπρεπή κατοικία", να κτίσουν το σπίτι που αξίζει στους ανθρώπους, στη δουλειά, στα πράγματα, στους θεσμούς, στις ιδέες.
Η ΦΥΣΗ
Αφού, η αρχιτεκτονική έχει οριστεί σαν πρωταρχικά στεγαστική, σαν καταφύγιο και κατοικία, στην προβληματική βρίσκεται τώρα η πραγμάτωση της. Το πρώτο στοιχείο που θα την επηρεάσει είναι για τον Κωνσταντινίδη, αναμφίβολα, ο τόπος σε συνάρτηση με τις κλιματολογικές του συνθήκες. Τα κρύα, υγρά και σκοτεινά τοπία κατασκευάζουν μια αρχιτεκτονική "εσωτερική", ενώ σε τοπία φιλικά, η ζωή προβάλλεται προς τα έξω άρα και η αρχιτεκτονική γίνεται "εξωτερική". Είναι, ακριβώς, όπως η ενδυμασία που ντύνει το σώμα αναλόγως καιρού, μόνο που η αρχιτεκτονική πρέπει να προτείνει ανθεκτικότερα και μονιμότερα "ενδύματα", λιγότερο φθαρτά στο χρόνο. Ο Le Corbusier σημειώνει σε διάφορα κείμενα του πως το κλίμα κάθε τόπου επιβάλλει ιδιοτυπίες στη ζωή του ανθρώπου, ο οποίος βιολογικά έχει έφεση για φως. Σ' αυτή την παραδοχή πρέπει να γίνεται ο σχεδιασμός και πολλές φορές τεκμηριώνει το επιχείρημα του σχεδόν αυθαίρετα με επιλογές και λύσεις που σχεδίασε - το οριζόντιο παράθυρο, τις γυάλινες όψεις, τα πολεοδομικά σχέδια στο Αλγέρι.
Όμως, φύση δεν είναι μόνο το κλίμα, είναι το ίδιο το τοπίο αλλά και η θέα του. Στον έλληνα αρχιτέκτονα η φύση είναι η μητέρα της έμπνευσης, από εκεί εμπνέεται το έργο του και εκεί το αφιερώνει. Είναι ο καλός δάσκαλος στον οποίο πρέπει να μαθητεύσει (μέσα από τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο) όποιος θέλει να κτίζει αληθινά. Είναι ένας απόλυτος κόσμος, το αμόλυντο τοπίο στο οποίο τα κτίσματα πρέπει να φυτρώνουν όπως τα δέντρα και τα λουλούδια, να στέκουν μέσα στη φύση για να της κρατάνε συντροφιά, να βρίσκονται σε διαλογική συζήτηση μαζί της - και δεν υπάρχουν περιθώρια διαφωνίας. Το τοπίο είναι αυτό που του υποβάλλει "να κτίζει σωστά και αληθινά, να ενεργεί με σύνεση και σωφροσύνη". Είναι ταυτόχρονα η βάση για την αρχιτεκτονική και η συνέχεια της. Το σπίτι επεκτείνεται σ' αυτήν και αυτή εισχωρεί μέσα στο σπίτι. Ίδιες πεποιθήσεις αναπτύσσει και ο Le Corbusier που θεωρεί το τοπίο τροφή που προσφέρουν τα μάτια μας στις αισθήσεις μας. Είναι η βάση για την αρχιτεκτονική. Και το ανακάλυψε "με το σακίδιο στην πλάτη" στο μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή - πεδιάδες, υψώματα, μεγάλες υδάτινες επιφάνειες, πράσινο, βράχια, ουρανός, σκεπασμένο με χλόη και δάση, φραγμένο από ορίζοντες, ή με ανοικτή προοπτική. Ότι εμπεριέχει το τοπίο μπορούμε να το φέρουμε μέσα στα σπίτια μας. Και εξωτερικά τα κτίρια θα προσθέσουν στον τόπο.
Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Από το 1940, που άρχισε επίσημα το συγγραφικό του έργο, μέχρι την αυτοχειρία του το 1993 ο Κωνσταντινίδης δεν έπαψε ποτέ να επικαλείται την "ανώνυμη" αρχιτεκτονική, τη φύση, τον τόπο, τον λαό, τα απλά και εφήμερα κτίσματα. Στο πρώτο έργο του "Δύο χωριά από τη Μύκονο", αφαιρεί από την αρχιτεκτονική όλη τη προσοχή και τη μεταθέτει στη φύση και στο δίδαγμα της. Δεν είναι τα ίδια τα κτίσματα που έχουν αξία, αλλά το περιεχόμενο, το πνεύμα, η αλήθεια τους. Ψάχνει να βρει μέσα από την καταγραφή των παλιών αθηναϊκών σπιτιών το αρχαίο ελληνικό σπίτι, μέσα από εφήμερες κατασκευές τη σοφία των απλών ανθρώπων, την αξία του αιώνιου. "Ότι καλό χτίσανε οι παλιοί ήτανε γιατί με το κάθε τους χτίσμα αντικατοπτρίζανε την κοινωνική τους ζωή και υπόσταση και γιατί κατασκευάζανε με την τεχνική και με τα υλικά του καιρού τους (-δηλ. με τις δυνατότητες που προδιαγράφανε τα υλικά και η τεχνική του καιρού τους), οπότε και έτσι βγαίνανε κάποιες μορφές, σε γενικά σχήματα και σε λεπτομέρειες κάθε φορά (-σε κάθε χρονική στιγμή) ένα σπίτι παραδοσιακό, επειδή ήτανε σύγχρονο, δηλ. αληθινό σε όλα του" . Δεν υπάρχει τίποτα νέο, γιατί το νέο είναι το αληθινό και το αληθινό και το γνήσιο υπάρχουν ανέκαθεν μπροστά μας. Απορρίπτει, φυσικά, όπως και o Le Corbusier την αναγέννηση, το νεοκλασικισμό και τους άλλους ρυθμούς αφού η αληθινή αρχιτεκτονική δεν έχει να κάνει με σκηνογραφήματα, αναφέρεται πάντα σε μια αρχαιότητα μέχρι το μεσαίωνα και σε πρωτόγονους λαούς. Αυτά, βέβαια, τα συναντάμε στο Le Corbusier από το Vers une architecture, τα κείμενα για την Ελλάδα αλλά και στη συζήτηση με τους φοιτητές. Εκεί λεει πως στα ανώνυμα αρχιτεκτονικά έργα οφείλουμε θαυμασμό, αγάπη και σεβασμό όπως ένας γιος προς τον πατέρα και ποτέ με την αυθάδεια και την απάθεια του καλομαθημένου παιδιού που αποφασισμένο να αποφύγει κάθε προσωπική προσπάθεια προτιμά να πουλά στους πελάτες του τη δουλειά των προγόνων του. Αυτό είναι ακαδημαϊσμός - ένας τρόπος, δηλαδή, να μην σκέφτεσαι και που ταιριάζει μόνο σε όσους φοβούνται τις ώρες αγωνίας και έρευνας και τελικά τη χαρά της ανακάλυψης. Όμως, πάνω απ' όλα, για το Le Corbusier η ανώνυμη αρχιτεκτονική είναι αντικείμενο μελέτης. Με τη γνώση αιώνων και σε συνδυασμό με τα εργαλεία της σύγχρονης τεχνικής, προτρέπει τους αρχιτέκτονες να ενωθούν σε μια προσπάθεια για συγκρότηση ενός καινούργιου - φολκλόρ - έργου που να εκφράζει τη ζωή των ανθρώπων του μηχανικού πολιτισμού.
Τελικά το παρελθόν εμφανίζεται μόνο ως αξία, ποτέ ως τύπος. Η παράδοση είναι η μνήμη που μπορεί να σταθεί χρήσιμη στη σύγχρονη ζωή - ότι φτιάχνανε οι παλιοί με ένα δικό τους τρόπο το φτιάχνω κι εγώ, σήμερα, με ένα δικό μου τρόπο, η μια, αιώνια αλήθεια, που σε κάθε εποχή βρίσκει το δικό της πρόσωπο, τη δική της ταυτότητα. Η παράδοση είναι πρόοδος γιατί είναι η αδιάσπαστη αλυσίδα όλων των ανανεώσεων και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο είναι η προβολή στο μέλλον.
Ο ΣΚΟΠΟΣ
"Ο ΧΡΟΝΟΣ και ο ΤΟΠΟΣ (-που είναι ο χώρος).
Το ΧΤΕΣ και το ΣΗΜΕΡΑ και το ΑΥΡΙΟ.
Η ΦΥΣΗ και η ΤΕΧΝΙΚΗ. Το ΕΙΜΑΙ και το ΕΙΜΑΣΤΕ.
Το ΕΓΩ και το ΕΜΕΙΣ.
Και πώς θα τα βάλουμε όλα αυτά κάτω από τον ιδιονε παρονομαστή, ώστε το κάθε ΕΡΓΟ που ΧΤΙΖΟΥΜΕ να είναι το ΤΕΛΕΙΟ, το ΑΡΤΙΟ, το ΑΝΑΓΚΑΙΟ, το ΜΟΝΑΔΙΚΟ, το ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ, το ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΟ και μαζί το ΟΜΟΡΦΟ, το ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ, το ΧΡΕΙΑΖΟΥΜΕΝΟ και στα ΜΕΤΡΑ που έχει ο κάθε άνθρωπος και στην ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ που απαιτούν το ΠΝΕΥΜΑ και η ΠΟΙΟΤΗΤΑ και η ΣΩΦΡΟΣΥΝΗ και το ΗΘΟΣ και η ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ και ο ΝΟΥΣ και η ΨΥΧΗ και η ΚΑΡΔΙΑ."
Ο σκοπός και ο τελικός στόχος είναι η τελειότητα, η αλήθεια, η καθαρόαιμη αρχιτεκτονική που μόνο αυτοί μπορούν να προσφέρουν. Θα γίνει πραγματικότητα όταν οι αρχιτέκτονες προσέξουν τον άνθρωπο, τις πραγματικές του ανάγκες, τα κοινωνικά προβλήματα, το φυσικό περίγυρο, το κάθε τοπίο, ολόκληρη τη φύση,
Η αλήθεια είναι μόνο μια. Πρέπει, όμως, να τη ξαναβρίσκει κανείς κάθε τόσο, για να μην τη ξεχάσει, να μη τη χάσει. Όσο πιο συχνά την ανασύρει μέσα από τις πανάρχαιες αλήθειες, τόσο πιο αληθινό και σύγχρονο θα είναι το έργο του. Αληθινό είναι ότι έρχεται από τα περασμένα, θέλει να είναι καινούργιο και μπορεί να σταθεί σαν μελλοντικό. Ότι είναι αληθινό θα είναι και σύγχρονο, ότι πραγματικά σύγχρονο θα είναι και αληθινό.
Και οι δύο αρχιτέκτονες είχαν αναπτύξει τα επιχειρήματα τους για το τι είναι αληθινή αρχιτεκτονική σε πολλά γραπτά κείμενα και διαλέξεις με τρόπο τέτοιο που σίγουρα έπειθαν αναγνώστες και ακροατές. Παρόλα αυτά, είναι καταφανής η συνύπαρξη διαφορετικών κόσμων μέσα στο έργο αλλά και μέσα σε ολόκληρη τη κοσμοθεωρία τους τόσο που καμιά φορά φτάνουν και στην αυτοαναίρεση.
ΤΟΠΙΚΟ - ΥΠΕΡΤΟΠΙΚΟ
Το αγαπημένο τους τοπίο, το ελληνικό, με την ανώνυμη αρχιτεκτονική, το φως, τον ήλιο, τις σκιές δίνει σιγά - σιγά τη θέση του σε ένα τοπίο διεθνές. Η συνεχής αναφορά στη φύση, στο κλίμα, στο τοπίο μετατρέπονται σε νύξεις για το υπερτοπικό, το διεθνές, το παγκόσμιο. Η αληθινή αρχιτεκτονική μπορεί να γίνει στον κάθε τόπο και με το κάθε υλικό, άρα αν αυτοί ανακάλυψαν την αλήθεια και ένα υλικό κοινό για όλους τους τόπους - το μπετόν - τότε έχουν κάνει την υπέρβαση του τοπικού, έχουν γίνει υπερ-τοπικοί, το ίδιο γνήσιοι, αληθινοί και όμοιοι για όλους τους τόπους και για τον κάθε άνθρωπο. Η ανάδειξη της μοναδικότητας του κτίσματος, η υπερτοπική του αξία, η αδιαφορία για το φυσικό περιβάλλον τελικά συμπυκνώνεται στην λογική του Le Corbusier που με το σχέδιο στο χέρι αναζητούσε το κατάλληλο οικόπεδο για να χτίσει το σπίτι της μητέρας του.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ - ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ
Στη μελέτη της ανώνυμης αρχιτεκτονικής υπάρχουν δύο τάσεις, η μια που δίνει έμφαση σε μορφολογικές περιγραφές και η άλλη που τονίζει τη συμβολική πλευρά του έργου σε σχέση με θρησκευτικές και φιλοσοφικές έννοιες. (Πόλεις= εστίες άλυτων προβλημάτων και δυστυχίας, Ύπαιθρος = αρμονική ζωή και αμοιβαία εμπιστοσύνη). Μια ανεξήγητη και μυστηριακή δύναμη, ίσως η ίδια η φύση, έπλασε αυτά τα έργα και τα έστησε σοφά μέσα στο τόπο. Η ανώνυμη αρχιτεκτονική, σαφώς δεν εξαρτάται μόνο από το κλίμα, τη γεωγραφική θέση και τα ντόπια υλικά. Παρόλα' αυτά οι δύο αρχιτέκτονες αδιαφορούν για όλα, για τη διάρθρωση της κοινωνίας και τους πολιτισμικούς παράγοντες που δημιούργησαν την ανώνυμη-πρωτόγονη αρχιτεκτονική. Αδιαφορούν για την ιστορία, τη συνέχεια ή την τεκμηρίωση.
Η παράδοση για τους μοντέρνους είναι κάτι που διακόπηκε για 100 χρόνια (19ος αιώνας). Θεωρούν πως δεν υπάρχει παράδοση και συνέχεια και πως πρέπει να δημιουργήσουν αυτοί τη νέα παράδοση, στηριγμένη στις απαιτήσεις της σύγχρονης ζωής, επιχειρώντας να πιάσουν το νήμα μιας παράδοσης που είχε χαθεί κάτω από επιπόλαια στολίδια και απομιμήσεις. Οτιδήποτε χειροποίητο το θεωρούν μουσειακό αντικείμενο και η χειρονακτική παραγωγή αντικαταστάθηκε από τη βιομηχανοποιημένη και τυποποιημένη εν σειρά παραγωγή. Οι παραλλαγές στην αρχιτεκτονική που καθορίζονται από την επίδραση του τόπου αντικαθιστώνται με παραλλαγές που ακολουθούν τις εξελίξεις της τεχνολογίας. Η μηχανή είναι έτσι φτιαγμένη ώστε να παράγει συγκεκριμένο προϊόν - το κάθε αρχιτεκτόνημα να εξυπηρετεί απόλυτα τη λειτουργία του.
Το μοντέρνο κίνημα προσπάθησε επίμονα να κόψει τις ρίζες του πρόσφατου παρελθόντος για να οικοδομήσει έναν εντελώς καινούργιο κόσμο. Η επίκληση της παράδοσης, του πρωτόγονου γίνεται μόνο και μόνο για να προτείνουν την κατασκευή μιας νέας παράδοσης, της παράδοσης του ανθρώπου της μηχανοποιημένης εποχής και στη θέση του χειροποίητου, του τεχνίτη της πέτρας κλπ, να τοποθετήσουν το τυπικό για κάθε άνθρωπο σε κάθε τόπο, το minimum σπίτι, την τυποποίηση των "ΞΕΝΙΑ", τη βιομηχανική παραγωγή.
Ο ΧΡΟΝΟΣ : ΠΑΡΕΛΘΟΝ - ΠΑΡΟΝ - ΜΕΛΛΟΝ
Ο χρόνος για τους δύο αρχιτέκτονες μάλλον εκλαμβάνεται σαν μια κυκλική πορεία.
Το παλιό γίνεται σύγχρονο και το σύγχρονο, παλιό για τους νεότερους. Το παλιό φέρνει το πιο νέο και το πιο νέο, προσφέρεται για το μελλοντικό. Και όσο ότι παράγει σε αρχιτεκτονικά έργα η κάθε εποχή είναι γνήσιο και αληθινό, τόσο είναι που το "νέο" και στα αρχιτεκτονικά έργα της κάθε εποχής, δεν αντιπροσωπεύει τίποτα το εντελώς καινούργιο, παρά μονάχα μια τελειότητα του έργου που υποδηλώνει πως η γνήσια και αληθινή αρχιτεκτονική είναι μια, για όλους τους τόπους και για τον κάθε άνθρωπο. "Ο σκοπός που τάζει στον εαυτό του κάθε αρχιτέκτονας είναι να δημιουργήσει με το έργο του τα πλαίσια για μιαν άνετη και όμορφη κοινωνική ζωή, σχεδιάζοντας έργα που είναι για όλους καλά,- δουλεύει δηλαδή ο αρχιτέκτονας για έναν καλό και κοινό τρόπο ζωής, - για μια μορφή κοινή για όλους"
Η αληθινή αρχιτεκτονική, φορτισμένη με τη γνώση αιώνων δεν είχε γι' αυτούς ιστορική συνέχεια, γινόταν μια υπέρβαση της ιστορίας, μια επιστροφή στο τόσο αρχέγονο που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί. Ούτε φαίνεται να βασίζεται στη θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου - είναι μάλλον η νέα αρχιτεκτονική που προτείνουν άχρονη, υπερβατική, "μεσσιατική". Η αρχιτεκτονική τους, σαν η μόνη αληθινή, στηριγμένη στη γνώση όλων των γενεών από τον πρωτόγονο μέχρι σήμερα, εμπεριέχει το ΠΑΡΕΛΘΟΝ, καθώς εκφράζεται με τη σύγχρονη τεχνική, για τις απαιτήσεις του ανθρώπου της μηχανοποιημένης εποχής, είναι το ΠΑΡΟΝ, κι αφού δημιουργεί τη νέα παράδοση που έλειπε για περισσότερο από εκατό χρόνια, γίνεται το ΜΕΛΛΟΝ. Δανείζεται το παρελθόν, δημιουργεί το παρόν, μεταβιβάζει στο μέλλον…
Είναι μια μετάβαση σε κάτι εντελώς διαφορετικό που έρχεται να λυτρώσει και να γίνει το ίδιο ιστορία. Μοιάζει να είναι μια αντίστοιχη μετάβαση όπως του ανθρώπου στον Υπεράνθρωπο του Ζαρατούστρα.

ΠΙΚΙΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ
Αρχιτέκτονας και παράλληλα ζωγράφος, ποιητής, φιλόσοφος και στοχαστής, επέλεξε τον δύσκολο δρόμο επιμένοντας να διδάσκει την ευαισθησία και τον σεβασμό στο περιβάλλον όταν γύρω του αποθέωναν το κέρδος και την κακογουστιά. Η κληρονομιά του είναι μερικές από τις ελάχιστες οάσεις αρχιτεκτονικής ομορφιάς της «έρημης πόλης» …

Αναζητώντας τον ιδανικό ορισμό για μια φυσιογνωμία όπως ο Δημήτρης Πικιώνης, επιλέγουμε τα λόγια του Γιάννη Τσαρούχη: «Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις».

Πολυσύνθετη προσωπικότητα, ο Πικιώνης προτίμησε να κρατήσει φυλαγμένη μέσα του τη μεγάλη του αγάπη για τη ζωγραφική, αλλά παρέμεινε πάντα μια καλλιτεχνική φύση που επέλεξε να υπηρετήσει την αρχιτεκτονική με την ψυχή ενός ποιητή και ζωγράφου. Οταν άρχισε να ασχολείται με την αρχιτεκτονική, οι εποχές ήταν δύσκολες. Το «μπόλιασμά» της με τα σύγχρονα τότε ρεύματα ήταν πολυτέλεια. Ακόμη πιο σκληρές αποδείχτηκαν όμως οι δεκαετίες της «ανοικοδόμησης» τότε που η τέχνη και η ευαισθησία ήταν υπό διωγμόν μέσα στον πυρετό του κέρδους και την εξυπηρέτηση των μικρών και μεγάλων συμφερόντων (επιτομή της νεότερης ελληνικής ιστορίας της αρχιτεκτονικής -και όχι μόνον). Ο Πικιώνης, όμως, δεν σταμάτησε ποτέ να διδάσκει ότι το περιβάλλον, δηλαδή η ζωή μας, έχει περισσότερο ανάγκη την ομορφιά από τα κέρδη, ακόμη κι όταν γύρω του «γκρέμιζαν τα τείχη» ενός κόσμου με ανθρώπινο πρόσωπο.
Από πολύ νωρίς ένιωσε μεγάλη αγάπη για τη ζωγραφική. Σ’ αυτήν αφιέρωσε ένα μεγάλος μέρος των σπουδών και της ζωής του ολόκληρης. Κι όμως, ποτέ δεν έβγαλε στο φως τους πίνακές του, τους οποίους ανακάλυψε η κόρη του, Αγνή Πικιώνη. Το 1904 μπαίνει στο Πολυτεχνείο για να σπουδάσει πολιτικός μηχανικός. Απέναντι, στη Σχολή Καλών Τεχνών, φοιτούσε ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο, με τον οποίο γίνονται στενοί φίλοι.
Δάσκαλος χαρισματικός, ιδιόρρυθμος, δυσνόητος για κάποιους, ο Πικιώνης δεν άφηνε ποτέ αδιάφορο το ακροατήριό του. Χαρακτηριστική η αφήγηση του ζωγράφου Γιώργου Μπουζιάνη. «Είχε κάτι το μυστηριώδες η ομιλία του. Αρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε χωρίς, όμως, ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβηνε στο τέλος, σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του. Κάποτε, όμως, έριχνε ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και μένα μέσα σ’ έναν μαγευτικό κόσμο».
Ενας άλλος ζωγράφος, ο Παναγιώτης Τέτσης, περιγράφει τον δάσκαλο Πικιώνη ως εξής: «Μιλούσε ψιθυριστά. Ελεγε για τον Σεζάν, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Αλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες όπως τον Εγγονόπουλο, κάποτε, δε, καλούσε κι άλλους, όπως τον Τσαρούχη. Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη».
Ο Δημήτρης Πικιώνης χάρισε κάποια σπάνια «κοσμήματα» στην Αθήνα, με κορυφαίο τη διαμόρφωση του χώρου στον περίγυρο της Ακρόπολης, στον λόφο του Φιλοπάππου και στον Λουμπαρδιάρη. Ο τότε μαθητής του, αρχιτέκτονας Δημήτρης Αντωνακάκης, αφηγείται: «Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Πικιώνη στην Ακρόπολη -ως φοιτητής- το καλοκαίρι του ‘56 και τον χειμώνα ‘56-’57. Μάθημα αξέχαστο, εμπειρία μοναδική κι ανεπανάληπτη. Τον έβλεπα λίγο. Ηταν απορροφημένος με το έργο στον Λουμπαρδιάρη και σπάνια τον πείθαμε να ανέβει μέχρι εμάς, που δουλεύαμε κάτω απ’ την Ακρόπολη. «Μας εμπιστευόταν», έλεγε. Εμπιστοσύνη που διδάσκει την υπευθυνότητα. Και η δουλειά πάνω στην Ακρόπολη είναι μια πράξη εμπιστοσύνης. Εμπιστοσύνη στους άλλους, σ’ αυτούς που θα ζήσουν το χώρο: Στα παιδιά, που τα παρακολουθεί έκθαμβος να παίζουνε κουτσό για να πατήσουν από πλάκα σε πλάκα -βαλμένη με τόση προσοχή δίπλα στις άλλες- αναγνωρίζοντας στην κίνησή τους τη χορευτική ερμηνεία της δικής του απόφασης. Στους γέροντες, που αναπαύονται στα τσιμεντένια πεζούλια ή που κοιτούν στοχαστικά τη γη, τις πλάκες, το χορτάρι που ξεφυτρώνει ανάμεσα, καθώς βαδίζουνε προσεκτικά από πλατύσκαλο σε πλατύσκαλο, κατεβαίνοντας».
Το ωραιότερο ίσως σπίτι που έφτιαξε είναι της γλύπτριας Φρόσως Ευθυμιάδη-Μενεγάκη (1949) στην οδό Κυπριάδου στα Πατήσια. Εξαίρετα δείγματα της τέχνης του θεωρούνται επίσης ο Παιδικός Κήπος της Φιλοθέης αλλά και το Δημοτικό σχολείο στα Πευκάκια. Παρόλο που θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα «μνημεία» του μοντερνισμού στην Ελλάδα, ο δημιουργός του δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εικόνα του. Ο ίδιος αναφέρει ως χαρακτηριστικά έργα του την έπαυλη Ανω Φιλοθέης (1954), τον ξενώνα των Δελφών (1955) και το Αναπαυτήριο του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη (1957) για να αποδείξει τη «σταθερή εμμονή που τα έργα τούτα -παρά τις κυμάνσεις- παρουσιάζουν εις το να δουλεύουν στο ίδιο ιδεώδες. Τούτο είναι φυσικό, αφού οι «αρχές» στις οποίες στηρίζονται είναι αμετακίνητες. Για τα λάθη των επιτευγμάτων μου δεν είναι υπόλογες οι αρχές τούτες, μα η λανθασμένη από λόγου μου ερμηνεία τους».
Δεν «φταίνε» οι αρχές, τα ιδεώδη· μόνον εμείς, που τα εφαρμόζουμε στραβά. Αυτό είναι ένα δίδαγμα που άφησε ο μεγάλος δάσκαλος Δημήτρης Πικιώνης, ο στοχαστής, ο ποιητής, ο φιλόσοφος . Δίδαγμα όχι, βέβαια, για τον ίδιο, αλλά για τους μετέπειτα. Που δεν ακολούθησαν ούτε αρχές ούτε ιδεώδη. Με τις γνωστές συνέπειες.
«Για μας ήταν ο άνθρωπος που κράταγε με πείσμα ανοιχτό τον κλεφτοπόλεμο απέναντι στην υλοποιημένη εικόνα μιας κοινωνίας που οι αξίες της περιορίστηκαν στη δύναμη και το κέρδος. Μιλώντας αλληγορικά, εντοπίζοντας την προσοχή μας στην ΑΡΕΤΗ, που την προσδιόριζε με στίχους του Σολωμού, του Σικελιανού και του Παλαμά, αποδεικνύοντας σε όσους τον παρακολουθούσαν ότι τίποτα δεν είναι εύκολο, ότι τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Στην Αθήνα του ’50, το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο έχει περιοριστεί σε λίγα κακοσχεδιασμένα και απλοϊκά κατασκευαστικά στερεότυπα. Η παρέμβαση του Πικιώνη σε αυτήν τη φάση της καθημερινής αρχιτεκτονικής πρακτικής με το ποιοτικό λεξιλόγιο που εισήγαγε δεν ήταν απλώς μια άλλη λογική, αλλά μια επανάσταση απέναντι στην αδιαφορία για AΥTO που χτίζεται και για τον ΛΟΓΟ που χτίζεται».
Σε μια στιγμή που μου μιλούσε για αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και τη ζωγραφική του, ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Δεν θέλω εγώ να τα κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές». Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και καλλιτέχνη».
«Λίγο περισσότερη ανθρωπιά, βαθύτερη νόηση και ψυχική ευαισθησία... και αλλάζουν όλα». Η φράση ανήκει στον Δημήτρη Πικιώνη και αποκαλύπτει το μυστικό της δημιουργίας του. Η ζωγραφική- αυτήν αγαπούσε πάνω απ΄ όλα- και η αρχιτεκτονική του διαπνέονταν από τα στοιχεία που ο ίδιος θεωρούσε πρωταρχικά στο έργο του, όπως μπορεί να διαπιστώσει και ο επισκέπτης της έκθεσης «Δημήτρης Πικιώνης1887-1968» η οποία παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη. Πρόκειται για την παρουσίαση του συνόλου, σχεδόν, του έργου του Πικιώνη από το αρχείο του, το οποίο έχει περιέλθει από το 2001 στην κατοχή του Μουσείου- δωρεά της οικογένειάς του.


(Κείμενο γραμμένο καθ’ υπαγόρευση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αγνή Πικιώνη το πρωί της 5ης Απριλίου 1987, στο σπίτι της, όταν ο ζωγράφος ανταποκρινόμενος σε πρόσκλησή της επισκέφθηκε και είδε τα ζωγραφικά έργα του Πικιώνη.)

Ο Πικιώνης, αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι, πρέπει να τον δούμε σαν ένα Ευρωπαίο που μένει στην Ελλάδα και προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Δεν είναι απ’ αυτούς που θέλουν να γίνουν εφάμιλλοι της Ευρώπης αλλά θέλει να κάνει ό,τι θά ‘κανε ένας Ευρωπαίος στην Ελλάδα. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια γιατί όταν ο καλλιτέχνης θέλει να γίνει εφάμιλλος, εξαρτάται από το τι ονομάζει Ευρώπη. Όλοι αυτοί που πάνε ένα διάστημα ή και περισσότερο στην Ευρώπη τι βλέπουν και τι ξέρουν από Ευρώπη; Το πρόβλημα είναι αυτό. Η Ευρώπη των καφενείων και των άσκοπων συζητήσεων, ο καφές και το φολκλόρ του Παριζιάνικου δημιουργούν ένα εμπόδιο να καταλάβει κανείς τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο. Τι έχει κάνει γι’ αυτό ο κόσμος, παλιός και καινούργιος; Ο Έλληνας καλλιτέχνης που παίρνει στα σοβαρά την Ελλάδα είναι μοιραίο να έρθει σε αντίθεση με το επίσημο κράτος και με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό δίνει στον κάθε δημιουργό Έλληνα την δυσκολία να υπάρχει και να είναι διαφορετικός από τον Ευρωπαίο και τον Ανατολίτη.
Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλμα επ’ άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική, είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του
Cezanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους, ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη· κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ του φυσικού δίνουν τη δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι’ αυτόν είναι Ποίημα, στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
Πρέπει νά ‘ναι ωραίο αυτό που κάνουμε, έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν είναι. Ο σκορπιός, έλεγε, εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και δεν θα τον θέλαμε παρ’ όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ’ αυτόν.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία του ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι «θετικοί» αρχιτέκτονες, που βάλλουν το
confort και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της, είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά φυσή και πολλά άλλα δείχνουν πάντα τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφική δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού, που τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα νέο στοιχείο μεταφυσικό έρχεται στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως. Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να τα βάλει σ’ έναν κόσμο στέρεο και έντονο. Κάποτε ο Le Corbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια σαν τις Versailles, θέλω να κάνω τέχνη αλλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και πειθαρχούν σ’ έναν ανώτερο ρυθμό, που βγαίνει από μας και είναι πια η έκφρασις των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.

ΔΟΞΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Κορυφαίος αρχιτέκτονας και οραματιστής πολεοδόμος, ο Δοξιάδης με τα έργα του επηρέασε τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο. Ιεράρχησε τις ανθρώπινες ανάγκες και σχεδίασε πόλεις φιλικές και σύγχρονες. Οι θεωρίες του αναγνωρίζονται παντού, από την Ελλάδα ως τη Μέση Ανατολή και από την Βενεζουέλα ως τη Βόρεια Αμερική ...

Όταν ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης μελετούσε τα σχέδιά του, το μυαλό του λειτουργούσε μέσα από τα δεδομένα του μέλλοντος. Με άλλα λόγια, είχε επίγνωση της επερχόμενης πληθυσμιακής έκρηξης στον πλανήτη, της συρρίκνωσης της ποιότητας ζωής και της καταπίεσης που προκαλεί στους νέους η έλλειψη χώρου και διεξόδου. Σε αυτά δεν αντιπαρέβαλλε μονάχα τη μοντέρνα αισθητική που τον χαρακτήριζε, αλλά και την πρακτική ματιά ενός δημιουργού που, περισσότερο ακόμα και από την αρχιτεκτονική ή την πολεοδομία, αγάπησε τον άνθρωπο.
Για παράδειγμα, σχεδιάζοντας το Ισλαμαμπάντ δημιούργησε μια πόλη για δύο εκατομμύρια κατοίκους, ικανή να αναπτύσσεται απρόσκοπτα μέσα από φαρδιές λεωφόρους, που τα οικοδομικά της τετράγωνα συνδέονται με πρωτοποριακούς, για την εποχή, πεζόδρομους, προσφέροντας μια ανθρώπινη ανάσα, μια άλλη ποιότητα διαβίωσης στους κατοίκους της.
Ως προς την Αθήνα, ήταν της άποψης ότι τόσο το ιστορικό κέντρο όσο και τα μνημεία της έπρεπε να προστατευτούν. Εντούτοις, παρ’ ότι είχε από τότε τη φήμη του ξεχωριστού επιστήμονα (ή ίσως και λόγω αυτού), οι συμπατριώτες μας αγνόησαν τις μελέτες και τα σχέδια που υπέβαλε. Μισό αιώνα αργότερα, δεν μπορούμε να πούμε ότι δικαιώθηκαν.
Το 1954 ίδρυσε το τεχνικό γραφείο Δοξιάδη (Doxiadis Associates), μια ιδιωτική εταιρεία συμβούλων μηχανικών την οποία πλαισίωναν κορυφαίοι αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι (με πολλούς από τους οποίους είχε συνεργαστεί κατά την περίοδο της Ανοικοδόμησης). Η εταιρεία έφτασε πολύ σύντομα να έχει γραφεία και στις πέντε ηπείρους, με προγράμματα τα οποία έτρεχαν σε σαράντα χώρες. Στο μεταξύ δεν έπαυε να παραθέτει διαλέξεις σε πολλά πανεπιστήμια της Αμερικής, καθώς και στην Οξφόρδη και το Δουβλίνο. Ευφυής, ορθολογιστής, οξύνους, είχε την ικανότητα να συνδυάζει τα μαθηματικά, τη στατιστική, τη φαντασία και τον κοινό νου, προκειμένου να εξασφαλίζει εφαρμόσιμες και οικονομικές λύσεις. Η διατριβή του, με θέμα τη διάταξη του χώρου στην αρχαία ελληνική πολεοδομία, δημιούργησε μεγάλη αίσθηση παγκοσμίως, καθώς υποστήριξε ότι οι αρχαίοι σχεδίαζαν τα κτίριά τους στον χώρο με βάση προοπτικές μετρήσεις. Ειναι αξιοσημείωτο ,αλλά και παντελώς άγνωστο ,οτι ο αρχιτέκτων και πολεοδόμος ήταν ό πρώτος που έδωσε τόση προσοχή στα στοιχεία και την ενέργεια του χώρου,σε σχέση με ενα οικοδόμημα .Ο ίδιος ερεύνησε και βρήκε μυστικές σχέσεις που κυριαρχούσαν  αφανώς στην αρχιτεκτονική των αρχαίων Ελλήνων,βασισμένες όλες στην αρμονία των αντιθέτων, που με την σειρά της ήταν κάποτε  κοινό γνώρισμα του πνεύματος της ανθρωπότητας .
""Στην Ολυμπία ,ευρισκόμενος κανείς στην κύρια είσοδο της Αλτεως ,στην ΝοτιοΑνατολική γωνιά του αρχαιολογικού χώρου ,το περίγραμμα του λόφου του Κρονίου,στα δεξιά,σχημάτιζε μια απαραίτητη ισορροπία με τον ναό του Διός στα αριστερά''
Στην ουσία βρισκόμαστε μπροστά σε ένα Ελληνικό φένγκ σούι , του οποίου τις νομοτέλειες θέλησε ο μεγάλος αρχιτέκτων να μεταφέρει και στην σύγχρονη επιστήμη.

«Όλοι διαπράττουμε αρχιτεκτονικά εγκλήματα», θα έγραφε το 1971 στο περιοδικό «Ekistics» για να εξηγήσει ότι εκείνη η μικρή κλίμακα των αρχαίων ελληνικών οικισμών αποτελούσε το μέτρο για μιαν αρχιτεκτονική της ανθρώπινης ευτυχίας. «Ως εγκληματίες πρέπει αυτό να το ομολογήσουμε εξαρχής. Δεν κατανοούμε την πόλη και δεν έχουμε την κατάλληλη αρχιτεκτονική για την εποχή μας. Κάποιοι θεωρούν τους αρχιτέκτονες υπεύθυνους γι’ αυτήν την αποτυχία. Έχουν δίκιο, αν σκεφτούμε ότι δεν αναφέρονται σε εξειδικευμένες πλευρές της Αρχιτεκτονικής ή σε όλους τους αρχιτέκτονες, αλλά στον μέσο αρχιτέκτονα, τον ειδικό στην κατασκευή των κελυφών (σ.σ. σπιτιών) τα οποία η ανθρωπότητα έχει απόλυτη ανάγκη».
Ως ορθολογιστής, ήταν και απόλυτα θαρραλέος. Και μέσα από τούτη τη σύμβαση ταλέντου και ειλικρίνειας, γινόταν χαρισματικός και μάγευε τα ακροατήριά του με την άνεση μέσα από την οποία διατύπωνε τις ιδέες του. «Για να καταλάβουμε το παρόν, πρέπει να κοιτάξουμε το παρελθόν», έλεγε και ξανάλεγε Και ιδού το αποτέλεσμα: η οικιστική, η θεωρία που θεμελίωσε και καθιέρωσε, διδάσκεται ακόμα στα πανεπιστήμια.
Στον μικρόκοσμό του ήταν ένας απλός και προσιτός άνθρωπος που αγαπούσε τη σύζυγό του, Έμμα, που λάτρευε τα παιδιά του, την Ευφροσύνη και τον Απόστολο, που του άρεσε να απαγγέλλει ποιήματα του αγαπημένου του Καβάφη (κυρίως το «Περιμένοντας τους Βαρβάρους»), που έβρισκε καταφύγιο στα γουέστερν, στη μουσική του Χατζιδάκι και στο θέατρο. Τα χρήματα δεν τα αγάπησε ποτέ του. Λάτρης της λιτότητας τόσο στη δουλειά του, όσο και στη ζωή του, είχε δυο κοστούμια όλα κι όλα, ενώ έκανε τις μελέτες του χωρίς να πληρώνεται. Σεβόταν πολύ τους παλιούς μαστόρους, λάτρευε το ξύλο και την πέτρα και αξιοποιούσε πάντα τα φυσικά υλικά, που κάθε τόπος διαθέτει. Ακάματος δουλευτής, ξυπνούσε στις έξι το πρωί και συχνά εργαζόταν μέχρι τα ξημερώματα της επόμενης μέρας. Και τον αθλητισμό τον είχε στο αίμα του, καθώς στα νιάτα του υπήρξε σπουδαίο ταλέντο στο άλμα εις ύψος. Από όλη αυτήν την πινακοθήκη των χαρακτηριστικών του, δεν θα μπορούσε να λείψει και η γραφή. Διότι ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης έγραφε μέχρι το τέλος της ζωής του με το πάθος ενός γεννημένου συγγραφέα (άφησε, μάλιστα, και δύο μυθιστορήματα, το «Μια απλή ιστορία» και το «Η πορεία των Λαών»). Πάνω από όλα, ωστόσο, βρισκόταν η Αρχιτεκτονική. Η Αρχιτεκτονική και ο Άνθρωπος.
«Η εντοπία», έλεγε, «πρέπει να μεριμνά για την ευτυχία και την ευημερία του Ανθρώπου. Οφείλει να φροντίζει και τα πέντε στοιχεία του ανθρωπόκοσμου: τη φύση, τον άνθρωπο, την κοινωνία, τα κελύφη και τα δίκτυα. Οφείλει να εξασφαλίζει αυτήν τη σύνθεση». Ο ίδιος την εξασφάλισε σε όλα του σχεδόν τα έργα. Τον Άνθρωπο σκεφτόταν όταν σχεδίαζε κτίρια, οικισμούς και πολιτείες, από τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και το «Απολλώνιο» στο Πόρτο Ράφτη, μέχρι τη Βαγδάτη, την Τέμα της αφρικανικής Γκάνα, το Ισλαμαμπάντ (πρωτεύουσα του Πακιστάν), τον Λίβανο και κάμποσες περιοχές σε μεγάλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών (Μαϊάμι, Ουάσιγκτον, Μπρούκλιν, Ντιτρόιτ), για να αναφέρουμε ένα μονάχα μέρος από τα έργα του που είναι διασκορπισμένα στον κόσμο. Να ήταν άραγε τυχαίο το ότι από το 1954 και μέχρι τον θάνατό του, το 1975, διατελούσε σύμβουλος σαράντα περίπου κυβερνήσεων, καθώς και του ΟΗΕ και της Διεθνούς Τράπεζας, σε θέματα οικιστικής ανασυγκρότησης; Ασφαλώς και όχι: ελάχιστοι είναι οι πολεοδόμοι παγκοσμίως που έχουν να επιδείξουν κάτι τέτοιο στη διάρκεια του εικοστού αιώνα.
 «Ελάχιστοι είναι οι πολεοδόμοι παγκοσμίως, το έργο των οποίων μπορεί να συγκριθεί ως προς τον αριθμό των ρυθμιστικών σχεδίων, ως προς τη διεθνή παρουσία, αλλά και ως προς τη θεματική ποικιλία των μελετών, με αυτό του Κωνσταντίνου Δοξιάδη», γράφει ο Αλέξανδρος-Ανδρέας Κύρτσης στο εισαγωγικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στην έκδοση «Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης, Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί». Φυσικά, στο τέλος δεν απομένουν παρά οι άνθρωποι που γεύονται τα έργα. Και σήμερα είναι εκατομμύρια εκείνοι που περπατούν τις διαδρομές που σχεδίασε το Γραφείο Μελετών Δοξιάδη και τις οποίες διηύθυνε ο ίδιος από το στρατηγείο του στην πλαγιά του Λυκαβηττού.
Στη διάρκεια της τεράστιας πορείας του ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης γνώρισε την αποθέωση, γεύτηκε τον φθόνο, βίωσε τον θαυμασμό και, πάνω από όλα, είδε απλούς ανθρώπους να τον ευγνωμονούν επειδή τους βοήθησε χωρίς αμοιβή. Ο ίδιος, ωστόσο, έλεγε πάντα ότι το καλύτερο κομπλιμέντο για τη δουλειά του το άκουσε από έναν πολύ στενό του φίλο, τον Γιάννη Τσαρούχη. Όταν του έδειξε τα γραφεία, που είχε σχεδιάσει για τον Όμιλο Δοξιάδη, τον ρώτησε πώς του φαινόταν η αρχιτεκτονική του χώρου. «Ποια αρχιτεκτονική;» του είπε ο Τσαρούχης. (δηλαδή ήταν , στα όρια της Τέχνης)
Το πιο εντυπωσιακό μέρος της πορείας του Δοξιάδη έχει να κάνει με το ότι σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, κατά τη δεκαετία του ’50, κατάφερε να ανέλθει στο διεθνές στερέωμα και να παραμείνει σε αυτό ως μια μεγάλη μορφή της ιστορίας της πολεοδομίας. Όταν ξεκίνησε η απογείωση της σταδιοδρομίας του, το 1954, ήταν σαράντα ενός ετών, και μέχρι τον θάνατό του το όνομά του συνδέθηκε με αναρίθμητους οικισμούς και νέες ή παλαιές πόλεις. Τα έργα που σχεδίασε και υλοποίησε αναμόρφωσαν ή έδωσαν ζωή σε μικρότερους οικισμούς, σε κοινότητες και πανεπιστημιουπόλεις, δημιούργησαν πρωτεύουσες και καθόρισαν το μέλλον μεγαλουπόλεων, ενώ είχαν επιπτώσεις με μεγάλο χρονικό βάθος στην εξέλιξη του χώρου περιφερειών σε χώρες διαφορετικών επιπέδων οικονομικής ανάπτυξης ή και του συνόλου του εθνικού γεωγραφικού χώρου αναπτυσσόμενων χωρών. Και ίσως να μην υπάρχει άλλος πολεοδόμος η δουλειά του οποίου να έχει επηρεάσει την ζωή τόσο πολλών ανθρώπων και το μέλλον τόσο πολλών κοινωνιών.)



Κυριακή 12 Ιουνίου 2011

JACQUELINE DE ROMILLY - Η ΕΛΛΗΝΙΔΑ

Η Ζακλίν ντε Ρομιγί (γαλλ. Jacqueline Worms de Romilly, πατρικό Jacqueline David) (26 Μαρτίου 1913 - 18 Δεκεμβρίου 2010) ήταν Γαλλίδα κλασική φιλόλογος και ελληνίστρια. Από τις πλέον εξέχουσες προσωπικότητες στο χώρο των αρχαιοελληνικών σπουδών του εικοστού αιώνα, ήταν η πρώτη γυναίκα καθηγήτρια στο Collège de France και η δεύτερη γυναίκα που ανακηρύχθηκε ισόβιο μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας (Académie Francaise). Είναι διάσημη για τις μελέτες της στην αρχαιοελληνική γραμματεία της κλασικής εποχής και ειδικά στον Θουκυδίδη, καθώς και για το εκτεταμένο έργο της σχετικά με την ιστορία, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας.

Οι πελατειακές σχέσεις πολιτικών και ιδιωτών άρχισαν στον αιώνα του Περικλή.Στρέφει την προσοχή της στους χαλαρής ηθικής πολιτικούς διαδόχους του Περικλή που καταγγέλλει ο Θουκυδίδης. Και µε τους οποίους αρχίζει η πελατειακή σχέση της πολιτικής µε τους ιδιώτες, που ισχύει και σήµερα σε πολλές χώρες.
«Στην πολιτική δεν αρκεί η διαφάνεια χωρίς την αρωγή µίας σθεναρής ηθικής. Μίας ακέραιης εντιµότητας που θα καθοδηγεί τις πολιτικές επιλογές. Κι όταν αυτές οι δύο εκλείψουν, οι συµβουλές αυτών των πολιτικών ανδρών (που τους αποκαλούν δηµαγωγούς) χάνουν κάθε αξία, κάθε διάνοια, κάθε ένδειξη προνοητικότητας. Γιατί θέτουν τις υπηρεσίες τους στα καπρίτσια του λαού».
«Το να µάθεις να σκέφτεσαι, να κρίνεις, να είσαι ακριβολόγος και να ζυγίζεις τις λέξεις σου, να ανταλλάσσεις ιδέες, να ακούς τον άλλον σηµαίνει ότι είσαι ικανός να κάνεις διάλογο. Είναι ο µόνος τρόπος για να µετριάσεις τη βία που ορθώνεται γύρω µας»,
«Οι λέξεις είναι το φρούριο που προφυλάσσει από την κτηνωδία. Οταν δεν γνωρίζουµε, όταν δεν µπορούµε να εκφραστούµε, όταν χειριζόµαστε τα πράγµατα κατά προσέγγιση όπως κάνουν πολλοί νέοι σήµερα, όταν τα λόγια δεν είναι αρκετά για να ακουστούν, όταν ο λόγος δεν είναι επεξεργασµένος επειδή η σκέψη είναι ασαφής, τότε δεν µένει παρά η γροθιά, το ξύλο, η τυφλή βία. Κι αυτη απειλεί να στραγγαλίσει τον δυτικό, ανθρωπιστικό ιδανικό µας κόσµο».
«Δεν κατοικούμε μια χώρα, κατοικούμε μια γλώσσα» έλεγε ο Σιοράν· και αυτό είχε προσπαθήσει να αποδείξει η Ζακλίν ντε Ρομιγύ που κατοίκησε με πάθος την ελληνική γλώσσα. Το έργο της-και ευτυχώς, μεγάλο μέρος του είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά- διαπερνάται από την αγάπη και την εμμονή για την ελληνική γλώσσα.
Στο εντελώς πρόσφατο βιβλίο της Μαθήματα ελληνικών, που στα γαλλικά είχε κυκλοφορήσει το 2008 και στα ελληνικά το 2009 (εκδόσεις Ωκεανίδα) και που η τυφλή πιά Ζακλίν ντε Ρομιγύ είχε γράψει μαζί με τη μαθήτρια της Μονίκ Τρεντέ, η μεγάλη ελληνίστρια μας είχε κάνει μια ένεση αισιοδοξίας.

Εκεί που νομίζαμε ότι τα ελληνικά είχαν πεθάνει, η Ζακλίν ντε Ρομιγύ μας είπε ότι η κρίση των ελληνικών, που είναι ταυτόχρονα και μια κρίση των ανθρωπιστικών σπουδών, θα είναι σύντομη και θα παρέλθει γρήγορα. «Οπως και να ΄χει- και για να παραμείνουμε στην εκπληκτική ιστορία μιας εξελικτικής πορείας που μας οδηγεί από τον 15º αιώνα π.Χ. μέχρι τον 21º- το σίγουρο είναι πως σαστίζει κανείς μπροστά στη δύναμη με την οποία διαδόθηκε η ελληνική γλώσσα μέσα από τόσες κρίσεις και αναγεννήσεις» έγραφε. Σ’αυτό το βιβλίο η Ρομιγύ υποστήριζε και κάτι άλλο πολύ σημαντικό: ότι η ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί μόνο μέσο πρόσβασης στα ίδια τα κείμενα αλλά και το ότι η ποιότητά της διαμόρφωσε την ποιότητα των έργων.
Ο πλανητικός Ελληνισμός ειναι αναπόσπαστα συνδεδεμένος με την Ελληνική γλώσσα και συνεπώς ειναι αδιανόητο να ισχυρίζεται κανείς οτι δύναται ο πλανήτης να  ενοποιηθεί υπο τον κοινό Ελληνικό πολιτισμό χωρίς όλοκληρο να ομιλεί συνάμα και την Ελληνική γλώσσα.
Η ελληνική γλυκύτης ειναι το ακριβώς αντίθετο της φραγκικής βίας .Ο Ελληνισμ� Ελ�α επιβληθεί  μίαν ημέρα επι όλου του πλανήτου μέσω της ελληνικής γλυκύτητας ,όπως η γλυκύτητα του Χριστού. Η ανεξιθρησκεία ,η απλότης ,η ειλικρίνεια , το καλόν κ΄ αγαθόν ,το ακριβώς αντίθετο του πονηρού Σικελού Ελληνος ... Η λέξη κλειδί ειναι ‘πράος’ ,πραότης. Στην πηγή των διαφορετικών αυτών Ελληνικών αξιών υπάρχει μία κοινή διάθεση υποδοχής του άλλου με την πρόθεση να του κάμει  καλό.
Η Ελληνική ‘πραότητα’ μετεδόθει στην Ελληνική Χριστιανική Ορθοδοξία ,όταν η αγάπη για τον άνθρωπο  ,<<η φιλανθρωπία>> , μεταφέρεται στον Θεό με την Χριστιανική λέξη <<αγάπη>>.
Ο εξελληνισμός των Εβραίων υπήρχε ένας πρόσθετος λίθος στην ανέγερση της πυραμίδος του πλανητικού πολιτισμού ,η κορυφή της οποίας ειναι ο Ελληνισμός. Ο Εβραϊσμός υπεχρεώθει να ορίσει τον εαυτό του σε σχέση με τις αξίες του Ελληνισμού. Την ίδια δε στιγμή που ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς  , ως εξελληνισμένος Εβραίος της Αλέξάνδρειας όνομάζει την θεεική αγάπη φιλανθρωπία και χρησιμοποιεί την λέξη πραότητα για τον θεό ,ενεφανίζετο ο Χριστιανισμός .Επιπλέον η λέξη <<συγγνώμη>> διαστέλλεται στην όρθόδοξη λέξη <<άφεσις>>. . Συνεπώς ο Χριστιανισμός δεν ειναι Εβραικός αλλά Ελληνικός και ο Χριστός ενανθρωπίστηκε ως Ελλην ήρωας.
Συνεπώς στο αδιέξοδο της σημερινής παγκοσμοποιήσεως ή άλλως Φραγκοκρατία που μόνιμο χαρακτηριστικό υπήρξε πάντα η βία και ο φανατισμός ειναι φυσικά ο Ελληνισμός. Ακόμη και στο Βυζάντιο το ιδανικό του Ελληνισμού υπήρξε η Ανεξιθρησκεία και η Ειρήνη. Η Ελλάς εγνώρισε την βία  ,αλλά κατεδίκασε την βία . Η λογοτεχνία της εποχής το αποδεικνύει.Ο Ελλην κλαίει με λοιγμούς κατά της μοίρας του ανθρώπου ,ενώ ο Φράγκος χαίρεται στον πόλεμο , τον οποίο το επιδιώκει.Στην Ιλιάδα ο Ζεύς δεν υποστηρίζει τον Αρη, τον θεό του πολέμου. Καμμία Ελληνική πόλη δεν ηθέλησε ποτέ για προστάτη τον Αρη για προστάτη της πόλεως. Ο Παννελληνισμός , η λύση για την ενωμένη Ευρώπη ειναι η λύση για την επιβίωση του πλανήτη.
Ο Πανελληνισμός εθριάμβευσε μόνον όταν αποσυνδέθηκε απο την ιδέα του Ελληνικού κράτους ,ακόμη και όταν κατακτήθηκε απο τους Ρωμαίους. Παννελληνισμός και κράτος ειναι έννοιες ασυμβίβαστες. Επιβίωσε μέσω της Ρωμαικής,Βυζαντινής,Οθωμανικής αυτοκρατορίας , δηλαδή για 2000 χρόνια καθότι δεν υπήρξε Ελληνικό κράτος.Οταν οι αρχαίοι Ελληνες έλεγαν η Ελλάς εννούσαν ο πολιτισμός .Οταν έλεγαν οι βάρβαροι εννούσαν οι μή πολιτισμένοι.
Τα λατινικά δεν επέζησαν και έγιναν μία γλώσσα νεκρή.Οχι όμως τα Ελληνικά.Τα Ελληνικά διαχέουν την καθημερινή μας ζωής  . Θα ήτο βαρβαρότης να αφήναμε μία τόσο καθαρή πηγή να χαθεί στο σκοτάδι. Απο όλα τα δυσάρεστα αποτελέσματα του τυφλού ματεριαλισμού μας,αυτό θα ήτο και το πλέον παράλογο. Ματεριαλισμός λέξη λατινική. Αλλά ιδεαλισμός ,το ιδανικό ,η ιδέα  , λέξεις Ελληνικές.

Η Ελλάδα, ο μύθοι της, οι ήρωές της εξακολουθούν να είναι «στη μόδα»… Και αυτό δεν είναι διόλου παράξενο.  Στο σημείο που μπορεί να νομίσει κανείς ότι όλα τελειώνουν για την ελληνική γλώσσα, εκεί ακριβώς όλα αρχίζουν. «Συνέβη αυτό όταν το Βυζάντιο, τη μόνη ελπίδα που είχε απομείνει για να διατηρηθεί ζωντανή η ελληνική γλώσσα, έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Αντί να πεθάνει η ελληνική γλώσσα μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ήταν ακριβώς τότε που πολλοί Ελληνες της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσαν στην Ευρώπη, εκδηλώθηκαν κάποιες προσπάθειες αναβίωσης των ελληνικών στη Φλωρεντία, άρχισε ο Ερασμος στο Ρότερνταμ να προτρέπει ολόκληρη την Ευρώπη να μάθει ελληνικά, ήρθε και η ανακάλυψη της τυπογραφίας το 1440 και συνέβαλε καθοριστικά όχι μόνο στη διάδοση των γραμμάτων και στην κυκλοφορία των γλωσσών, αλλά και στην εξάπλωση της διδασκαλίας των ελληνικών (…). Και αν νιώθουμε ότι μπαίνουμε σε έναν νέο Μεσαίωνα, αν οι μελετητές των αρχαίων γλωσσών, που αρχίζουν να σπανίζουν πλέον στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, θυμίζουν αναπόφευκτα τους αντιγραφείς του 13ου αιώνα που με τον ζήλο τους κρατούσαν άσβεστη τη φλόγα στα κελιά των μοναστηριών, μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε, καθώς όλα οδεύουν πιο γρήγορα σήμερα από ό,τι στο παρελθόν, ότι η κρίση θα είναι σύντομη και θα παρέλθει γρήγορα».
 Υπάρχει μια σιωπηρή υπόσχεση σε μια διαδικασία φυσιολογικής ανάπτυξης, την οποία εγγυάται η φύση. Πώς εξηγείται όμως το συγκεκριμένο φαινόμενο; Ο πρώτος λόγος που συνέβαλε καταλυτικά στην εξάπλωση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ανά τους αιώνες ήταν η άρρηκτη σχέση η οποία συνέδεσε τη γλώσσα με τη θαυμαστή ακτινοβολία των έργων που γράφηκαν σε αυτήν. Πέρα από το ότι η Ελλάδα επινόησε διαδοχικά όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη, σχεδόν όλους τους μύθους και μεγάλο αριθμό σπουδαίων φιλοσοφικών δογμάτων, η ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί μόνο μέσο πρόσβασης στα ίδια τα κείμενα. Είναι εξίσου αλήθεια ότι το ποιόν της ελληνικής γλώσσας διαμόρφωσε το ποιόν των έργων.
 

Οπως επιχειρεί να δείξει η συγγραφέας σε αυτό το ύστατο εγχειρίδιο ελληνικών με πλήθος παραδειγμάτων, τα λογοτεχνικά έργα επιβλήθηκαν μέσα στους αιώνες ακολουθώντας μια συνεχή ροή από επινοήσεις που επέτρεπαν στη γλώσσα να ανανεώνεται, προσδίδοντάς της μια αίσθηση γλωσσικής έκφρασης η οποία συνδυάζει ακρίβεια και ομορφιά. Εκπλήσσεται κανείς από την ικανότητα της γλώσσας αυτής να εκφράζει τόσες ποιητικές και φιλοσοφικές ανακαλύψεις. Το πυκνό αισχύλειο ύφος συνοδεύεται από υποβλητικές παρομοιώσεις και επινοήσεις λέξεων σπάνιας τόλμης: «αργυραμοιβός σωμάτων» ήταν ο θεός του πολέμου Αρης, σαν μικροτραπεζίτης που αντάλλασσε τους νεκρούς όπως ανταλλάσσουμε νομίσματα. Η ευρηματικότητα συνεχίζεται όταν αποκαλεί την ωραία Ελένη «πολυλάνωρ», δηλαδή γυναίκα με πολλούς άντρες, ενώ για το όνομά της σχολιάζει ότι Ελένη σημαίνει «ελένας» (από το ελείν και ναυς), «αυτή που ρημάζει τα καράβια» (Καραβοπνίχτρα). Μάλιστα, η ευφάνταστη υβριστική έκφραση του Αριστοφάνη «κρουνοχυτρολήραιον ει»- λέξη που κατασκεύασε ο ποιητής από τον κρουνό (πηγή), τον χύτρο (τσουκάλι) και το ληρέω (μωρολογώ), για να πει «είσαι ανόητος πολυλογάς»- έχει επιβιώσει, κάτι που πιθανότατα γνώριζε η Ρομιγύ αλλά όχι οι αναγνώστες της, παραλλαγμένη ως τις μέρες μας: «είσαι κρασοκανάτας». ΄
Τα πράγματα σοβαρεύουν όταν έχουμε τη δημιουργία λέξεων ή παραγώγων που επιτρέπουν ακριβέστερη νοηματοδότηση σε ιδέες και νοήματα.
«Σήμερα είμαστε σε θέση να αποτιμήσουμε το μέγεθος της αθηναϊκής ευρηματικότητας η οποία, ακριβώς στο κατώφλι του 5ου αιώνα π.Χ., δημιούργησε εντελώς συνειδητά τη λέξη «δημοκρατία». Ο όρος επινοήθηκε ταυτόχρονα με το πολιτικό σύστημα που περιέγραφε και που ίδρυσαν τότε οι Αθηναίοι» .
Την ίδια εποχή γίνεται η διάκριση μεταξύ «ηγεμονίας» και «αυτοκρατορίας», δημοκρατίας και δημαγωγίας, ταξινομούνται οι διάφορες μορφές συγκρότησης μιας πολιτείας.
«Ολα αυτά εγγράφονται στον 5ο αιώνα, στον αιώνα της αθηναϊκής ακτινοβολίας, αλλά εγγράφονται πλέον και στις οριστικές κατακτήσεις του πνεύματος και της γλώσσας».
Η επινόηση λέξεων και ο εμπλουτισμός του λεξιλογίου πήγαιναν μαζί με την εκλέπτυνση της πολιτικής ανάλυσης. Και παρ΄ όλο που η ελληνική θεωρείται σήμερα νεκρή γλώσσα, μια πλειάδα λέξεων που κατασκευάζονται στη Δύση για να προσδιορίσουν νέες πραγματικότητες είναι ελληνικές- το τηλέφωνο, ο φιλοτελισμός, η ψυχανάλυση. Ακόμη και το όνομα Ευρώπη είναι ελληνικό. Ανήκει στην πριγκίπισσα που ερωτεύεται ο Δίας όταν τη βλέπει να παίζει με τις φίλες της στην παραλία της Σιδώνας.
«Είτε μιλάμε για γλώσσα είτε για λογοτεχνία ή για τέχνη, η ελληνική κληρονομιά δεν είναι απλώς μια κληρονομιά κοινή σε όλους τους λαούς της Ευρώπης»
 «Είναι ο αρχικός πυρήνας, η “μαγιά” θα λέγαμε της Ευρώπης».
Και ακόμη παραπέρα: με τρόπο σταθερό και επίμονο, μέσα από την αρχαία τραγωδία ή την πολιτική επιστήμη, τη μυθολογία ή την ιστορία, το ελληνικό πνεύμα επικεντρώθηκε στην «ανθρώπινη κατάσταση» και όχι στις ιδιαιτερότητες του «ιδιωτεύοντος» ανθρώπου.
«Είναι σίγουρο ότι οι Ελληνες και βίαιοι ήταν, και πολέμους, ακόμα και εμφύλιους, έκαναν. Αυτά είναι τα γεγονότα. Αλλά, όμως, υπάρχουν και τα κείμενα. Κι αυτά εκφράζουν ομόθυμα την άποψη ότι είναι φοβερό να ζει κανείς μέσα στη βία, ότι πρέπει να την ελαττώσουν και να τη σταματήσουν. Ολα τα αρχαία ελληνικά κείμενα που μας έχουν παραδοθεί καταδικάζουν τον πόλεμο με τέτοια δύναμη που παραμένουν μέχρι σήμερα πρότυπα» .
Για αυτόν τον λόγο έμαθε ελληνικά ο Λουκιανός από τα Σαμόσατα της Συρίας τον 2ο αιώνα μ.Χ., και έγινε τόσο διάσημος συγγραφέας που ενέπνευσε τον Ερασμο στο Ρότερνταμ, τον 15ο αιώνα, ο οποίος βοηθάει τώρα με τη σειρά του τους νεαρούς απογόνους των Γαλατών χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα του να ανακαλύψουν την ελληνική γλώσσα.

Τρίτη 31 Μαΐου 2011

ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ - Ο ΑΝΑΡΧΙΚΟΣ


Ο Διογένης ο «Κυνικός» (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας. Σύμφωνα με έναν θρύλο, γεννήθηκε την ημέρα που πέθανε ο Σωκράτης.
Λέγεται ότι οι Σινωπείς τον εξόρισαν γιατί παραχάραξε το τοπικό νόμισμα. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι ακολούθησε στην εξορία τον πατέρα του Ικεσία, επόπτη του νομισματοκοπείου της Σινώπης, όταν αυτός κατηγορήθηκε σαν παραχαράκτης. Ο Διογένης λόγω της εξορίας, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370 π.Χ. Συνήθως, τα καλοκαίρια έμενε στην Κόρινθο και τους χειμώνες στην Αθήνα.

Πολύ γρήγορα εντυπωσιάστηκε από τη διδασκαλία του Αντισθένη, ένας από τους πιο διαπρεπείς μαθητές του Σωκράτη και ζήτησε να γίνει μαθητής του. Λέγεται, ότι εμφανίστηκε μπροστά στον Αντισθένη, σαν τραπεζίτης, παρακαλώντας τον να τον δεχθεί ως μαθητή του. Ο Αντισθένης, φυσικά, αρνήθηκε να διδάξει έναν τραπεζίτη. Ο Διογένης επέμενε για πολύ καιρό. Ο Αντισθένης αποφάσισε να τον δεχθεί μόνο όταν τον είδε να είναι ντυμένος με κουρέλια, να κοιμάται στο χώμα και στις λάσπες, και να περιπλανιέται ζητιανεύοντας μαζί με τους άλλους ζητιάνους. Σύντομα ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του, όχι μόνο σε φήμη, αλλά και στην αυστηρότητα του τρόπου ζωής. Θεωρείται το αρχέτυπο των Κυνικών, και μάλιστα πολλοί του αποδίδουν την καθιέρωση του Κυνικού τρόπου ζωής, αν και ο ίδιος αναγνωρίζει το χρέος του στον Αντισθένη. Η κυνική φιλοσοφία λέγεται έτσι γιατί οι κυνικοί είχαν ως έμβλημά τους τον Κύων (τον σκύλο) και έλεγαν «εμείς διαφέρουμε από τους άλλους σκύλους διότι εμείς δεν δαγκώνουμε τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουμε». Οι κυνικοί φιλόσοφοι πρέσβευαν την απόλυτη αμφισβήτηση των πάντων, απέρριπταν κάθε εξουσία και ήθελαν την απόλυτη ελευθερία του ανθρώπου.
Ο Διογένης δεν συγκρότησε ένα θεωρητικό σύστημα αξιών, αλλά με τις πράξεις του γελοιοποίησε, εξευτέλισε κυριολεκτικά τις κυρίαρχες κοινωνικές συμβάσεις, σε σημείο που δύσκολα θα έφτανε και ο πιο ριζοσπαστικός αναρχικός της εποχής μας. Το έδαφος είχε ήδη προλειάνει ο Αντισθένης, ο οποίος κήρυττε δημοσίως ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει κυβέρνηση, ατομική ιδιοκτησία, επίσημη θρησκεία, γάμος. Απέρριψε τη φήμη και τις τιμές, αλλά η επίδειξη του ασκητισμού του ήταν τόσο καινούργια για τους Έλληνες ώστε προσήλκυσε μεγάλη προσοχή και πολλοί έφτασαν να τον θεωρούν εξαιρετικά σοφό.
Ο Διογένης έθιξε αποκλειστικά κοινωνικά και ηθικά προβλήματα. Η διδασκαλία του ήταν ουσιαστικά επαναστατική και ανατρεπτική για την τάξη που επικρατούσε τότε. Προσπάθησε με τα επιχειρήματα του, να αλλάξει την ανθρώπινη κοινωνία που είχε διαφθαρεί. Αυτό κατά την γνώμη του θα γινόταν δυνατό, αν ο άνθρωπος επέστρεφε στην φύση. Πίστευε δηλαδή πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί να την εξασφαλίσει. Υπήρξε είρωνας καυστικότατος και ονειδιστείς των ανθρώπινων αδυναμιών, προπάντων δε της ματαιοδοξίας και της υπεροψίας. Τρεφόταν μόνο από προσφορές των θαυμαστών του. Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μεγάλο κατάλογο από έργα του Διογένη του Κύνου από τα οποία σώζονται αρκετά δυστυχώς όχι στη Ελληνική.
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες. Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Η παράδοση στις σωματικές απολαύσεις συνιστά αδυναμία αλλά και αδικία. Στον ευτραφή ρήτορα Αναξιμένη έλεγε σαρκαστικά ο Διογένης: «Αναξιμένη, δώσε λίγη κοιλιά και στους φτωχούς».
Ο Διογένης και οι μεταγενέστεροί του Κυνικοί απορρίπτουν ό,τι σηματοδοτεί τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Νόμος δεν έχει καμία απολύτως αξία απέναντι στη φύση, διότι οι νόμοι είναι ανθρώπινα έργα και διαφέρουν από χώρα σε χώρα, επομένως δεν έχουν αντικειμενικό κύρος και είναι ανάξιοι σεβασμού. Για τον λόγο αυτό, ακριβώς, κανένα δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να κρίνει τις πράξεις κάποιου, ούτε και οποιαδήποτε εξουσία έχει το δικαίωμα να καθορίζει τη ζωή των ανθρώπων.
Χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και το λογοπαίγνιο ως μέσο για τα διδάγματά του. Πίστευε πως η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη φυσική ζωή και πως μόνο με την αυτάρκεια, την λιτότητα, την αυτογνωσία και την άσκηση μπορεί κανείς να την εξασφαλίσει.Εφαρμόζοντας στην πράξη τις αρχές του κυκλοφορούσε στην Αθήνα ξυπόλυτος, φορώντας χειμώνα καλοκαίρι το ίδιο ρούχο και μόνο στα μεγάλα κρύα δανειζόταν από κάποιο φίλο του ένα μανδύα και είχε στην πλάτη του ένα σακούλι όπου έβαζε τίποτε τρόφιμα και ένα τάσι για να πίνει νερό. Κοιμόταν χωρίς να μεταχειρίζεται στρωσίδια μέσα σε ένα…πιθάρι, με φύλακες τα σκυλιά του, που άλλοτε το κυλούσε στη Βασίλειο Στοά κι άλλοτε στο Μητρώο, κάτω από την Ακρόπολη, αποδεικνύοντας, έτσι, πως και το σπίτι ακόμα ήταν κάτι το περιττό. Απέρριπτε την πολυθεΐα και τις θρησκευτικές λατρείες, ως αυθαίρετους ανθρώπινους θεσμούς.
Περιγελούσε τους ρήτορες που στους λόγους των έκαναν πολύ θόρυβο περί δικαιοσύνης αλλά ουδέποτε την εφάρμοσαν στη ζωή τους. Έλεγε ότι οι άνθρωποι αγωνίζονται να ξεπεράσουν ο ένας τον άλλο σε υλικά αποκτήματα, αλλά κανένας δεν αγωνίζεται να γίνει καλύτερος και αληθινός.
Δε δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του ως «πολίτη του κόσμου» (κοσμοπολίτης).Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη, για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία. Τη σκέψη του την απασχολούσαν αποκλειστικά τα ηθικοκοινωνικά προβλήματα, η δε διδασκαλία του, ουσιαστικά, ήταν επαναστατική και ανατρεπτική της υφισταμένης τάξεως. Γι’ αυτό όταν ένας νεαρός του έσπασε το πιθάρι, μαστίγωσαν τον νεαρό και του έδωσαν άλλο.
Σ’ ένα ταξίδι του στην Αίγινα, ο Διογένης συνελήφθη από πειρατές και στάλθηκε στην Κρήτη όπου και εκτέθηκε για πώληση. Ο Ξενιάδης, εντυπωσιασμένος από το πνεύμα του Διογένη, τον αγόρασε παίρνοντάς τον μαζί του στην Κόρινθο. Εκεί του εμπιστεύτηκε το νοικοκυριό του και του ανέθεσε την ανατροφή των δύο γιων του. Ο Διογένης φέρεται να είπε στον Ξενιάδη, «Πρέπει να με υπακούεις, παρόλο που είμαι σκλάβος· διότι εάν ο γιατρός ή ο καπετάνιος πλοίου βρίσκονταν υπό δουλεία, θα υπακούονταν».
Ο Διογένης εκτελούσε τα καινούργια του καθήκοντα με τέτοια επιτυχία που ο Ξενιάδης συνήθιζε να λέει στους γύρω του, «Ένας έντιμος μεγαλοφυής μπήκε στο σπίτι μου.» Ο Εύβουλος, στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η πώληση του Διογένη», μας περιγράφει πώς ο Κυνικός φιλόσοφος διαπαιδαγωγούσε τους γιους του Ξενιάδη. Τους μάθαινε ν’ αποστηθίζουν πολλά χωρία από ποιητές, ιστορικούς και από τα κείμενα του ίδιου του Διογένη. Τους ασκούσε με κάθε τρόπο στο ν’ αποκτήσουν καλή μνήμη. Στο σπίτι τους μάθαινε να αυτοεξυπηρετούνται και να είναι ευχαριστημένοι με λιτό φαγητό και νερό. Τους μάθαινε να κόβουν τα μαλλιά τους κοντά και να μην τα στολίζουν, να σκεπάζονται με ελαφρά σκεπάσματα, να περπατούν ξυπόλητοι, σιωπηλοί, χωρίς να κοιτάζουν γύρω τους στους δρόμους. Τα παιδιά έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για το Διογένη και ζητούσαν χάρες από τους γονείς τους γι’ αυτόν. Επιπλέον ο Διογένης τους δίδαξε ιππασία, σκοποβολή, σφαιροβολία, και ακοντισμό. Αργότερα, όταν έφτασαν σε ηλικία για το σχολείο της παλαίστρας, δεν επέτρεπε στο δάσκαλο να τους δώσει πλήρη αθλητική εκπαίδευση, αλλά μόνο τόση ώστε να τους κρατάει σε καλή φυσική κατάσταση.

Στην Κόρινθο ο Διογένης έζησε το υπόλοιπο της ζωής του, την οποία αφιέρωσε αποκλειστικά στο να κηρύττει τα δόγματα της ενάρετης αυτοκυριαρχίας. Στα Ίσθμια (μια από τις τέσσερις μεγάλες πανελλήνιες γιορτές του αρχαίου κόσμου) δίδασκε σε μεγάλα ακροατήρια που στράφηκαν προς αυτόν μετά το θάνατο του Αντισθένη.
Ο Διογένης, είχε παντού εχθρούς ή φίλους που διασκέδαζαν μαζί του, εμπαίζοντάς τον, εξορίστηκε από την πατρίδα του, πουλήθηκε ως δούλος, κέρδισε την ελευθερία του, γνώρισε όλες τις πτυχές της ζωής αφού έγινε απο τραπεζίτης μέχρι ζητιάνος, και από φιλόσοφος μέχρι σκύλος (ζώντας σκυλίσια ζωή), στο τέλος κοιμόταν μέσα σε ένα μεγάλο πιθάρι. Δήλωνε ότι ήταν εναντίον του πολιτισμού, αφού «Οι άνθρωποι είναι ζώα και τα ζώα δεν έχουν πολιτισμό, έχουν μόνο φυσικές ανάγκες, αλλά ας γίνουν τα ζώα πρώτα άνθρωποι και έπειτα ας κάνουν και πολιτισμό, πράγμα δύσκολο, αφού μέχρι στιγμής δεν υπάρχει πουθενά, εκτός εάν μιλάμε για χρήματα, για πόλεμο και για θεάματα».
Πολλοί γελούσαν μαζί του επειδή κοιμόταν στο πιθάρι του κι εκείνος γελούσε μαζί τους επειδή δεν χωρούσαν στο πιθάρι του, γιατί ήταν χοντροί. «Η φιλοσοφία δεν έχει σπίτι» έλεγε, «γιατί είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει σε κανένα σπίτι και μπορεί να έχει σαν στέγη της μόνο τον ουρανό».
Έχοντας διαπιστώσει ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα ζώο, ο Διογένης έκανε την ανάγκη του δημοσίως, και έλεγε ότι απολύτως καμία σωματική ανάγκη δεν θα έπρεπε να θεωρείται ανήθικη ή πρόστυχη αφού η φύση την δημιουργεί. Ο Διογένης, επίσης, αυνανιζόταν δημοσίως, κατά προτίμηση στην αγορά.

Για το θάνατο του Διογένη υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για το χρόνο ούτε για τον τρόπο του θανάτου του. Πιστεύεται ότι ο Διογένης πέθανε 323 π.Χ στην Κόρινθο πολύ γέρος και κατά την παράδοση την ίδια μέρα που πέθανε στη Βαβυλώνα ο Αλέξανδρος. Οι Κορίνθιοι του έκαναν μεγαλοπρεπή κηδεία και στον τάφο του έστησαν μαρμάρινο κίονα, πάνω στον οποίο έστεκε καμαρωτός ένας σκύλος από μάρμαρο της Πάρου (κύνα). Λέγεται ότι είχε προκύψει διαμάχη μεταξύ των μαθητών του για το ποιος θα τον θάψει. Τελικά, με εισήγηση ανδρών επιρροής, θάφτηκε από τους γιους του Ξενιάδη. Στη συνέχεια συμπατριώτες του από τη Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγαντιαία κολόνα με το σκύλο, πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμη και το χαλκό να παλιώνει· αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο ενάρετο μονοπάτι της ζωής».
Ο Διογένης άφησε πίσω του μαθητές που ακολούθησαν τον ίδιο τρόπο ζωής και καυτηρίασαν έμπρακτα την αφύσικη και τεχνητή ζωή του πολιτισμού. Από τους πιο γνωστούς συνεχιστές του είναι ο Κράτης o Θηβαίος, που έζησε ως επαίτης, έχοντας μάλιστα στο πλευρό του την Ιππαρχία, κοπέλα από αρχοντική οικογένεια και αδελφή του επίσης Κυνικού Μητροκλή.

Ο Διογένης ο Λαέρτιος παραθέτει μακρότατο κατάλογο των έργων του φιλοσόφου, από τα οποία όμως τίποτα δεν διασώθηκε. Ο ίδιος συνέλεξε αποφθέγματα, ανέκδοτα και λεπτομέρειες από το βίο του μεγάλου κυνικού. Πολλά όμως απ’ αυτά όμως, ίσως και να είναι επινοήματα των μεταγενεστέρων θαυμαστών του. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:
  • Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε, «Δεν έχει σημασία γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται». Ο Ξενιάδης, πλούσιος, αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του λέει «αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πώ;». Ο Διογένης με λογοπαίγνιο απαντά «ανθρώπων άρχειν» και συμπλήρωσε «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δεσπότη». Το λογοπαίγνιο αυτό, ενός δούλου που δήλωνε «άρχειν ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης. «Διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές». Ο Ξενιάδης ανάθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστειο της Κορίνθου.
  • Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί, όπως είπε, «τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
  • Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο, ήθελε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να βρει τον Διογένη που ήταν στο Κράθειο και να του τον παρουσιάσει. Αφού ο υπασπιστής τον εντόπισε, του είπε: «Σε ζητεί ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δεί». Ο Διογένης απάντησε «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και πράγματι, ο βασιλεύς Αλέξανδρος πήγε να δεί τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει «Είμαι ο Βασιλεύς Αλέξανδρος». Ο Διογένης ατάραχος απαντά «Και γώ είμαι ο Διογένης ο Κύων».Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέγει «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντάει «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;». Ο Αλέξανδρος μένει σκέπτικος. Δεν μπορεί ένας βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ερωτεί εκ νέου «Τί χάρη θές να σου κάνω;» και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά «Αποσκότησων με». Βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια. Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί εώς «Σταμάτα να μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκετε στη λιτότητα, στη ζεσταςιά του ήλιου και δεν ζητεί τίποτα από τα υλικά πλούτη. Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος είπε το περίφημο: «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης».
  • Ο Πλάτων τιμούσε τον Διογένη, που τον ονόμαζε «Σωκράτη μαινόμενο», εκείνος όμως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη τον ιδρυτή της Ακαδημίας και δεν άφηνε ευκαιρία να τον ειρωνεύεται. Όταν ο Πλάτων διατύπωσε τον γνωστό ορισμό για τον άνθρωπο: «Ζώον δίπουν άπτερον» (ζώο με δύο πόδια και χωρίς φτερά) ο Διογένης μάδησε ένα πετεινό και τον παρουσίασε στην αγορά λέγοντας «Ιδού ο άνθρωπος του Πλάτωνος» κι αυτός τότε συμπλήρωσε τον ορισμό με το «και πλατώνυχον».
  • Μια μέρα μπήκε στο πλουσιόσπιτο του Πλάτωνα και με τα ξυπόλυτα (και βρώμικα) πόδια του πατούσε στα χαλιά λέγοντας «πατώ τον του Πλάτωνος τύφον (ματαιοδοξία)».
  • Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας: «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δε θα ‘τρωγες τώρα ελιές». Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες ελιές δε θα χρειαζόταν να πάς στον Διονύσιο» (Σημείωση: Ο Διονύσιος ήταν τύραννος των Συρακουσών ο δε Πλάτων πήγε κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
  • Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιάς κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει. Ξέρει ο Διογένης ότι ο Διδύμων είναι τύπος ερωτίλος, κοινώς γυναικάς. Και του λέει «Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, πειράξεις την κόρην».
  • Είναι ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυνθεί πρίν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», και δεν προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ερωτεί «Οι εδώ λουόμενοι, που πλένονται κατόπιν;».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε που είδε ενάρετους (σύμφωνα με τις αρχές του) άντρες, αποκρίθηκε, «Άντρες πουθενά, στην Σπάρτη όμως, είδα παιδιά».
  • Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο, με τον δικό του, ιδιότυπο τρόπο: Οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω κάτω!
  • Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο ή σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της οικίας του το εξής ρητό. «Μηδέν εισίτω κακόν» ( Να μην μπει κανένα κακό). Και ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: «Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;».
  • Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια, του συκοφάντη, και ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
  • Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, τους επέπληξε λέγοντας, «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα για ν’ ακούσετε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
  • Όταν κάποιος του είπε, «οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν, «πολύ πιθανόν οι γάιδαροι να γελούν μ’ αυτούς· αλλά όπως δεν τους νοιάζει για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
  • Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκκαλα. Μετά όταν τον συνάντησε τον Διογένη τον ρώτησε: «Σου άρεσε Κύων το δώρο μου;». Και ο Διογένης του απάντησε «Το έδεσμα ήταν άξιο για κύων, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
  • Όταν από τα βάθη της Ασίας ο Αλέξανδρος έστειλε στον τοποτηρητή του Αντίπατρο μήνυμα με κάποιον αγγελιοφόρο, που λεγόταν Αθλίας, ο Διογένης σχολίασε: «Αθλίας παρ΄αθλίου δι΄αθλίου προς άθλιον» (Ο άθλιος στέλνει άθλια επιστολή με τον Άθλιο προς ένα άθλιο).
  • Τον ρώτησε κάποιος τύραννος ποιος είναι ο καλύτερος χαλκός για να χυτευθεί ένα άγαλμά του και ο Διογένης του είπε «ο δι΄ου Αρμόδιος και Αριστογείτων εχυτεύθησαν» (δηλαδή ο χαλκός από τον οποίο γίνανε τα αγάλματα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα – των τυραννοκτόνων).
  • Μια μέρα, παρατήρησε μια τοιχογραφία που εικόνιζε δύο κενταύρους, πανάθλια ζωγραφισμένος και ρώτησε : «Πότερος τούτων Χείρων εστί;», λογοπαικτώντας με το επίθετο χείρων (= χειρότερος) και το όνομα του γνωστού κενταύρου Χείρωνα.
  • Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, στο τέλος, θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
  • Μια μέρα παρακολουθούσε μουσική παράσταση κιθάρας. Ο κιθαρωδός ήταν κάποιος ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι «γιατί;», εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ών κιθαρωδεί και ου ληστεύει!» (Επειδή, παρά το μέγεθος του, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
  • Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε, «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
  • Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδωρώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν», δηλαδή «Δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο».
  • Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς η Κορινθία. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της» ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθια της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη. Ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη, και πάμπλουτη. Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιώτερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη γνωρίσουν (με τη βιβλική σημασία του ρήματος). Ανάμεσα στους «πελάτες» της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτής της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαϊς δεν τον αγαπάει, αυτός απάντησε «Και τα ψάρια και το κρασί δε μ΄αγαπάνε αλλά εγώ τα απολαμβάνω». Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαϊδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε «ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν», δηλαδή δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανοιώσω. Η Λαΐς, μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε και αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της, δωρεάν. Ο Διογένης, τι είχε να χάσει, συμφώνησε. Η Λαΐς όμως τον υποδέχτηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της βρισκόταν μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του υποσχέθηκε η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος της ανταπέδωσε τα ίσα, λέγοντας «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (δηλαδή, στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
  • Μια φορά ο Διογένης ο Κυνικός βρέθηκε σε μια συντροφιά όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε «Κουράγιο φίλοι, βλέπω στεριά».
  • Όταν ο κυνικός φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
  • Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του απαντά: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
  • Μια φορά άναψε, μέρα μεσημέρι, έναν λύχνο και κρατώντας τον, γύριζε στης αγοράς τους δρόμους. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
  • Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα στο πλήθος, που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα, και σαν τον ρώτησαν, γιατί πάει αντίθετα, απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
  • Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε, καθώς λένε, το κύπελλο, με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνόντας «παιδίον μ νενίκηκεν ετελεία!» (ένα παιδί με ξεπέρασε στην απλότητα).
  • Ο Διογένης, κάποτε, στέκονταν εμπρός από ένα άγαλμα ζητώντας…ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «μελετ ποτυγχάνειν» (μελετώ την αποτυχία).
  • Έλεγε ο Διογένης, πως, όταν πεθάνει, θέλει να τον θάψουν μπρούμητα. Τον ρώτησαν γιατί, κι εκείνος απάντησε: «γιατί σε λίγο θα’ ρθουν τα πάνω-κάτω».
  • Σε κάποιον που του υπενθύμισε χλευαστικά μια παλαιότερη παρανομία του (παραχάραξη νομίσματος, για την οποία οι συμπολίτες του τον εκδίωξαν από την Σινώπη), ο κυνικός φιλόσοφος δήλωσε «κάποτε ήμουν τέτοιος που εσύ είσαι τώρα, τέτοιος όμως που είμαι εγώ, εσύ δεν θα γίνεις ποτέ». Όταν οι Αθηναίοι τον κορόιδευαν για τον ίδιο λόγο, λέγοντας πώς οι Συνωπείς τον είχανε εξορίσει αυτός με αστεϊσμό απαντούσε «κι εγώ τους καταδίκασα να μείνουν εκεί».
  • Ο Διογένης βγήκε μια μέρα στην αγορά και άρχισε να φωνάζει:«Ε, άνθρωποι που είστε;». Σαν μαζεύτηκαν κάμποσοι, τότε άρχισε να τους κυνηγά και να τους χτυπά με το ραβδί του, λέγοντάς τους: «Ανθρώπους κάλεσα, όχι παλιάνθρωπους».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε «Αν πεθάνεις, ποιος θα φροντίσει την κηδεία σου;», είπε «Αυτός που θα θέλει το σπίτι μου».
  • Βλέποντας κάποτε ο Διογένης μια θρησκόληπτη γυναίκα να σκύβει βαθιά στα αγάλματα των θεών, της είπε «Δε φοβάσαι καλή μου γυναίκα, μήπως κανένας θεός από πίσω σου σε δει σε άσεμνη στάση;».
  • Όταν ο Διογένης αιχμαλωτίστηκε στη μάχη τις Χαιρώνειας και οδηγήθηκε μπροστά στον Φίλιππο, ρωτήθηκε ποιος είναι, και απάντησε, «κατάσκοπος τις απληστίας σου».
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πότε πρέπει να παντρεύεται κάποιος, είπε, «Τους μεν νέους μηδέπω (όχι ακόμα), τους δε πρεσβυτέρους μηδέπωποτε (ποτέ)».
  • Σε κάποιο δείπνο κάποιοι του έριχναν (του Διογένη) κόκκαλα σαν σε σκύλο, τότε εκείνος σηκώθηκε και τους κατούρησε σαν σκύλος.
  • Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε γιατί οι άνθρωποι ελεούν τους ζητιάνους αλλά όχι τους φιλοσόφους, είπε, «γιατί κουτσοί και τυφλοί υπάρχει περίπτωση να γίνουν, φιλόσοφοι όμως αποκλείεται».
  • Ο Διογένης παρουσιάστηκε σε μια ομιλία του ρήτορα Αναξιμένη κρατώντας ένα παστό ψάρι και απέσπασε την προσοχή των ακροατών, ο ρήτορας αγανάκτησε και ο Διογένης είπε, «Ένα τιποτένιο ψάρι διέλυσε την ομιλία του Αναξιμένη».
  • Όταν κατηγόρησαν τον Διογένη ότι τα πίνει στο καπηλειό, απάντησε «και στο κουρείο, κουρεύομαι».
  • Ο Διογένης όταν είδε θηλυπρεπή νέο, του είπε «δεν ντρέπεσαι, να έχεις για τον εαυτό σου χειρότερη γνώμη απ’ αυτή που έχει η φύση; Αυτή σε έκανε άντρα κι εσύ αναγκάζεις τον εαυτό σου να γίνει γυναίκα».
  • Κάποτε όταν τον ειρωνεύτηκαν πως μπαίνει σε ακάθαρτους χώρους, ο Διογένης, σε απάντηση, τους είπε: «Αλλά και ήλιος και ου μιαίνεται», δηλαδή: «Κι ο ήλιος μπαίνει σε ακάθαρτους τόπους, αλλά δεν μολύνεται από αυτούς».
  • Ο Διογένης συχνά αυνανιζόταν δημοσίως μπροστά στο πλήθος που μαζευόταν γύρω από το πιθάρι του. Όταν κάποτε ένας παριστάμενος τον ερώτησε εάν δεν ντρέπεται, αυτός του απάντησε «Είθε και την κοιλίαν ην παρατρίψαντα και μη πεινήν» (μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου).
  • Βλέποντας ο Διογένης, Μεγαρίτες να χτίζουν μεγάλα τείχη, τους είπε «Μην έχετε έγνοια πόσο μεγάλα θα είναι τα τείχη αλλά πόσο μεγάλοι θα είναι εκείνοι που θα σταθούν επάνω σε αυτά».
  • Ρώτησαν κάποτε τον Διογένη, πια στάση πρέπει να κρατά κάποιος απέναντι στην εξουσία απάντησε: «Όποια και απέναντι στην φωτιά: να μην στέκεται ούτε πολύ κοντά, για να μην καεί, ούτε πολύ μακριά για να μην ξεπαγιάσει».
  • Ο Διογένης, κουβαλούσε μαζί του ό,τι είχε. Σ’ ένα σακούλι είχε συνήθως ψωμί και ελιές. Μια μέρα λοιπόν κάθεται στο μέσο της Αγοράς, ανοίγει το σακούλι του και αρχίζει να τρώει. «Καλά, τι ώρα είναι αυτή που τρως;» τον ρωτάει κάποιος. Κι ο Διογένης ετοιμόλογος του απάντησε: «Οι πλούσιοι τρώνε όταν θέλουνε, εγώ ο φτωχός, όταν πεινώ!».
  • Βλέποντας μιά ημέρα τους αξιωματούχους να οδηγούν στη φυλακή κάποιο ταμία, που είχε κλέψει ένα κύπελο είπε: «Οι μεγάλοι κλέπται τον μικρόν άγουσι».
  • Για τις αναθηματικές επιγραφές πιστών που σώθηκαν χάρη σε μια θεότητα, έλεγε «Θα ήταν πολύ περισσότερες, αν και εκείνοι που δεν είχαν σωθεί, είχαν κάνει αφιερώσεις».
  • Βλέποντας κάποτε έναν ολυμπιονίκη να νέμει τα πρόβατά του, στάθηκε και του είπε: «Ω, βέλτιστε, ταχέως μετέβης από των Ολυμπίων επί τα Νέμεα».

Αποφθέγματα του Διογένη
* Η ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΚΩΝ.
* ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΑ ΑΠΛΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΑΝΟΙΧΤΑ.
* ΤΑ ΑΞΙΟΛΟΓΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΤΟΥΝ ΜΕ ΑΣΗΜΑΝΤΑ ΠΟΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ.
* ΜΕΤΑΞΥ ΦΙΛΩΝ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΑ.
* ΣΤΗΝ ΤΥΧΗ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΕΚΕΣΑΙ ΜΕ ΤΟ ΘΑΡΡΟΣ, ΣΤΟΝ ΝΟΜΟ ΜΕ ΤΗ ΦΥΣΗ, ΣΤΑ ΠΑΘΗ ΜΕ ΤΗ ΛΟΓΙΚΗ.
* Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΣΥΣΤΑΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ.
* ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΩΜΑΤΑ ΘΕΩΝ.
* Ο ΕΡΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΣΧΟΛΙΑ ΑΡΓΟΣΧΟΛΩΝ.
* ΑΘΛΙΟΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΦΤΩΧΟΣ ΓΕΡΟΣ.
* ΑΠ’ ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΘΗΡΙΑ ΤΟ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΔΑΓΚΩΜΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ, ΑΠΟ ΤΑ ΗΜΕΡΑ Ο ΚΟΛΑΚΑΣ.
* Η ΚΟΙΛΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΑΡΥΒΔΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.
* Η ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ, ΑΛΛΑ ΤΟ ΝΑ ΖΕΙΣ ΚΑΚΑ.
* ΟΙ ΟΜΟΡΦΕΣ ΕΤΑΙΡΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΟ ΠΙΟΤΟ.
* ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙΣ ΟΤΙΔΗΠΟΤΕ ΣΟΥ ΤΥΧΕΙ.
* Ο ΗΛΙΟΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΠΑΤΟΥΣ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΜΟΛΥΝΕΤΑΙ.
* ΟΙ ΔΟΥΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΙΣΧΡΟΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΘΥΜΙΕΣ ΤΟΥΣ.
* ΟΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΑΝΤΛΟΥΝ ΤΗΝ ΗΔΟΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΤΥΧΙΑ.
* Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟΣ ΓΙΑΤΙ ΟΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΜΕ.
* Η ΜΟΡΦΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΕΣΗ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΤΩΧΟΥΣ ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ ΣΤΟΛΙΔΙ.
* Η ΑΣΚΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΨΥΧΙΚΗ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΚΗ.
* ΧΩΡΙΣ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΤΑΦΕΡΟΥΜΕ, ΕΝΩ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΑΣΚΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΞΕΠΕΡΑΣΤΕΙ ΚΑΘΕ ΕΜΠΟΔΙΟ.
* ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ ΟΧΙ ΤΟΥΣ ΑΧΡΗΣΤΟΥΣ ΚΟΠΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Η ΦΥΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ.
* ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΔΥΣΤΥΧΟΥΝ ΕΞΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΟΗΣΙΑΣ ΤΟΥΣ.
* ΟΠΩΣ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΝΑ ΖΟΥΝ ΜΕ ΗΔΟΝΕΣ, ΕΝΟΧΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΕΙΨΗ ΤΟΥΣ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΣΥΝΗΘΙΣΕΙ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ, ΠΕΡΙΦΡΟΝΟΥΝ ΤΙΣ ΗΔΟΝΕΣ.
* Ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ ΕΙΝΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
* ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΝΟΜΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ.
* Η ΕΥΓΕΝΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ, Η ΚΑΛΗ ΦΗΜΗ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΣΤΟΛΙΔΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΚΑΚΙΑ.
* Η ΜΟΝΗ ΣΩΣΤΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΡΥΘΜΙΖΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ.
* ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΓΙΑ ΟΛΕΣ.
* Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ, Η ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ ΚΑΙ ΜΗ ΑΝΑΓΚΑΙΑ.

 
Κρείττον εις κόρακας ή εις κόλακας εμπεσείν. Οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν.
Αντισθένης, 445-360 π.Χ., Κυνικός φιλόσοφος
μτφρ: καλύτερα να πέσεις σε κοράκια παρά σε κόλακες. Διότι τα μεν τρώνε νεκρούς, οι δε ζωντανούς.