ΚΑΦΕΝΕΙΟ - ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΪΜΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΗ -1927
«Ο,τι ζωγράφισα στη ζωή μου ήταν μη ζωγραφισμένο, μη γραφικό. Και εκ των υστέρων, όποιοι θέλουν να ζωγραφίσουν κάτι κατόπιν ζωγραφικών προτύπων το ονομάζουν γραφικό. Είναι αστείο να φοβάται κανείς μήπως παραστήσει τίποτα. Γιατί αυτό που παριστάνει δεν είναι τα αντικείμενα. Είναι η ενέργειά τους, είναι το μέρος εκείνο το οποίο είναι άσχετο με αυτό που ονομάζουν αντικείμενα», έγραφε κάποτε ο Γιάννης Τσαρούχης.
O Τσαρούχης δεν είναι ένας ζωγράφος που ζωγραφίζει χωρίς θεωρία. Είναι ένας ζωγράφος που το παιδεύει πολύ στο μυαλό του και γι’ αυτό θεωρείται ζωγράφος των ζωγράφων. Η ζωγραφική δεν γεννιέται εκ του μηδενός, κι ας λένε σήμερα κάποιοι ό,τι θέλουν. Ο Τσαρούχης το ξέρει αυτό και το αναδεικνύει μέσα από το έργο του. Επίσης, από την αρχή βλέπουμε μια δισημία στο έργο του: ρεαλισμός από τη μία και αφαίρεση από την άλλη. Διαρκώς κινείται σε δύο πόλους: της παράδοσης και του μοντέρνου. Αυτή είναι μια μόνιμη σύγκρουση στο έργο του, η οποία όμως γίνεται σύνθεση και εκεί έγκειται η ποιητική του Τσαρούχη: στο πώς ενώνει δύο αντίθετους πόλους και δημιουργεί έναν δικό του κόσμο, βρίσκοντας όμως έναν κοινό τόπο μαζί μας».
Η φύση και η τέχνη
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες ενότητες σπουδών και παραλλαγών είναι η «Θυσία της Ιφιγένειας». Εργο που τον απασχόλησε μετά την Κατοχή και στο οποίο γίνεται φανερό ότι επιθυμεί να εκφράσει όσα γίνονται γύρω του. «Ο Τσαρούχης είναι ζωγράφος των ζωγράφων, όμως τον αφορά πρωτίστως ο κόσμος, το έξω από την τέχνη», παρατηρεί ο Αλ. Λεβίδης. «Δεν είναι απών από την κοινωνία. Η “Θυσία της Ιφιγένειας” είναι ακριβώς ένα τέτοιο έργο: η θυσία των αθώων στον Εμφύλιο, με αναφορές στην ομηρική Ιλιάδα». Φυσικά, ένα χέρι που προβάλλει μέσα από ένα νέφος και τείνει προς την Ιφιγένεια «είναι βέβαια μια ξεκάθαρα βυζαντινή αναφορά».
Σύμφωνα με τον Αλ. Λεβίδη, η έμφαση του Τσαρούχη στην πραγματική ζωή και στους καθημερινούς ανθρώπους σχετίζεται και με τη συστηματική μελέτη του πάνω στον Καραβάτζιο, κάτι που φαίνεται μέσα από τις σπουδές στις «Τέσσερις Εποχές». «Ο Καραβάτζιο υποστήριζε ότι πρότυπο για τον ζωγράφο είναι η ίδια η φύση και όχι άλλοι ζωγράφοι, γι’ αυτό και αποτύπωνε πολύ το στιγμιαίο. Σε αυτό ήταν πρωτοπόρος. Ο Τσαρούχης τι έλεγε: “Δεν είναι κακό να ακολουθείς την τεχνοτροπία ενός ζωγράφου, φτάνει να δουλεύεις από το φυσικό. Αν δουλεύεις μιμούμενος μόνον την τέχνη των παλαιών, θα καλυτερέψεις την τεχνική σου. Αλλά θα χάσεις κάτι πιο πολύτιμο από την τεχνική”. Τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, αυτό έλεγε και ο Καραβάτζιο στην εποχή του: δάσκαλός μας είναι η φύση, όχι η τέχνη».
Το υπερβατικό
Πέφτουμε πάνω στις σπουδές των «πορτρέτων της Δέσποινας», με έκδηλη την επιρροή από τα φαγιούμ. «Εδώ αποτυπώνεται και πάλι το στιγμιαίο αλλά και η ανθρώπινη υπόσταση σε ένα κάδρο αιωνιότητας, και αυτό νομίζω προσπάθησε να αποδώσει ο Τσαρούχης. Τον απασχολεί αυτό. Θέλει τα έργα του να έχουν τη ζωντάνια του καθημερινού αλλά να μεταφέρουν και την αίσθηση του άφθαρτου, του υπερβατικού. Ολες αυτές οι παραλλαγές είναι φάσεις όπου ο ζωγράφος ψάχνεται και αυτό είναι το ωραίο σε αυτή την έκθεση – όπως και οι φωτογραφίες των πραγματικών μοντέλων στο εργαστήρι του ζωγράφου. Βλέπεις έτσι τη σκηνοθεσία του ζωγράφου μέσα στον πίνακα».
Πράγματι: πέρα από τις φωτογραφίες του εργαστηρίου και των πραγματικών μοντέλων, βλέπουμε σε ένα βάθρο και μια παλαιά ναυτική στολή, με τη λεγόμενη «ασπιρίνη» (το καπέλο) και τα άρβυλα. «Είναι η στολή του αδελφού του», λέει ο Αλ. Λεβίδης. «Την είχε στο ατελιέ και με αυτήν έντυνε τα μοντέλα του για τους περίφημους ναύτες. Του άρεσε το λευκό και του άρεσε να ζωγραφίζει λευκές φιγούρες και μορφές. Οταν κάποτε τον ρώτησαν προς τι όλοι αυτοί οι ναύτες, είχε απαντήσει ως εξής: “Οταν άρχισα να ζωγραφίζω, κυκλοφορούσαν στους δρόμους πολλοί ναύτες και πολλές νοσοκόμες. Είχα δύο επιλογές: ή θα ζωγράφιζα ναύτες ή νοσοκόμες. Προτίμησα τους ναύτες”».
Ηρωας; Οχι
Ο Αγιος Σεβαστιανός ντυμένος στο χακί καθώς τον τοξοβολούν οι συνάδελφοί του ΕΣΑτζήδες («ένα ακόμα σχόλιο για την τραγωδία του Εμφυλίου, που όμως τον απασχολεί καταμεσής της δικτατορίας, κι όχι τυχαία μάλλον»), ο νέος που φεύγει μετανάστης έχοντας πάντοτε στο πλάι του μπουκέτα του Επιταφίου («δεν είναι νεκρικά άνθη όμως, αλλά αναστάσιμα, υποδηλώνουν την αλλαγή, την αναγέννηση της ζωής», σχολιάζει ο Αλ. Λεβίδης), τα μελαγχολικά αθηναϊκά καφενεία του ’50 (πασίγνωστη σειρά έργων που ξεκίνησαν με μια περιστασιακή καρτ ποστάλ στον Τεριάντ τα Χριστούγεννα του ’50, όπως διαβάζουμε σε μια επιγραφή στην έκθεση), οι εξανθρωπισμένοι άγγελοι με φτερά πεταλούδας που ίπτανται πάνω απ’ το λιμάνι του Πειραιά, όλα αυτά τα «έργα εν εξελίξει» μαζί με τα υπόλοιπα που περιλαμβάνει η έκθεση, είναι δουλεμένα ξανά και ξανά μέσα σε βάθος δεκαετιών, ουσιαστικά μιαν ολόκληρη ζωή.
«Η μικρή ιστορία της ζωής μου και της ζωγραφικής μου συνοψίζεται σε αυτή την επιθυμία να εξιχνιάσω πώς δύο πράγματα που φαίνονται αντίθετα μπορούν να μας φανατίζουν το ίδιο ή, αλλιώς ειπωμένο το πρόβλημα, πώς είναι δυνατό να είναι αντίθετα και άσχετα δύο πράγματα που τόσο πολύ μας αρέσουν», είχε πει κάποτε ο ίδιος ο Τσαρούχης. Κι όταν ρωτήθηκε αν αισθάνεται ήρωας, είχε απαντήσει: «Εγώ; Θεωρώ ντροπή μου να είμαι ήρωας. Ξέρω ότι όλα γίνονται με τη δουλειά και όχι με τα ελευθερωμένα νεύρα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου