Ο Κουτσίνας. Οσο κι αν ψάξεις, κανένα όνομα εκδότη δεν θα βρεις στο βιβλίο. Μόνο το όνομα της επιμελήτριας, Ελισάβετ Πλέσσα Ποιος είναι όμως ο Φίλιππος Κουτσίνας, που οι σπουδαίοι φίλοι του, οι περισσότεροι καλλιτέχνες, όμνυαν στο όνομά του και χαρακτήριζαν «καλλιτέχνη της ζωής»; Και ποια η ιδιαιτερότητα αυτού του μανιακού συλλέκτη και λάτρη της λαϊκής τέχνης και παράδοσης, που καταγόταν από μεγάλη οικογένεια Βολιωτών εμποροβιομηχάνων, με τον παλαιότερο υφασματεμπορικό οίκο της περιοχής, ώστε να πρέπει σήμερα να τον ανακαλύψουμε;
Ερωτήματα που απαντάει ο μυστηριώδης κατακόκκινος τόμος -τον είδαμε πρώτη φορά «ζεστό ζεστό» εκ του πιεστηρίου στο σπίτι της Μαρίνας Καραγάτση-, επιχειρώντας να ανασυνθέσει τις πραγματικά «ωραίες ημέρες» του «μαγευτικού πανδαιμονίου που λεγόταν Φίλιππος Κουτσίνας» μέσα από τις παρέες και τα έργα που «εκείνος επέλεξε να συνενώσει».
ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ για μια τυπική βιογραφία -άλλωστε, το «υλικό» της δεν προσφερόταν γι' αυτό-, αλλά για «μια ματιά έκθαμβη -όπως σημειώνεται- στην μποέμικη ζωή του Φίλιππου και μιας παρέας, την οποία, σαν ένας διονυσιακός εγέρτης, μάζεψε γύρω του, σε μια εποχή υπερσυντηρητική». Η ιστορία που διαβάζουμε ξεκινά αμέσως μετά τον πόλεμο. Στο «εργαστήριο» του Κουτσίνα, ο σουρεαλισμός «δεν υιοθετήθηκε ως ένα συγγενικό καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά ως μια βαθιά δημιουργική στάση ζωής». Πραγματικά, ένα πνεύμα αναρχικά μεθυστικό κατακλύζει τις σελίδες της έκδοσης, ξεδιπλώνοντας την «τρέλα» ενός ανθρώπου που συνδύαζε το διονυσιακό με το απολλώνιο πνεύμα, με την επιχειρηματικότητα. Κι έκανε πράξη το ακατόρθωτο, αναστηλώνοντας βυζαντινά ξωκλήσια κι αναβιώνοντας αρχέγονες παγανιστικές παραδόσεις (στο γενέθλιο Πήλιο).
Μαζί με μια άγνωστη στους νεότερους προσωπικότητα, που «δημιουργούσε ατμόσφαιρες» και ενέπνεε ή αναστάτωνε το περιβάλλον του, ο αναγνώστης ανακαλύπτει και τις περίφημες συλλογές που δημιούργησε. Αν και άκρως ιδιοσυγκρασιακές, είναι τέτοιας ποιότητας και ποσότητας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μουσείο, με άγνωστα, μεταξύ άλλων, έργα του Τσαρούχη, του Απάρτη, του Εγγονόπουλου, του Μπουζιάνη, του Θεόφιλου, του Στέρη, του Διαμαντόπουλου, του Αστεριάδη, του Παπαλουκά, του Βασιλείου, του Τέτση και του Νικολάου, μαζί με δείγματα της «φαντασιομετρικής» τέχνης του «ελληνομέτρη» Θάνου Μούρραη Βελλούδιου.
Μαζί με μια άγνωστη στους νεότερους προσωπικότητα, που «δημιουργούσε ατμόσφαιρες» και ενέπνεε ή αναστάτωνε το περιβάλλον του, ο αναγνώστης ανακαλύπτει και τις περίφημες συλλογές που δημιούργησε. Αν και άκρως ιδιοσυγκρασιακές, είναι τέτοιας ποιότητας και ποσότητας που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα μουσείο, με άγνωστα, μεταξύ άλλων, έργα του Τσαρούχη, του Απάρτη, του Εγγονόπουλου, του Μπουζιάνη, του Θεόφιλου, του Στέρη, του Διαμαντόπουλου, του Αστεριάδη, του Παπαλουκά, του Βασιλείου, του Τέτση και του Νικολάου, μαζί με δείγματα της «φαντασιομετρικής» τέχνης του «ελληνομέτρη» Θάνου Μούρραη Βελλούδιου.
Ο Φίλιππος και η Τιτίνα Κουτσίνα, το 1950 Στις συλλογές αυτές βρίσκεται ακόμη και η πρωτότυπη παρτιτούρα του Χαζιδάκι από τις μπαλάντες της Οδού Αθηνάς -με αφιέρωση στον Φίλιππο και στη σύζυγό του Τιτίνα-, και τα στιγμιότυπα από τις τρομερές μαζώξεις στην εστία-κυψέλη που είχε δημιουργήσει στη Μακρινίτσα. Μόνιμοι επισκέπτες της ήταν ο Χατζιδάκις, ο Κωνσταντινίδης και ο Μίνως Αργυράκης, ο οποίος μάλιστα σε αυτή, ένα Πάσχα του 1982, εμπνεύστηκε την «Πορνογραφία».
Σήμερα ο Κουτσίνας δύσκολα θα χαρακτηριζόταν συλλέκτης. Μοιάζει μάλλον με αντι-συλλέκτη, αφού μάζευε απίθανα και άχρηστα πράγματα, πλαστικά μπουκάλια, παλιά κλειδιά, οδοντογλυφίδες, κουταλάκια από αεροπορικά ταξίδια, μπομπονιέρες, παλιά δαχτυλιδάκια πανηγυριών, εργαλεία ζαχαροπλαστικής.
Σήμερα ο Κουτσίνας δύσκολα θα χαρακτηριζόταν συλλέκτης. Μοιάζει μάλλον με αντι-συλλέκτη, αφού μάζευε απίθανα και άχρηστα πράγματα, πλαστικά μπουκάλια, παλιά κλειδιά, οδοντογλυφίδες, κουταλάκια από αεροπορικά ταξίδια, μπομπονιέρες, παλιά δαχτυλιδάκια πανηγυριών, εργαλεία ζαχαροπλαστικής.
Πλούσια τα λάφυρα και από τα ταξίδια του σε χώρες εξωτικές: πολύχρωμες περσικές ζωγραφισμένες φιγούρες, μπακίρια, ζωγραφιές του Σωτήρη Σπαθάρη, τούρκικοι δίσκοι φιλοξενίας, ζωγραφισμένες ντιβανοκασέλες, παγανιστικά ξύλινα μπαστούνια. «Δεν είχε ανάγκη το Μοναστηράκι. Το είχε σπίτι του», υποστηρίζει η Ελισάβετ Πλέσσα. Ο ίδιος, πάντως, αυτοχαρακτηριζόταν περιπαικτικά «ρακοσυλλέκτης».
Το βιβλίο, που δεν εκδόθηκε για να βγει στο εμπόριο αλλά για να δοθεί στους φίλους του, αναβιώνει τελικά κάτι που χάθηκε. Την εποχή όπου οι άνθρωποι υπήρχαν και ανέπνεαν κινημένοι από το πάθος για ζωή και έναν ασυγκράτητο έρωτα για κάθε μορφή δημιουργίας. Και δεν είναι ένα μεταθανάτιο homage -ο Κουτσίνας απεβίωσε τον Ιούνιο του 2013.
Στην κηδεία του ,δύο ζουρνάδες κι ένα νταούλι έπαιξαν τον πιο ανατριχιαστικό αποχαιρετισμό που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για άνθρωπο . Ήταν στην κυριολεξία ένας πυροτεχνουργός του σουρεαλισμού.
«Η ιδέα ήταν να καταγραφούν όλα αυτά γιατί θα σκορπιστούν στους 5 ανέμους», εξηγούν οι κόρες του Αφροδίτη και Κατερίνα, των οποίων η αρχική σκέψη ήταν να δημιουργήσουν ένα μικρό μουσείο-κιβωτό με όσα -πολύτιμα και ευτελή- συγκέντρωνε μια ζωή. Τελικά, τη θέση του Μουσείου πήρε το κόκκινο βιβλίο.
==================================
Το βιβλίο, που δεν εκδόθηκε για να βγει στο εμπόριο αλλά για να δοθεί στους φίλους του, αναβιώνει τελικά κάτι που χάθηκε. Την εποχή όπου οι άνθρωποι υπήρχαν και ανέπνεαν κινημένοι από το πάθος για ζωή και έναν ασυγκράτητο έρωτα για κάθε μορφή δημιουργίας. Και δεν είναι ένα μεταθανάτιο homage -ο Κουτσίνας απεβίωσε τον Ιούνιο του 2013.
Στην κηδεία του ,δύο ζουρνάδες κι ένα νταούλι έπαιξαν τον πιο ανατριχιαστικό αποχαιρετισμό που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς για άνθρωπο . Ήταν στην κυριολεξία ένας πυροτεχνουργός του σουρεαλισμού.
«Η ιδέα ήταν να καταγραφούν όλα αυτά γιατί θα σκορπιστούν στους 5 ανέμους», εξηγούν οι κόρες του Αφροδίτη και Κατερίνα, των οποίων η αρχική σκέψη ήταν να δημιουργήσουν ένα μικρό μουσείο-κιβωτό με όσα -πολύτιμα και ευτελή- συγκέντρωνε μια ζωή. Τελικά, τη θέση του Μουσείου πήρε το κόκκινο βιβλίο.
==================================
«Ο Σκληρός της Μάκρυ-Νίτσας»
Την ιδέα για την «Πορνογραφία» ο Μάνος Χατζιδάκις την συνέλαβε τη Μεγάλη Εβδομάδα του '82 στο σπίτι του Φίλιππου Κουτσίνα της Μακρυνίτσας Πηλίου. Αυτές είναι μερικές φωτογραφίες από τότε.
Πριν λίγους μήνες, στο Τυπογραφείο Πλέτσα – Κάρδαρη στη Νεάπολη Εξαρχείων, περιμένοντας την εκτύπωση ενός εντύπου, άρχισα να ξεφυλλίζω ένα βιβλίο με κάπως αμήχανο εξώφυλλο αλλά πολύ σημαντικό περιεχόμενο. Ζήτησα ένα αντίτυπο από τον Κώστα για να το δω με την ησυχία μου. Το «Έργα και Ωραίες Ημέρες του Φίλιππου Κουτσίνα» ήταν (και παραμένει) σκέτη αποκάλυψη. Στη σελίδα 114 αντίκρυσα τέσσερις φωτογραφίες του ΜΧ με τη λεζάντα «”Ο Σκληρός της Μακρυ-Νίτσας”, περίπου 1982».
Στην στήλη παραπλεύρως διαβάζουμε: «Η ιδέα για την Πορνογραφία μου ήρθε τη Μεγάλη Εβδομάδα στη Μακρυνίτσα, αξεκαθάριστη και ομιχλώδης, όπως το υγρό τοπίο του Πηλίου, μες στο οποίο έζησα μερικές αξέχαστες μέρες φιλοξενούμενος σε φίλους. Η ομίχλη έμπαινε από την πόρτα του μπαλκονιού κι απ΄τα παράθυρα. Έτσι μπήκε και η Πορνογραφία μέσα μου. Απ΄το παράθυρο, με το αεράκι και τις καμπάνες του Επιταφίου».
- Μάνος Χατζιδάκις, από το κείμενο Η Ιστορία της Πορνογραφίας, 1982.
Και παρακάτω: «Ήρθε πολλές φορές στο Πήλιο, στη Μακρυνίτσα, στο σπίτι μου, και έμενε στο δωμάτιο της μητέρας μου. Κυρίως Πάσχα και καλοκαίρι. Εκεί εμπνεύστηκε την Πορνογραφία. Ήταν μια άνοιξη, που η ομίχλη έμπαινε μέσα στο σπίτι και δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλο, ακούγαμε μόνο τις φωνές μας και διακρίναμε τη φωτιά στο τζάκι. Πιστεύω ότι είναι ο δημιουργός και πρωτοπόρος μιας εθνικής μουσικής παλιγγενεσίας. Τίποτα δεν τον εντυπωσίαζε. Ίσως να του πήγαινε η καθημερινότητά μας, χωρίς σοβαροφάνεια και καθιερωμένη συμβατικότητα. Είχε πολλή αγάπη για τα παιδιά μου, γενικώς αγάπη και σεβασμό για την οικογένεια. Ήτανε αστός μέχρι το κόκαλο».
- Ο Φίλιππος Κουτσίνας για τον Μάνο Χατζιδάκι, συνέντευξη στον Γιώργο Χρονά, για το Status Millenium, 2000. Αναδημοσίευση σταΚοκόρια της Οδού Αισχύλου, Εκδόσεις Οδός Πανός, 2005.
Η επιμελήτρια της έκδοσης Ελισάβετ Πλέσσα, σημειώνει στην αρχή από το μικρό κείμενο «Το χαμόγελο του Μάνου Χατζιδάκι», σελ. 111: «Η φιλία του Φίλιππου Κουτσίνα και του Μάνου Χατζιδάκι ξεκινά κι αυτή από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Γνωρίστηκαν στο ζαχαροπλαστείο “Η Μέλισσα”, που βρισκόταν στη γωνία των οδών Δεριγνύ και Πατησίων και όπου στόμα με στόμα, μαζεύονταν κάθε βράδυ όλοι εκείνοι που διψούσαν να ανταλλάξουν ουσιαστικές σκέψεις για την τέχνη και τη ζωή. Εκεί ο Φίλιππος γνώρισε και τον Τσαρούχη». Και καταλήγει: «Με πολλούς τρόπους, η οικογένεια Κουτσίνα ήταν για τον Μάνο Χατζιδάκι η δική του οικογένεια. Για την αστική ευγένεια, το λεπτό χιούμορ, την απρόβλεπτη παιδικότητα, την ποιότητα του αυθεντικού και την ανάσα της πνευματικής ελευθερίας».