Translate

Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

H ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ


Υπάρχει μία φυσική εξέλιξη των πρώιμων αγροτικών εορτών της σποράς και της συγκομιδής, που από εξωστρεφής χαρούμενες πανήγυρεις οδήγησαν στα Μυστήρια. Αυτό οφείλεται βασικά στη σύλληψη μιας ιδέας ταύτισης. Μέσα από την παρατήρηση του κύκλου των εποχών του έτους, που πρόσφερε το δέσιμο με τη γη και την καλλιέργειά της, αναδυόταν αργά αλλά σταθερά η βίωση αντίστοιχων αλλά έντονων συναισθημάτων μέθεξης. Η ανθοφορία της άνοιξης, ο κάματος του θέρους, η παρακμή του φθινόπωρου και το πάγωμα του χειμώνα, πρόσφεραν εμπειρίες που συνδέονταν με τον κύκλο της ανθρώπινης ύπαρξης, τη γέννηση, την ώριμη ηλικία, τα γηρατειά και το θάνατο.
Αλλά ενώ στην περίπτωση της ανθρώπινης ζωής ο κύκλος αυτός θραύεται οριστικά και αμετάκλητα, η παρατήρηση της φύσης οδηγούσε στη διαπίστωση ότι ενυπήρχε σε αυτή μια θαυματουργός δύναμη αναγέννησης και υπέρβασης της φθοράς, η αέναη επανάληψη του κύκλου.
Αυτή η αποκάλυψη, ενείχε βέβαια για τον προβληματισμένο άνθρωπο έναν πόνο και μια αίσθηση απόρριψης. Αλλά παράλληλα του πρόσφερε μια ελπίδα και μια προσδοκία. Καθώς και ο ίδιος ήταν μέρος αναπόσπαστο αυτής της φύσης.
Τα Μυστήρια ενίσχυαν ακριβώς αυτή την προσδοκία. Το δικαίωμα της ζωογόνου και βέβαιης σύνδεσης με εκείνη τη μαγική δύναμη αναγέννησης και ανάστασης που βρισκόταν πέρα και πάνω από τις εποχές και τους κύκλους, περιέρρεε όμως μέσα τη φύση και υποκρυπτόταν στο θαύμα της ζωής.
Αυτή τη δύναμη την εντόπιζαν να ενυπάρχει και να αξιοποιείται αποτελεσματικά από τα όντα εκείνα που προσωποποιούσαν αργότερα τα στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα, αλλά που δεν ταυτίζοταν με αυτά. Από τον Ήλιο που έδυε και ανέτειλε καθημερινά, από τον Αίολο, που δεν εξαφανιζόταν όταν δεν υπήρχε άνεμος, αλλά που επανερχόταν άνετα και ψιθυριστά κάθε φορά με αυτόν. Από τις Νύμφες και τις Δρυάδες που χόρευαν αιώνια πάνω από τα ύδατα και τη βλάστηση, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τους.
Το επόμενο βήμα ήταν να εντοπιστούν όταν που εμφάνιζαν ένα ιδιαίτερο δεσμό, μια οικεία και φιλική σύνδεση με το ανθρώπινο γένος. Όχι βέβαια με τους ατάραχους Ολύμπιους θεούς, αλλά με εκείνους τους θεούς που περιφέρονταν στις συνοικήσεις, όπως ήταν ο Διόνυσος, η Δήμητρα και η Κόρη. Και εδώ βιώνεται για πρώτη φορά η αλληγορία. Η σπορά και η βλάστηση γίνονται τέλεσμα και μύθος και ο θάνατος του νεανικού θεού, θα προσφέρει μέσα από την Ανάσταση που γίνεται πάντα την άνοιξη, την ελπίδα της προσωπικής ανάστασης του Μύστη.


ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ

Το πρώτο δείγμα λατρείας και υπέρβασης της πρωτόγονης εγωιστικής αρπαγής και ανάλωσης, έγινε από τους ευαίσθητους εκείνους συλλέκτες του πλανήτη, όταν αισθάνθηκαν την ανάγκη να κάνουν προσφορές καρπών, ανθέων και φρούτων, αυτών ειδικά που αποκλήθηκαν "απαρχές". Τα πρώτα και τα καλύτερα δείγματα της όποιας συλλογής τους, τα εναπόθεταν με κάποιο τελετουργικό τρόπο για ένα διάστημα "εκεί", πάνω στις τράπεζες προσφορών προς διάθεση, για να χρησιμοποιηθούν από τα άλλα "όντα", ορατά και αόρατα και να ικανοποιηθούν και αυτά.
Και μόνο τότε, απαλλαγμένοι από το ταμπού που αυτά έφεραν σαν αλλότρια, μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια και την ανάγκη να χρησιμοποιήσει με φειδώ τα υπόλοιπα. Αυτή η αρχή καταγράφηκε τόσο έντονα στο ομαδικό συνειδητό των Ελλήνων, που μεταφέρθηκε και σε άλλα είδη, όχι πια μόνο συλλογής αλλά και παραγωγής τους. Στην κλασική λ.χ. εποχή οι αγγειοπλάστες αφιέρωναν τα πρώτα και τα πιο όμορφα αγγεία τους στη θεά Αθηνά, και μετά θεωρούσαν ότι έχουν το δικαίωμα να κάνουν συναλλαγές πάνω στα επόμενα έργα της τέχνης τους.
Ακόμα και τα δικά μας "πρόσφορα", στην εκκλησία, είναι συνέχεια αυτής της πανάρχαιας εκδήλωσης και ανάγκης. Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ημέρα των Ευχαριστιών, έχουν αναδειχθεί, σε εθνική σχεδόν εορτή. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί, ότι η προσφορά καρπών, φρούτων και άλλων αγαθών είναι από μόνη της μια "θρησκευτική" πράξη με τη βαθύτερη σημασία της λέξεως. Γιατί πέρα από ένα σκηνικό περίγραμμα (βωμός), προϋποθέτει την τελετουργική αντίληψη ότι η πράξη αυτή δεν είναι μια πράξη μάταιη ή κοινή. Προϋποθέτει επίσης αντίστοιχα, την ύπαρξη ενός "Κυρίου της βλάστησης" ή μιας "Mεγάλης Μητέρας" που δέχεται, αναγνωρίζει ή ακόμα ανταποδίδει κάτι θετικό έναντι αυτής.
Στην απλούστερη εξήγησή της είναι μια ήρεμη πράξη έμφυτης γενναιοδωρίας και μιάς αγνής "ευσέβειας", όπως μας βεβαιώνει και ο Θεόφραστος στον Πορφύριο (Περί αποχής των εμψύχων, 2,5.20-27). Για το θέμα αυτό βλ. επίσης Πλατ. Νόμοι 782c, Αριστ. Ηθ. Νικ. 1160α 25-7, (Εύμαιος) Οδ. Ξ 414-53.

ΤΑ ΘΕΣΜΟΦΟΡΙΑ

Τα θεσμοφόρια σα θεσμός, υπήρξαν η αρχαιότερη και η πιο διαδεδομένη Ελληνική αγροτική γιορτή, της οποίας καταβολές βρίσκουμε και στη λίθινη ακόμα εποχή. Στην αρχική της μορφή αυτή η γιορτή φαίνεται ότι ήταν αφιερωμένη στη λατρεία της θεάς της γονιμότητας. Για να τιμήσουν τη Γη Μητέρα, τη μεταγενέστερη Δήμητρα, οι παντρεμένες γυναίκες της κοινότητας, οι μητέρες, με έντονες παρορμήσεις προφανώς από τις μητριαρχικές τους καταβολές οι οποίες ήταν βαθύτατες, εκφράστηκαν δραματικά για πρώτη φορά μετά από τις Δαναΐδες που ίδρυσαν και το θεσμό αυτό.
Οι μητέρες λοιπόν έκαναν μια φορά τουλάχιστον το χρόνο την τελετουργική τους επανάσταση κατά των συνοικήσεων, υ γάμου, του νόμου και της τάξης. Οργάνωναν μια ειδική γιορτή στην οποία αυταρχικά έπαιρναν μέρος μόνο εκείνες. Αποκλείονταν αυστηρά οι άνδρες και οι ανύπαντρες γυναίκες από αυτή. Οι άντρες, όχι μόνο ήταν υποχρεωμένοι να δέχονται αυτή την ανταρσία, αλλά έπρεπε αργότερα να καταβάλλουν στις γυναίκες τους σαν χορηγοί και όλα τους τα έξοδα. Ήταν μια μοναδική ευκαιρία για τις νοικοκυρές, να εγκαταλείψουν τους άντρες τους, τα παιδιά τους και τα σπίτια τους και ομαδικά, αυτές οι σεμνές κυρίες, με βωμολοχίες, με απρεπείς χειρονομίες και με λοιδορισμούς, έτρεχαν να βρεθούν όλες μαζί, μερικά ημερόνυχτα μακριά από τους κατοικημένους τόπους, κάπου στην εξοχή. Έπαιρναν μαζί τους σκηνές, τρόφιμα, τελετουργικά εργαλεία, δάδες, και ζωντανά χοιρίδια (υς των νεογνών).
Η απουσία των ανδρών προσέδιδε σε αυτές τις γιορτές ένα έντονο μυστηριακό χαρακτήρα και ένα χρώμα ανεπανάληπτου πρωτογονισμού.
Ήταν μια δυναμική επιστροφή των γυναικών στα άδυτα της μητέρας φύσης. Στα ιερά της Δήμητρας, και κατά τους ιστορικούς ακόμα χρόνους, υπήρχαν αγάλματα που οι άντρες δεν επιτράπηκε ποτέ να τα δουν. Αλλά και τα μυστικά των τελετών αυτών διατηρήθηκαν τόσο καλά, που ακόμα κι ο Αριστοφάνης στις "Θεσμοφοριάζουσες" δεν μπορεί να μας δώσει ικανοποιητικά στοιχεία για το περιεχόμενό τους. Ο Ηρόδοτος παρατηρεί ειδικά ότι η ευσέβειά τους δεν του επιτρέπει να αναφέρει περισσότερα πράγματα για τα Θεσμοφόρια και θεωρεί ότι ο αρχικός, ο Πελασγικός τους χαρακτήρας όπως τον προσδιόρισαν οι Δαναίδες, διατηρήθηκε, μετά την κάθοδο των Δωριέων, μόνο στην αγαπημένη Αρκαδία.
Οι (ξανά) αναστημένες μητριαρχικές αυτές ομάδες, οργανωμένες κάτω από δύο "άρχουσες", έστηναν ένα ειδικό βωμό στο ύπαιθρο και παράμεναν γύρω του ακοίμητες σε σκηνές, πάνω σε κλίνες φτιαγμένες από κλάδους λυγαριάς που κατεπράυναν όπως πίστευαν, την ευαίσθητη θηλυκή τους υπόσταση, τις σεξουαλικές ορμές. Οι γιορτές αυτές στις οποίες το αρχικό ξεφάντωμα μετατρεπόταν σε βαθιά και στοχαστική μελαγχολία, κρατούσαν αργότερα, όταν τυποποιήθηκαν, από τρεις ημέρες (Αθήνα, Σπάρτη, Άβδηρα), μέχρι δέκα (Συρακούσες). Η πρώτη ημέρα ονομάζετο φυσικά "άνοδος" (στο βουνό ή και επάνοδος) της Δέσποινας του Κάτω Κόσμου από εκεί, από τα Χθόνια. Η δεύτερη όπου κάθονταν κατάχαμα και κατά την οποία τηρούσαν απόλυτη νηστεία, λεγόταν "νηστεία" ή "μέση". Και η Τρίτη (ή η τελευταία) "καλλιγένεια", προσδιορίζοντας έτσι και το σκοπό των τελετών αυτών, δηλαδή την ευγονία, την πολυτεκνία και την ευφορία της γης, για τα οποία αναδείκνυαν έτσι τον εαυτό τους οι γυναίκες, εξουσιαστικά και μοναδικά υπεύθυνο. Και τις υπόλοιπες μέρες νήστευαν βέβαια, τρώγοντας μόνο σουσαμόψωμο, "σησαμούντας" ή μόνο σπόρους από ρόδια.
Η θυσία των μεταφερθέντων ζώων που ήταν και το κύριο μέρος της τελετής, γινόταν τη νύχτα. Σε παρακείμενα απότομα χάσματα και κρημνούς, ή σπήλαια (Μέγαρα) όπου λόγω της επιλογής και της πανάρχαιας ανάλογης χρήσης τους, υπήρχαν σε αυτά φίδια (δράκοντες ους νομίζουσι φρουρούς των αδύτων), αρουραίοι, νυχτερίδες και αρπακτικά, οι θεσμοφοριάζουσες, με κραυγές και αποτρόπαιες χειρονομίες, φέροντας αναμμένους δαυλούς κατακρήμνιζαν κυρίως ζωντανά χοιρίδια, κλαδιά από πεύκα με κώνους και ομοιώματα φαλλών και φιδιών καμωμένα από ειδικό ζυμάρι (άρρητα ιερά εκ στέατος του σίτου κατασκευασμένα, μιμήματα δρακόντων και ανδρών σχημάτων).
Την επόμενη νύχτα, πραγματοποιούσαν την κυρίως Μύηση. Τις καινούργιες δηλαδή γυναίκες που έπαιρναν μέρος στην τελετή, ή τις νεώτερες τις οποίες ονόμαζαν "αντλήτριες" και που αυτές έπρεπε να νηστεύουν και τις τρεις ημέρες, (καθαρεύσασαι τριών ημερών) τις κατέβαζαν δεμένες με σκοινιά κάτω σ' αυτό το βάραθρο για να περισυλλέξουν με τη βοήθεια των πυρσών τους ότι είχε απομείνει από τα θύματα, συνοδεύοντας για τη σωτηρία τους, τόσο το κατέβασμα, όσο και το ανέβασμά τους με υστερικές τελετουργικές φράσεις, χειρονομίες, θορύβους και κραυγές. Αυτά τα υπολείμματα των προσφορών που έσωζαν με τόσο κίνδυνο οι νεόφυτες, αφού τα αναμείγνυαν με κοπανισμένο σιτάρι, τα τοποθετούσαν την Τρίτη ημέρα τελετουργικά, με αναστάσιμους ύμνους, τραγούδια και χορούς, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας.
Έτσι, τα "θεσμοφόρια", (θεσμός είναι αυτό που αποτίθεται, το κατάθεμα) ήταν η γιορτή κατά την οποία οι γυναίκες "μετέφεραν εκείνα τα οποία επρόκειτο να τοποθετηθούν" αφιερωματικά μετά τις σχετικές τελετές, πάνω στο βωμό της θεάς της γονιμότητας. Οι νεώτεροι έδωσαν βέβαια άλλη εξήγηση και ήθελαν να οφείλεται η ονομασία τους, στους "θεσμούς" που όρισε η Δήμητρα για τη σπορά.
Στο τέλος της γιορτής, αυτά τα αφιερωμένα κατάλοιπά τα μοιράζονταν μεταξύ τους. Άλλα κρατούσαν σα φυλαχτά, άλλα τοποθετούσαν στα σπίτια τους σαν αποτρόπαια, ενώ τα περισσότερα, αλεσμένα, τα σκόρπιζαν στους αγρούς για ευφορία. Γιατί μέσα από τα πάθη, είχαν αντλήσει τη μαγική ενέργεια για να ξαναρχίσει ο κύκλος της ζωής. Γι' αυτό και οι γιορτές αυτές γίνονταν λίγο πριν από τη φθινοπωρινή σπορά.
Έτσι στα θεσμοφόρια, όπου οι γυναίκες αντιδρώντας στη συμβατική τους καθημερινότητα, επαναστατούσαν κατά της ιδέας του γάμου και ανάγονταν πεισματικά σε πρωταρχικές μορφές έκφρασης και έντασης, είχαν το προνόμιο να πάρουν μέρος και να μεθέξουν βιωματικά, να ξαναμυηθούν σε ένα κύκλο συμπυκνωμένης αλλά φυσικής εμπειρίας σύλληψης, εγκυμοσύνης και μητρότητας. Η γέννηση και η ζωή οδηγούσαν - για κάποιο ανεξήγητο λόγο - στην κατάπτωση, τη δυστυχία, τα πάθη και το θάνατο. Στο βάραθρο. Αλλά διαισθάνονταν παράλληλα ότι ήταν δυνατό μέσα από την εμπιστευμένη τελετουργία, η φύση να αποκαλύψει τα μυστικά της και θαυματουργά να ακολουθήσει το μυστήριο της ανάσυρσης, της ευφορίας και της Ανάστασης.
Αυτές οι γιορτές έχουν τεράστια σημασία, γιατί θα αποτελέσουν αργότερα, τον πυρήνα πολυπλοκότερων τελετών και μυστηρίων, όπως είναι τα Διονύσια και ο Μαιναδισμός και κυρίως προσδιόρισαν αποφασιστικά τη μορφή των Ελευσινίων. Στη Θάσο και τη Νάξο μάλιστα, έχουν βρεθεί στα αντίστοιχα ιερά και χάσματα, πήλινα ομοιώματα χοιριδίων με ανοιχτές, σχισμένες κοιλιές, ένδειξη για συμβολικές πια και μόνο θυσίες.
Έτσι, καθώς η γυναικεία ευαισθησία υιοθέτησε εδώ για πρώτη φορά τη μίμηση, το σήμα και την υποκατάσταση, το τέλεσμα αποκτά πρωτεϊκά πια μορφή και διανοίγει μοναδικές προοπτικές έκφρασης και τέχνης. Οδηγεί κατ' ευθείαν στην Τραγωδία και το Θέατρο. Και με τον Ορφισμό, που είναι αντίθετος με τις αιματηρές θυσίες, τα Θεσμοφόρια δημιουργούν πλέον μια κοινή αναφορά και ρίζα. Ανάγονται στις "απαρχές", που εκφράζουν και αυτές την ανάγκη του ανθρώπου για προσφορές, όχι αναγκαστικά πια με θυσίες ζώων, αλλά ουσιαστικά αναίμακτες όπως εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά "θεσμοφοριακά" στην ήρεμη περιοχή των Κυκλάδων, με τελετουργικό όχημά τους τον Κέρνο και σχεδόν αποκλειστικό υλικό, το ιερό άνθος του κρόκου, που καλλιεργήθηκε λατρευτικά και επίπονα και στη Θήρα.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΗΤΕΡΑ

Η "Μεγάλη Μητέρα", που οι τελετές της ανάγονται στη νεολιθική και την πρώιμη εποχή του χαλκού, γίνεται στη Μινωική Κρήτη το κατ' εξοχήν γνώρισμα αυτής της παράδοσης και αγκαλιάζει θερμά, ολόκληρο το σύμπαν της. Για πρώτη φορά μάλιστα εδώ, από αόριστη δύναμη της φύσης, αποκτά όνομα. Αναφέρεται σαν "Πότνια" στις πινακίδες της γραμμικής γραφής, και ιερά της βρέθηκαν σε πολλά μέρη της Μεγαλονήσου. Δεν αισθανόμαστε έτσι έκπληξη όταν ανακαλύπτουμε προσφορές προς αυτήν από μέλι και μέσα στο Λαβύρινθο, την περίτεχνη κυψέλη αυτού του θρησκευτικού μυσταγωγήματος. Είναι φυσικά αφιερωμένες στην "Πότνια του Λαβύρινθου" (po-ti-ni-ja da-pu-ri-to-jo) (Castleden).
Τα ονόματά της αρχίζουν σιγά-σιγά να πολλαπλασιάζονται και επί τέλους - προς μεγάλη μας χαρά - ονομάζεται με περιπάθεια, με σεβασμό και με αλαζονεία από τους ανθρώπους, "Μητέρα", μητέρα της ζωής και του κόσμου. Αλλά για να υπογραμμισθεί το απέραντο σαν τον ορίζοντα λίκνο της, είναι πάντα δεμένη πια με τόπους και συνήθως με κορυφές ορέων: "Μήτηρ Ορεία", "Μήτηρ Ιδαία", "Μήτηρ Δινδυμήνη" (από το όρος Δίνδυμο, Δίκτη κ.λπ.).

Υπήρξε οντότητα Υπερβατική, αλλά παράλληλα γήινη και πολυδιάστατη: οικιακή φύλακας, προστάτιδα της πόλης, θεά της φύσης και χθόνια θεότητα. Έτσι τα σύμβολα της είναι ανάλογα: Ο Διπλούς Πέλεκυς για την πόλη, το φίδι για το σπίτι και τον κάτω κόσμο, οι στήλες για το ύπαιθρο και τη φύση και τα πουλιά για τον ουρανό.

O Πάρεδρος της Mεγάλης Mητέρας

Στη διάστασή της που συνδέθηκε με τη φύση, τη βλάστηση και την αναγέννηση, η Μεγάλη Μητέρα, καθώς δεν ήταν δυνατό, δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσει προσωπικά σαν απόλυτη θεά, τη δοκιμασία του κύκλου της ζωής, να πεθάνει δηλαδή το χειμώνα και να αναστηθεί την άνοιξη, το ρόλο αυτό αναλαμβάνει μια υποδεέστερη, μια πάρεδρη αρσενική θεότητα που εμφανίζεται σαν γιος της ή σύζυγος. Το όνομά του στην αρχή είναι Γελχανός που αργότερα εξελίχθηκε και σε επίθετο του Δία και είναι η πρώτη εμφάνιση αυτού του συμπυκνωμένου σε νοήματα όντος, που θα καθιερωθεί αργότερα σαν ο Μύστης, ο Γιος της, ο "Κούρος" της.
Και αυτός ο Κούρος είναι που θα συνεχίσει την εξέλιξή του, και με μια αντίστοιχη θέση που θα καθέξει στο ανθρώπινο επίπεδο, θα προαχθεί στοργικά, θα του ανατεθούν καθήκοντα ιερατικά και κυρίως εγκόσμια και οργανωτικά. Έτσι, που ο άντρας πια στην Μητριαρχική κυρίως αυτή κοινωνία θα αποκτήσει δικαιωματικά μέσα από ένα φυσικό καταμερισμό, ισοτιμία, δύναμη και εξουσία. Κοσμική μάλιστα εξουσία υπέρτερη, καθώς θα γίνει βασιλιάς και Μίνωας. Αλλά που όλα αυτά θα τα σεβασθεί και σοφά θα τα αυτοπεριορίσει.

Oι παραλλαγές της Mεγάλης Mητέρας

Η Βριτόμαρτις, είναι μια άλλη διάσταση της θεάς Μητέρας σαν εξειδιασμένη πια θεότητα των ορέων, των θηρίων και του κυνηγίου, που συνδέεται επίσης και με τη θάλασσα και τα αλιεύματα, αποκαλούμενη τότε Δίκτυννα (των δικτύων των αλιέων). Με το χρόνο θα αλλάξει και πάλι όνομα, για να γίνει αργότερα η γνωστή θεά Άρτεμις (που τα δύο ονόματά της παίζουν όμως ηχητικά).


Tα Mυητικά της Tελέσματα

H τελετουργία εξελίσσεται. Για πρώτη φορά εδώ στην Kρήτη παύει να είναι απλά ικετευτική, έχει πλέον αντίστιξη. O πιστός γίνεται εκλεκτός, ο επιλεγμένος. Kαι δεν εκφέρει απλά άναρθρες κραυγές ή δογματικό πείσμα, έχει παρουσία, συνοχή και λόγο. Για παράδειγμα, στην είσοδο του ιερού της Mητέρας στη Φαιστό μια επιγραφή υπενθυμίζει ότι η θεά προσφέρει "ένα μεγάλο θαύμα σε εκείνους που μπορούν να αποδείξουν την καταγωγή τους" (τα ανάλογα δηλαδή με τα μυστήρια αυτά πνευματικά προσόντα και φυσικές ιδιότητες). Tο είδος αυτής της καταγωγής επιβεβαιώνεται από το δεύτερο μέρος της επιγραφής που εναντιώνεται "σε αυτούς που κακώς προσπαθούν να επιβάλουν την είσοδό τους, στο γένος των θεών" (Burkert 1994). Έτσι, μόνο αυτοί που ενεργητικά και πειστικά μπορούν να αποδείξουν τη συγγένειά τους με το θείο, που είναι οι εκλεκτοί της, γίνονται δεκτοί και απολαμβάνουν το μεγάλο θαύμα της υιοθεσίας από την αιώνια Mητέρα. H τελετουργία επιλέγει πια και η μύηση ιεραρχεί.
Ο ξανθός Ραδάμανθυς, πάρεδρος στην αρχή της Μεγάλης Μητέρας, ενηλικιώνεται και μετακινείται αργότερα στη νότια Κρήτη. Με αυτόν θα συνδεθεί ονομαστικά μια ελπιδοφόρα μεταθανάτια αντίληψη που είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των μεταγενέστερων Ελλήνων. Η ιδέα των Ηλυσίων πεδίων και των νήσων των Μακάρων, καθαρά Μινωική προβάλλει μια προελληνική εικόνα του άλλου κόσμου, η οποία θα κορυφωθεί αργότερα όπως θα δούμε, στα Ελευσίνια Μυστήρια (Nilson).


Τα Γνωρίσματα των Τελετών της Μεγάλης Μητέρας

Τα κύρια εξωτερικά χαρακτηριστικά της θρησκευτικής αντίληψης του Μινωικού κόσμου, τα οποία διαφέρουν βασικά από τις αντίστοιχες πρακτικές της Μέσης Ανατολής και επιβεβαιώνουν την πρωτοτυπία του, είναι:

1) Το ιερατείο του αποτελείται εδώ τόσο από ιερείς, όσο κυρίως και από ιέρειες.

2) Πέρα από τις γνωστές τελετές προσφορών και θυσίας, πραγματοποιούνται θρησκευτικές συγκεντρώσεις όπου οι πιστοί προσδοκούν και βιώνουν την "επιφάνεια" του θεού ή της θεάς. Σε αυτές οραματίζονται την κάθοδο και την "ενοίκιση" των θεών τους στο σώμα ενός ιερέα ή πιστού, ή ακόμα και την εμψύχωση ενός ιερού αντικειμένου. Υπάρχει έτσι όχι μόνο συγγένεια, αλλά και κοινωνία του ανθρώπινου και του θείου και

3) Υπάρχει μία έντονη προτίμηση για συγκεντρώσεις μακριά από τους κατοικημένους τόπους και οι τελετές πραγματοποιούνται σε κορυφές βουνών και σε σπήλαια, πράγμα που προδίδει μια ολιστική, συμπαντική αντίληψη της ζωής (Dickinson).


Mια σύνοψη από τον Oμηρικό Ύμνο στη Δήμητρα

Θα υμνήσω τη Δήμητρα την καλλίκομη και τη σεμνή θεά και την κόρη της την όμορφη, που ο Αϊδωνέας την άρπαξε.
Κάποτε, η λεπτοκαμωμένη κόρη έπαιζε, σε χλοερό λειμώνα, μακριά από τη μάνα της, αμέριμνη. Με τις ορθόστηθες τις κόρες του Ωκεανού παρέα, μάζευε κρόκους και υάκινθους και βιολέτες πολύχρωμες. Ο ανοιχτός Ουρανός από πάνω και η γη ολόκληρη από κάτω, χαμογελούσαν. Τότε ακριβώς, ένας νάρκισσος που άνθιζε με εκατό τόσα πέταλα, παγίδα έγινε γι' αυτήν καθώς θαμπώθηκε απ' την ομορφιά του, κι' άπλωσε τα χέρια της γιά να τον πιάσει. Γιατί ξαφνικά σχίστηκε η γη κι' ο Πλούτωνας, ο Κύριος του κάτω κόσμου, ξεπρόβαλλε και άρπαξε παρά τη θέλησή της την όμορφη την Κόρη, γιά να την κάνει γυναίκα και βασίλισσά του. Κι' εκείνη ολοφυρόταν και ξεφώνιζε καλώντας σε βοήθεια τον Ύψιστο πατέρα της, το Δία. Κανείς όμως απ' τους θνητούς ή αθάνατους δεν άκουσε τις οιμωγές της.
Όμως οι πλαγιές των βουνών αντήχησαν τη θεία φωνή της, το ίδιο και της θάλασσας τα βάθη. Και η μάνα της η Δήμητρα την άκουσε. Ένας δυνατός πόνος έσφιξε την καρδιά της. Ξέσκισε το διάδημα της θείας κεφαλής της και τα μαλλιά της χύθηκαν, λυτά. Από τους ώμους της απόρριξε το σκούρο πέπλο της κι' έτρεχε σαν πουλί πετούμενο εδώ κι’ εκεί, πάνω από γη και θάλασσα, την κόρη της αναζητώντας.
Αλλά κανείς απ' τους θνητούς και τους αθάνατους δεν τόλμησε να της ομολογήσει την αλήθεια. Κανένας οιωνός πουλιών δε θέλησε να της φανερωθεί. Και έτσι για εννιά ημέρες ολόκληρες με αναμένους πυρσούς γύρναγε σε γη και θάλασσα αναζητώντας την. Πάνω στη λύπη της έμεινε νηστική και ούτε αμβροσία, ούτε νέκταρ δοκίμασε, και δεν πλησίασε πηγή γιά να λουστεί.
Όταν όμως χάραξε η αυγή της δέκατης ημέρας, η Εκάτη της συμπαραστάθηκε. Κρατώντας στα χέρια της το σέλας, την πήρε αμίλητη και φτάσανε μέχρι τον Ήλιο, που εποπτεύει πάνω σε ανθρώπους και θεούς. Κι' εκείνος πιεσμένος, αποκρίθηκε: Πότνια Δήμητρα, το Δία ας κατηγορήσεις που έδωσε την κόρη σου στον Αϊδωνέα, τον αδελφό του. Αλλά σταμάτα το μεγάλο θρήνο. Δεν είναι βέβαια και κακός γαμπρός ανάμεσα σε όλους τους αθάνατους ο αδελφός σου αυτός ο ομογάλακτος. Στο τριπλό το μοίρασμα που κάνανε ολόκληρου του κόσμου τα θεϊκά αδέρφια, απλά τού έπεσε αυτού ο κλήρος να βασιλεύει μες τον Άδη.
Οργίστηκε αφάνταστα η Δήμητρα όταν άκουσε για την απαγωγή της κόρης της, κι’ έπαψε να παίρνει μέρος στις συνάξεις των θεών, που γίνονταν στον Όλυμπο. Από τον πόνο αγνώριστη περιπλανιόταν, περνώντας μέσα από τις πόλεις των ανθρώπων και το βιός τους, μέχρι που έφτασε στου σοφού του Κελεού τα δώματα που στην εύφορη βασίλευε την Ελευσίνα. Γεμάτη θλίψη, κάθισε εκεί, δίπλα στο Παρθένιο το πηγάδι, κάτω από τον ίσκιο μίας ελιάς. Έμοιαζε με γριά, άτεκνη, στερημένη τάχα από τα ερωτικά της Αφροδίτης δώρα, πού χε δουλέψει σαν τροφός σε βασιλιάδες και είχε αναδειχτεί όμως προκομμένη οικονόμος σε παλάτια.
Και του βασιλιά οι θυγατέρες, όμορφες σαν θεές, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη και η αξιαγάπητη Δημό και η Καλλιθόη η μεγαλύτερη, έφτασαν εκεί με τα αστραφτερά τα χάλκινα λαγήνια τους να πάρουνε νερό. Δεν την αναγνώρισαν φυσικά γιατί είναι δύσκολο οι άνθρωποι να διακρίνουν τους θεούς. Καθώς πλησίασαν της είπανε: Γερόντισσα, ποια είσαι; Γιατί παράμερα κάθεσαι από τα σπίτια; Της πόλης οι γυναίκες, είναι βέβαιο ότι φιλόξενα θα σε δεχτούν.
Και η Θεά τους αποκρίθηκε: Αγαπημένες κόρες γυναικών υπέροχων, την ιστορία μου θα σας διηγηθώ. Το όνομά μου είναι Δωσώ, και έρχομαι από την Κρήτη, καθώς πειρατές με άρπαξαν και με τα γοργά καράβια τους στου Θορικού τα μέρη αράξανε. Όμως κατάφερα και το έσκασα απ’ αυτούς, αλλά περιπλανιόμουνα σε σκοτεινούς και άγνωστους για μένα τόπους μέχρι που έφτασα στη χώρα σας. Είθε οι Ολύμπιοι θεοί να σας χαρίσουν άξιους άντρες και απόγονους καλούς. Αλλά λυπηθείτε με κόρες μου και βρέστε μου ένα σπίτι να δουλέψω. Το παιδί τους να αναθρέψω καλά μπορώ, τα κρεβάτια τους να στρώνω και τις άλλες γυναίκες του σπιτιού να ορμηνεύω.
Η Καλλιδίκη της απάντησε: Μητέρα, οι θνητοί πρέπει να υπομένουν όσες δοκιμασίες τους στέλνουν οι θεοί, γιατί είναι πολύ ανώτεροί τους. Θα σε κατατοπίσω για τους άρχοντες που διαφεντεύουνε το τόπο μας και τον υπερασπίζονται καλά. Είναι ο Τριπτόλεμος, ο Δίοκλος, ο Πολύξεινος, ο Εύμολπος και ο Δόλιχος και ανάμεσά τους φυσικά ο μεγαλόπρεπος πατέρας μας. Οι γυναίκες τους, άξιες νοικοκυρές, όλες θα σε τιμήσουν αν την πόρτα τους χτυπήσεις, γιατί μοιάζεις σα θεά. Αλλά αν θέλεις, μείνε εδώ μέχρι να πάμε στου πατέρα μας το σπίτι και στη βαθύζωνη Μετάνειρα τη μάνα μας όσα μας είπες να αναφέρουμε. Μπορεί έτσι να μη χρειαστεί να πας σε άλλο σπίτι αν η μάνα μας σε θέλει. Ένα στερνοπαίδι γέννησε που το λατρεύουμε όλοι στο γερό παλάτι μας.
Κι' όταν η μάνα τους αργότερα δέχτηκε την ιδέα τους και υποσχέθηκε καλό μισθό στην ξένη, γρήγορες σαν ελαφίνες τρέξανε ανασηκώνοντας τις άκρες των χιτώνων τους και τα μαλλιά τους ανέμιζαν πάνω απ' τους ώμους τους όμοια με άνθη κρόκου, για να της φέρουν το καλό μαντάτο. Και η θεά περίλυπη τις ακολούθησε με το κεφάλι καλυμμένο και με τον κυανό μαντύα στους ώμους της ριγμένο. Κι' όταν έφτασαν στο παλάτι του Κελεού, κατ' ευθείαν πήγαν στα εσωτερικά τα δώματα και βρήκαν την πότνια μητέρα τους, να κρατά το νεογέννητο στην αγκαλιά της. Αλλά καθώς η Δήμητρα πάτησε το κατώφλι, η πόρτα γέμισε από θείο φως. Σέβας, ντροπή και φόβος έπιασε τότε τη βασίλισσα. Πετάχτηκε ολόρθη και της πρόσφερε αυθόρμητα ένα θρόνο να καθίσει. Αλλά η Δήμητρα που τις εποχές του έτους κυβερνάει, η αγλαόδωρη, δε θέλησε να καθίσει σε ένα τέτοιο κάθισμα λαμπρό, αλλά σιωπηλά χαμήλωσε τα όμορφα τα μάτια της και ανάμενε μέχρι που η Ιάμβη, η υπηρέτρια, κατάλαβε και της έφερε ένα σκαμνί γεροδεμένο να καθίσει, κι' απάνω του έριξε μια αστραφτερή λευκή προβιά. Και η Θεά κάθισε κρατώντας την καλύπτρα του προσώπου της στα χέρια. Κι' έμεινε για πολύ σιωπηλή κι' αγέλαστη, πάνω στο δίφρο αυτό. Κι' ούτε έβγαλε μιλιά, ούτε κάποια χειρονομία έκανε. Χωρίς χαμόγελο, χωρίς να εγγίσει φαγητό ή ποτό κάθισε, καθώς την έτρωγε ο πόνος για τη βαθύζωνη τη κόρη της. Αλλά η Ιάμβη κατανόησε το ρόλο της και πάλι, και άρχισε να κάνει χειρονομίες άσεμνες και να λέει αστεία πολλά και στο τέλος κατάφερε την αγνή Κυρά να την κάνει να γελάσει κι' έτσι κάπως να ξεθυμάνει από τον πόνο της . (Αργότερα η Ιάμβη πέτυχε πολλές φορές να την διασκεδάσει).
Τότε η Μετάνειρα γέμισε μια κούπα με γλυκόπιοτο κρασί και της το πρόσφερε. Αλλά αυτή αρνήθηκε και είπε ότι δεν ήτανε σωστό στη θέση που βρισκόταν, να πιει κόκκινο κρασί. Και ζήτησε αντί γι αυτό να πιει ένα μίγμα από νερό, κοπανιστό κριθάρι και σκόνη από μέντα .
Κι' εκείνη ακολούθησε την οδηγία κι' έφτιαξε αυτό τον κυκεώνα και στη θεά τον πρόσφερε. Και η Δηώ (η Ζητούσα) η πολυσέβαστη τον δέχτηκε για χάρη της τελετουργίας (τηρώντας έτσι τα όσια έθιμα).
Και η Μετάνειρα αφού την υποδέχτηκε λοιπόν με λόγια ευγενικά, την παρηγόρησε για την κατάστασή της και το γιο της το Δημοφώντα της παρέδωσε για να τον αναθρέψει όπως πρέπει. Και η Δήμητρα πήρε το παιδί στην ευωδιασμένη αγκαλιά της και δήλωσε ότι θα το αναθρέψει όπως είναι το σωστό και προστατευμένο από όλα τα κακά θα είναι, όσο θα βρίσκεται κοντά της.
Και ο Δημοφώντας μεγάλωνε σα να ήτανε θεός κι' ούτε τροφή του έδινε, ούτε γάλα η θεά, αλλά με αμβροσία τον ανάσταινε, δίνοντας του ενέργεια με την γλυκιά ανάσα της. Και τις νύχτες κρυφά πάνω στις ιερές φλόγες του τζακιού τον έβαζε για να τον κάνει αγέραστο και αθάνατο.
Αλλά η Μετάνειρα ένα βράδυ όταν αντίκρισε το θέαμα αυτό έβαλε τις φωνές η ανόητη, χτυπώντας και τα δυο τα χέρια πάνω στους μηρούς της και χάλασε το σχέδιο. Και τότε οργισμένη η Θεά της φώναξε: Oι θνητοί είναι κοντόφθαλμοι και ανόητοι. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν το καλό απ' το κακό. Έκανες στο γιο σου ανεπανόρθωτο κακό. Σου ορκίζομαι στον όρκο των θεών, στα αμείλικτα της Στυγγός τα ύδατα, ότι αθάνατο ήθελα να τον κάνω. Αλλά τώρα πια δεν μπορεί να ξεφύγει τη μοίρα των θνητών . Όμως άφθιτη τιμή σ’ αυτόν θα ανήκει, καθώς στην αγκαλιά μου τον εβάσταξα. Μετά από καιρό, οι νέοι της Ελευσίνας, αγώνες θα καθιερώσουν στο όνομά του που θα κρατήσουν στους αιώνες.
Εγώ είμαι η θεά η Δήμητρα. Γι' αυτό όλος ο λαός σας τώρα ας χτίσει ένα μεγαλόπρεπο ναό για μένα εδώ και μέσα ένα βωμό να στήσει. Κοντά στα τείχη, δίπλα στο Καλλίχορο πηγάδι, ας τον υψώσουν. Και θα καθιερώσω εδώ στο βράχο που προεξέχει, τις μυστικές τις τελετές ώστε να τις τηρείτε από δω και πέρα, αγνές κι' αμόλυντες, εξευμενίζοντας έτσι το πνεύμα μου.
Με αυτά τα λόγια η θεά πήρε άλλη θωριά κι' ανάστημα κι' απόδιωξε τη γερασμένη όψη. 'Ενα γλυκό άρωμα ξεχύθηκε απ' το χιτώνα της και η ακτινοβολία της έλαμψε ως πέρα, μακριά. Τα ξανθά μαλλιά της απλώθηκαν ξανά στους ώμους της και το καλοθεμελιωμένο σπίτι γέμισε από φως σαν να ρίχνονταν αστραπές. Μεγαλόπρεπη έτσι κι’ αγέρωχη αναχώρησε από το παλάτι.
Όλη τη νύχτα, τρέμοντας από φόβο οι γυναίκες προσεύχονταν στην ένδοξη θεά. Και την αυγή έτρεξαν να τα αναφέρουν όλα αυτά στο βασιλιά. Κι' ο Κελεός σύναξε τους ανθρώπους του και διάταξε να χτίσουν και να αφιερώσουν έναν όμορφο ναό στη Δήμητρα και μέσα του ένα βωμό όπως αυτή είχε ορίσει, να υψώσουν.
Και η θεά παράμενε εκεί κοντά, μακριά από όλους τους θεούς, θρηνώντας το χαμό της Κόρης της. Και έκανε σκληρές και αβάσταχτες τις εποχές για τους ανθρώπους που δούλευαν τη γη. Δεν άφηνε το σπόρο να φυτρώσει και τον κρατούσε κάτω από τη γη κι' ορκίστηκε στον Όλυμπο να μην πατήσει, μέχρι να ανέβει η κόρη της από τον Άδη. Μάταια έτσι τα βόδια έσερναν το άροτρο. Και θα μπορούσε να ξεκάνει την ανθρώπινη φυλή από την πείνα και να στερήσει έτσι τους Ολύμπιους θεούς απ' τις θυσίες που ανάμεναν.
Ο Δίας τότε κατάλαβε τον κίνδυνο κι' έστειλε τον Ερμή με το χρυσό του το κηρύκειο στο 'Ερεβος. Με γλυκά λόγια τον ορμήνεψε να καταφέρει τον Αϊδωνέα να πάρει την αγνή την Περσεφόνη πίσω και να την οδηγήσει πάλι εκεί στο φως που βρίσκονται και οι άλλοι οι θεοί.
Και ο Αϊδωνέας ο χαμογελαστός όταν τα άκουσε, δέχτηκε τη θέληση του Δία και πρόθυμα έδωσε οδηγίες στη συνετή την Περσεφόνη: Γύρνα τώρα στην κυανόπεπλη μητέρα σου με ευγενική διάθεση. Και μην κρατήσεις μέσα σου παράπονο βαρύ. Δεν είμαι δα ένας αταίριαστος σύζυγος για σένα ανάμεσα σε όλους τους αθάνατους. Τώρα που εκεί θα είσαι, θα βασιλεύεις άξια ανάμεσα σε ότι ζει και έρπει. Και τις τιμές τις μέγιστες θα δέχεσαι ισάξιες με των άλλων των θεών. Και αμείλικτη σε βεβαιώνω θα είναι η τιμωρία μου σε όποιον φανεί άδικος και δεν προσφέρει τις κατάλληλες για σένα προσφορές και δε σου δείξει τον οφειλόμενο το σεβασμό. Αυτά είπε και η Περσεφόνη πέταξε απ' τη χαρά της. Αλλά της έδωσε να φάει ένα σπόρο γλυκό από ρόδι που κρυφά τον ενδυνάμωσε έτσι που να μην μπορεί να μένει πια όλες τις ημέρες με τη σεβάσμια μητέρα της. Κι' εκείνη ανέβηκε αμέριμνη πάνω στο χρυσό το άρμα του Ερμή. Και γρήγορα διέτρεξαν το μακρινό το δρόμο. Κι' ήρθαν και στάθηκαν εκεί μπροστά στο γεμάτο από προσφορές και θυμιάματα ναό της Δήμητρας. Όταν τους είδε η μάνα της, έτρεξε σαν μια Μαινάδα σε βαθύσκιωτο βουνό. Και η Περσεφόνη από την άλλη, μόλις αντίκρισε τα όμορφα της μάνας της μάτια, πήδηξε από το άρμα και χύθηκε στην αγκαλιά της. Αλλά καθώς εκείνη την έσφιγγε επάνω της, ο νους της πήγε στο κακό κι' αποτραβήχτηκε, γεμάτη υποψίες: Κόρη μου όσο έμενες εκεί κάτω μήπως σου έδωσαν τίποτα να φας; Αν όχι, τότε κοντά μου θα σε έχω όλο το χρόνο, και η πιο τιμημένη θα είσαι από τους αθανάτους. Αν όμως κάτι έφαγες, τότε στης γης τα βάθη θα μένεις τέσσερις μήνες κάθε χρόνο, και μόνο τους υπόλοιπους θα τους περνάς κοντά μας. Όταν έρχεται η άνοιξη και ανθίζουνε τα δέντρα, θα ανεβαίνεις από τα ζοφερά τα μέρη και μέγα θαύμα και χαρά θα είσαι για θεούς και ανθρώπους. Με τι δόλο άραγε σε εξαπάτησε αυτός ο δυνατός ο Πολυάρπαγας;
Και η περικαλλής η Περσεφόνη τής τα ομολόγησε όλα. Για το πως ο άρχοντας ο Άδης την άρπαξε ενώ έπαιζε αμέριμνη με τις φίλες της μαζί και πως της έδωσε να φάει το σπόρο από το ρόδι. Κι' έτσι περάσανε την ημέρα ολόκληρη μαζί, ζεσταίνοντας η μια της άλλης την καρδιά, μέχρι που γιατρεμένο καταλάγιασε το πνεύμα τους.
Και η Εκάτη με το λαμπρό τον κεφαλόδεσμο με τρυφερότητα πλησίασε την αγνή της Δήμητρας την Κόρη κι' έγινε πιστή ακόλουθός της. Ο Δίας δήλωσε κι' αυτός ότι τον περισσότερο καιρό η κόρη θα περνούσε με τη μάνα της. Και η Θεά δεν θέλησε να δείξει άλλο ανυπάκουη σ' αυτόν.
Και γοργά πια έτρεξε από του Ολύμπου τις κορφές στο Ράριο πεδίο που πρώτα πλούσιο έβγαζε καρπό και έτρεφε τους ανθρώπους, αλλά που τώρα παράμενε ξερό και άγονο. Γιατί έκρυβε το λευκό το σπόρο του σταριού σύμφωνα με τη θέληση της Δήμητρας. Και έμελλε να βαρύνει πια από τα πυκνά τα στάχυα καθώς ερχόταν τώρα άνοιξη. Και γρήγορα η θεά έκανε το σπόρο να φυτρώσει στον εύφορο τον κάμπο. Ολόκληρη η γη έτσι γέμισε από φύλλα και καρπού

 Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Σε αυτό τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο που τον κυβερνούν εξωτερικά και τελετουργικά μαζί οι Ολύμπιοι θεοί, και υπερβατικά η Θέμις, η Μοίρα και η Δίκη, δεν παύει να υπάρχει και η εσωτερική του δόνηση. Η ανησυχία. Η οποία κάποτε θα παραβιάσει τη συμβατική, την τρέχουσα αρμονική του και θα θραύσει τα όποια τεχνητά φράγματά του. Και τότε δεν θα αρκούν τα ιδανικά της πόλης, οι αναφορές και τα προνόμια του πολίτη, ο πλούτος και η φήμη για να τον εκφράσουν. Ο κόσμος γίνεται πια χώρος πολυτονικός που επιτρέπει σε μία άδηλη αναπνοή να αντηχήσει σιωπηλά των αιώνιο Λόγο. Και ο άνθρωπος σαν ολοκληρωμένη πια προσωπικότητα θα ριψοκινδυνεύσει συνειδητά την καταξίωσή του ή την πτώση του. Θα διευρύνει τους ορίζοντες της ανθρώπινης εμπειρίας και αξιοπρέπειας που θα τον επαναφέρουν αναγκαστικά σε πρακτικές βαθύτερης εσωτερικής προβληματικής και τελεολογίας.
Αυτός ο πνευματικός στίβος είναι που θα τον αναδείξει σαν ένα άλλο μέτρο, το ανάστημα του ίδιου του ανθρώπου, όταν αποφασίσει να το ορθώσει μπροστά στην οθόνη της ιστορίας για να δράσει πια ολομόναχος. Και τότε, πραγματικά θα κατακτήσει μόνο και μόνο την ελευθερία της επιλογής πάνω στα μορφάζοντα διλήμματα της ζωής και θα κληθεί να "διαδραματίσει" κυριολεκτικά το ρόλο του μέσα στο κοσμικό του σύμπαν.
Στις Ικέτιδες και στην Ορέστεια τον βλέπουμε να αντιμετωπίζει το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στους κανόνες που είχαν θέσει οι παλιότεροι χθόνιοι θεοί και σε αυτούς που είχαν εισάγει οι Αχαιοί, με τους νεώτερους Ολύμπιους. Στην Ιφιγένεια το δίλημμα αυτό οδηγεί ακριβώς στην αντίθετη επιλογή. Και που ο Σοφοκλής το δρώμενο αυτό, για να υπογραμμίσει τη στρεψιμότητά του, το ονομάζει στην Αντιγόνη (στ. 74) αντιφάσκοντας συνειδητά "δίκαιο έγκλημα" (όσια πανουργία). Ένα δρώμενο που ξεπηδάει κυριολεκτικά από το ίδιο το απροσδιόριστο της ανθρώπινης προοπτικής που παρουσιάζεται φυσικά εδώ από την απαράμιλλη τέχνη της Ελληνικής Τραγωδίας με υπαρξιακές διαστάσεις και με αναπόφευκτο τίμημα βέβαια το θάνατο.
Ένα δίλημμα όμως που καλείται να το αντιμετωπίσει ο υπεύθυνος, ο "δραματικός" άνθρωπος σε κάθε ζωντανή κοινωνία, πληρώνοντας τη διεύρυνση αυτής της ομαδικής και της ατομικής μαζί συνείδησης, όχι μόνο με το ανάλογο προσωπικό τίμημα, αλλά πάντα και με ένα απρόβλεπτο επιτίμιο.
Έτσι, το στοιχείο που ονομάζουμε προσωπικότητα, που είχε αναδειχθεί βέβαια από παλιά (υπάρχει πάντα) κάτι που οδήγησε σταδιακά την φατρία με της ηγετικές φυσιογνωμίες που ανάδειξε, να εκδιπλωθεί και να σχηματίσει την πόλη, μπορεί να οδηγήσει τώρα με τη δυναμική του, καθώς υπερχείλισε ξεπερνώντας το οριακό του σημείο, και πάλι σε κάτι άλλο, που γεννιέται μέσα, αλλά που κινείται αντίθετα πια από την πόλη.
Ο ατομικισμός λοιπόν σαν φυγόκεντρο κοινωνικό στοιχείο, ξαναγεννήθηκε στην Ελλάδα του 7ου και του 6ου αιώνα. Προαναγγέλθηκε και εκφράστηκε παραστατικά από τους μεγάλους επαναστάτες κάθε εποχής, από τους ποιητές. Αναστήματα όπως ο Αρχίλοχος, ο Αλκαίος και η Σαπφώ, είναι οι πρώτοι που εξέφρασαν μία ιδιότυπη στάση, όχι μόνο στην τέχνη (η λυρική ποίηση που σαν μία υπέροχη ανθρώπινη παραφορά αναπτύχθηκε όχι τυχαία αυτή την εποχή, είναι κατ' εξοχήν έκφραση προσωπικών συναισθημάτων) αλά επεδίωξαν και πήραν στα χέρια τους και έπαιζαν με τόνους βαθείς και αποφασιστικούς, την επτάχορδη λύρα της ίδιας της ζωής.



Ο ΘΕΟΣ ΜΕΤΑ ΤΗ ΜΥΘΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Η ανάδυση αυτού του οράματος δεν προκλήθηκε μόνο από μια εποχιακή κοινωνική παραφορά. Είχε ανάγκη από διαυγέστερους και μεταφυσικότερους συνειρμούς. Χρειαζόταν και την αγάπη και το έλεος ενός θεού.
Στην Ολύμπια θεολογία πια, άρχισε να διεισδύει διστακτικά μια γνωστή μας προϊστορική, Κυκλαδική και Μινωική τελεολογία. Δεν έκρυψε μάλιστα καθόλου την ταυτότητά της. Η ποικιλία του Πανθέου που οι Έλληνες συνθετικά και πλούσια δημιουργούν για να ισορροπήσουν όλες τις τάσεις και να δοκιμάσουν όλα τα πράγματα, κάνει εύκολη την παρουσία στον Όλυμπο του απαλού γνωστού μας Ραδάμανθυ. Αρκεί ο γιος αυτός της Ευρώπης και του βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, να αποκτήσει το κατάλληλο βέβαια διαβατήριο για τη νέα αυτή Ευρωπαϊκή κοινότητα. Πρέπει απλά να γίνει γιος του Δία και για να τηρηθούν τα προσχήματα, ας φαίνεται ότι παραμένει και υιοθετημένος γιος του Αστερίωνα. Του επιτρέπεται έτσι να απαλύνει την Ομηρική Νέκυια, και να προσφέρει ένα καλλίτερο επέκεινα για τους Αχαιούς.
Χρησιμοποιώντας την αόριστη Ησιόδεια αντίληψη των νήσων των Μακάρων, κάπου μακριά όμως, στα πέρατα της γης, εγκατέστησε για χάρη τους τα δικά του Ηλύσια Πεδία. Εκεί τοποθέτησε στην αρχή, μόνο και μόνο για να νομιμοποιήσει τη λειτουργικότητά τους, τους ήρωες και αργότερα τους αγαπημένους των θεών.
Και κάτι ήξερε. Γιατί πρόβλεψε σαν δικαστής και δάσκαλος ότι αγαπημένοι των θεών είναι εύκολο να ανακηρυχθούν αργότερα, εκτός από τους αγνούς ήρωες και οι λαμπροί βασιλιάδες και οι πραγματικοί σοφοί και οι μεγάλοι ποιητές και κυρίως οι ενάρετοι άνθρωποι.
Και ήταν αυτή η διακριτική, προϊστορική έμπνευση που περνώντας κυρίαρχα όμως από τα Ιερά Ελευσίνια, έδωσε την ευκαιρία να επικυρωθεί σιγά-σιγά μία φυσική σύνδεση του αρχαίου Έλληνα με αρχές και αξίες, με εκείνο που αποκλήθηκε μοναδικά και ανεπανάληπτα στη γλώσσα του, Αρετή.
Αλλά για να αξιοποιηθεί αυτό το νέο και ελπιδοφόρο στοιχείο και από την εξωτερική παράδοση, την οποία και θα πλουτίσει (αυτή είναι η αποστολή της εσωτερικής εμπειρίας) υπάρχει ανάγκη ακόμα και ένας Πλάτωνας και ένας Σωκράτης να καταφύγουν πια στις πανάρχαιες πηγές της, μέσα από τον Πίνδαρο, και τους ιερείς και τις ιέρειες, για να την κάνουν αυθεντική. Ας το παρακολουθήσουμε με ενάργεια και στοχαστικά:



ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ

Ο Σωκράτης καθώς συζητάει με το Μένωνα στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, "περί Αρετής", φτάνει στο σημείο (81α) που καλείται να αντιμετωπίσει το ακόλουθο σοφιστικό επιχείρημα: Αν κάτι το ξέρεις δε χρειάζεται να το ερευνήσεις. Ο Σωκράτης δηλώνει ότι δε συμφωνεί βέβαια με το σόφισμα αυτό και χρησιμοποιεί την αρχαία εσωτερική και μυστική παρακαταθήκη για να το αντικρούσει.
Έχω ακούσει Μένωνα, λέει, σοφούς άνδρες και γυναίκες να μιλάνε για τα θεία πράγματα. Είναι ιερείς και ιέρειες που ξέρουν για ποια πράγματα μιλάνε. Τα λέει ακόμα και ο Πίνδαρος και πολλοί άλλοι από τους ποιητές που είναι θείοι. Και θα σου τα αποκαλύψω βέβαια, αλλά εσύ θα κρίνεις αν είναι σωστά ή όχι. Λένε λοιπόν ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη, η οποία (μπορεί βέβαια να) τελευτά - αυτό δηλαδή που ονομάζουμε θάνατο - αλλά ξαναγεννιέται και ποτέ δε χάνεται. Πρέπει όμως να διαβιώνει κανείς όσο πιο αγνά μπορεί. Και υπάρχει σοβαρός λόγος γι' αυτό. "Γιατί όσοι θα αποτίσουν προς την Περσεφόνη τις ποινές του παλαιού της πένθους αυτών τις ψυχές μετά από εννέα χρόνους (κύκλους ύπαρξης), στον πάνω ήλιο ανεβάζει. Και από αυτές (τις εξαγνισμένες ψυχές όταν ενσαρκωθούν ξανά) προέρχονται οι λαμπροί βασιλιάδες και εκείνοι που εξελίσσονται ταχύτατα σε δυνατούς χαρακτήρες και σε μεγάλους σοφούς. Και μετά από αυτό (τον αλτρουιστικό άθλο, μπορεί να) αποκαλούνται αγνοί ήρωες".
Αυτοί λοιπόν που έφτασαν στη βαθμίδα να υπηρετούν με συνέπεια την Αρετή, είναι που αποκτούν τελικά το δικαίωμα να καταλάβουν μία θέση στα Ηλύσια Πεδία του αγνού Ραδάμανθυ.



ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ

Η ηρωική εποχή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, είναι απλή ανάμνηση. Είναι ένας αρχέγονος μύθος που απαιτεί ή σεβασμό και ανάπλαση όπως το υλοποίησε με ανεπανάληπτα επιδέξιο τρόπο η Πυθαγόρεια σχολή, ή μία άτεγκτη διάλυση και απόρριψη, μέσα από τη σκληρή αλλά εμπνευσμένη λογική των Ιώνων φιλοσόφων.
Αλλά οι συνέπειες και στις δύο περιπτώσεις είναι προσδιορισμένες και καταλυτικές για το μέσο άνθρωπο. Ο προσωπικός ήδη θάνατος τον αγγίζει εφιαλτικά και του διαβρώνει οποιαδήποτε δραστηριότητα ποιότητας. Αισθάνεται απελπιστικά ολομόναχος και η περιρρέουσα ιδεολογία τον καθιστά για μια ακόμη φορά στην ιστορία, θύμα πλάνης.
Καθώς έχει αποσπαστεί πια από τη θαλπωρή της πατριάς και τη δύναμη της φυλής και του γένους, παραδέρνει σαν φτερό στον άνεμο μέσα στις παραδοξότητες και τα απρόοπτα της ζωής. Η περιπέτειά του δε βρίσκει πια αγκυροβόλιο στην αθανασία ενός ομαδικού γίγνεσθαι. Διαπιστώνει συνεχώς ότι τα πάντα γύρω του ρέουν, όχι μόνο φυσικά ή φιλοσοφικά. Οι όποιες μέχρι τότε αναφορές του γίνονται αναξιόπιστα πλέον μυθικές και αόριστες. Η μεταφυσική αγωνία μεταβάλλεται σε έντονη υπαρξιακή αναζήτηση και θα επιχειρήσει τη λύση της πλέον, στο προσωπικό της διάνυσμα.
Ακριβώς οι νέες αυτές συνθήκες είναι που θα αναθερμάνουν τη μυστική παρόρμηση και την πορεία προς τα Άδυτα των Μυστηρίων. Και εκείνα θα προσφέρουν παράλληλα κάτι που θα έχει τεράστια κοινωνική και ψυχολογική σημασία: Η παλιά δομή που στηριζόταν στη συγγένεια και το αίμα με τις πατριές και τα φύλα θα παραχωρήσει τη θέση της σε μια άλλη προσδοκία. Η ενότητα των μυστικών θιάσων μπορεί να στηριχθεί στη φιλία και την πνευματική αδελφότητα και έτσι προβάλλεται για πρώτη φορά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα μια έννοια μεταφυσική, φυσική και εναδική, η έννοια της αγάπης. Με προεκτάσεις πρακτικές. Και παράλληλα, καθώς η ομαδική ευθύνη χαλαρώνει, αναδύεται στη θέση της πολυτονικά εκείνο που ήδη αποκαλέσαμε προσωπικότητα και ευθύνη ατομική.



  ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Ζητήσατε χειραγωγόν, τον οδηγήσοντα υμάς επί τας της γνώσεως θύρας, όπου εστίν το λαμπρόν φως, το καθαρόν σκότους, όπου ουδέ εις μεθύει, αλλά πάντες νήφουσιν αφορώντες τη καρδία εις τον οραθείναι θέλοντα.
Corpus Hermeticum (VII.2)

Η εξωτερική λατρεία είναι υποχρεωτική και συμβατική, δεν κάνει διακρίσεις και επιλογές. Ανήκει σε αυτή κανείς από τη στιγμή της γέννησής του και συναρτάται κυρίως η σχέση του με αυτή, από την πίστη που ακολουθεί η οικογένειά του.
Aντίθετα, η εσωτερική λατρεία είναι εθελοντική και εκλεκτική και απαιτεί ώριμα στη ηλικία και στη σκέψη μέλη. Είναι προσιτή μόνο στο δόκιμο, σ' αυτόν δηλαδή που ελεύθερα και αβίαστα ζητάει ο ίδιος να υποβληθεί σε ορισμένες δοκιμασίες που επιβραβεύονται όταν είναι επιτυχείς, με ουσιαστικές αποκαλύψεις μέσα από μυστικές τελετές και απόκρυφες διδασκαλίες.
Αλλά και από την πλευρά τους, οι φύλακες της εσωτερικής παράδοσης μετά την αίτησή του δοκίμου, του επιτρέπουν να γίνει δεκτός σε αυτήν, μόνο αφού κάνουν έλεγχο της προσωπικότητας του και πεισθούν για τις ικανότητές του. H τελετή της μύησής του που ακολουθεί, είναι τότε "αποκαλυπτική", του φανερώνει δηλαδή άγνωστα στους πολλούς πράγματα. και αυτή ακριβώς είναι και η σημασία του όρου μύστης και η όλη διαδικασία γι' αυτό ονομάζεται "μυστήριο".
Κατά κανόνα τα Μυστήρια στην Αρχαία Ελλάδα δεν δημιουργούν μία ξεχωριστή θρησκεία, έξω από τη δημόσια θρησκεία, δεν κινούνται δηλαδή αντίρροπα προς το δεδομένο θρησκευτικό καθεστώς. Απλά προσφέρουν σε εκείνους που ενδιαφέρονται, μία ειδική ευκαιρία βαθύτερης και εντονότερης επικοινωνίας με τα θρησκευτικά δρώμενά του. Kυρίως αυτό το επιτυγχάνουν με την ανάπτυξη μίας προσωπικής σχέσης του νεόφυτου μέσα από τις μυήσεις του, με ορισμένους από τους θεούς, όταν η δημόσια, η εξωτερική θρησκεία έχει βέβαια - και κατά κανόνα έχει - ένα πολυθεϊστικό χαρακτήρα.



ΤΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑ ΤΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

Τα Μυστήρια, παρά την ποικιλία της έκφρασής τους, έχουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά που μια συνοπτική επισήμανσή τους θα είναι επιβοηθητική της κατανόησης του οικουμενικού χαρακτήρα τους.


Α) Τα στάδια της μύησης
Τρία κυρίως είναι τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούν στην ολοκλήρωση της εισδοχής του υποψήφιου σε ένα από τα μυητικά Συστήματα. Είναι η κατάλληλη προετοιμασία του, η καθ' αυτό μύησή του και τα αποτελέσματα ή τα προνόμια που θα αποκτήσει από αυτή.

Ο Πρόκλος ονομάζει τις τρεις αυτές φάσεις, Τελετή, Μύηση, Εποπτεία.
Ο Ολυμπιόδωρος κλιμακώνει τη διαδικασία αυτή σε πέντε βαθμίδες (αλλά στην ουσία δεν κάνει παρά μία μεγαλύτερη ανάλυση των τριών βασικών σταδίων): 
α) Δημόσια Κάθαρση, β) Εσωτερική Κάθαρση, γ) Συστάσεις (Εξηγήσεις, Κατηχήσεις), δ) Μυήσεις και ε) Εποπτεία (Angus).
Και είναι ο Θέων ο Σμυρναίος που με μία παραλλαγή αυτών των πέντε σταδίων προσδιορίζει καλλίτερα από όλους το ενιαίο στην ουσία περιεχόμενό τους, ως εξής:
"Προηγούνται (των τελεσμάτων αυτών) καθάρσεις, γιατί η συμμετοχή στα Μυστήρια δεν είναι επιτρεπτή σε κάθε ένα που το επιθυμεί. Μερικοί δεν γίνονται δεκτοί προκαταβολικά με διακηρύξεις, είτε γιατί έχουν ακάθαρτα χέρια, είτε γιατί ο λόγος τους είναι ακατανόητος. (Είτε δηλαδή δεν έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, είτε δεν έχουν την διανοητική ικανότητα να αφομοιώσουν το περιεχόμενο των Μυστηρίων).
Αλλά και όσοι έχουν τα προσόντα να γίνουν δεκτοί πρέπει να υποβληθούν σε ορισμένες καθαρτήριες τελετές πριν γίνουν τελικά αποδεκτοί.
Μετά την κάθαρση το επόμενο στάδιο είναι "η τελετής παράδοσις", δηλαδή η συμμετοχή του υποψηφίου στην ανάλογη τελετή και η ανακοίνωση των άρρητων Μυστηρίων σε αυτόν από τους κατόχους των, τους Ιεροφάντες.
Το τρίτο μέρος είναι αυτό που χαρακτηρίζεται σαν Εποπτεία που είναι ο στοχασμός και η εμβάθυνση από μέρους του νεόφυτου πάνω στα δρώμενα και τα λεγόμενα (που του έχουν αποκαλυφθεί), δηλαδή πάνω στο μύθο, στα σύμβολα και στη Θεοφάνια του Πάτρωνα θεού. Το τέταρτο στάδιο είναι το πέρας της Εποπτείας κατά το οποίο γίνεται η ενθρόνιση, ο στολισμός και η αφιέρωση του μυουμένου με στεφάνους, ανάδεση με ταινίες κ.λπ. που παρέχει σε αυτόν το δικαίωμα να ανακοινώνει και σε άλλους τα Μυστήρια και τις τελετές είτε σαν Δαδούχος, είτε σαν Ιεροφάντης, είτε με κάποια άλλη ιδιότητα ιεροσύνης. Και το τελευταίο στάδιο είναι η συνέπεια του προηγούμενου, είναι η πραγματική ευλογία και ο ουσιαστικός, ο βιωματικός σύνδεσμος ο οποίος δημιουργείται ανάμεσα στο μύστη και την εξάρχουσα θεότητα, από την ενέργεια που παρέχει η μυητική αλυσίδα της αντίστοιχης παράδοσης και από τη δεκτικότητα που παράγει η αφοσίωσή του. "Η εξ αυτών περιγενομένη κατά το θεοφιλές και θεοίς συνδιαιτών ευδαιμονία" (Μαθηματικών Ι).
Συνοψίζουμε μετά από αυτή την έκθεση, σταχυολογώντας από τον Πλάτωνα ή καλλίτερα από τη Διοτίμα, την Ορφική αυτή ιέρεια από τη Μαντινεία που μύησε το Σωκράτη στην ερωτική μανία και επιγράφουμε με το κύρος τους αυτά τα στάδια τελικά ως εξής:

α) έλεγχος των προσόντων του υποψηφίου, μαζί με την Κάθαρση.
β) Μύηση και ανακοίνωση των Μυστηρίων σε αυτόν με διδασκαλίες, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και ο μύθος της καταγωγής τους και
γ) Εποπτεία των δρωμένων από αυτόν και απόκτηση της Ευλογίας της διαδοχής (Συμπόσια, 201d-212c).


Β) Τα Άγια Πάθη

Τα μυστήρια συνδέονται με διηγήσεις και Ιερούς Λόγους που όπως είδαμε παραμένουν μυστικοί. Οι σχετικοί μύθοι πάνω στους οποίους στηρίζονται, αναφέρονται βασικά στα άρρητα πάθη του Πάτρωνα Θεού. Ο αποθρονισμός και η πτώση του Κρόνου στα Τάρταρα, η αρπαγή, η ακούσια απαγωγή της Περσεφόνης και η κατάβασή της στον Άδη, ο φόνος και ο διαμελισμός του Διόνυσου, είναι κλασσικές του "πάθους" αυτού αναφορές. Υπάρχουν για να επισφραγίζουν και να αποτυπώνουν έντονα στη συνείδηση των Μυστών το αντιφατικό, το άδικο και το παράλογο που επικρατούν στο δυϊκό επίπεδο. Αυτό το παράλογο που παρ' όλο που το βιώνει καθημερινά ο άνθρωπος δεν θέλει να το αποδεχτεί βέβαια και πολύ περισσότερο να το ξεπεράσει.
Αλλά τα πάθη αυτά είναι άρρητα και για έναν πολύ ουσιαστικό λόγο επίσης: γιατί είναι αδιανόητο για τον κοινό άνθρωπο να πάθει κάτι ένας θεός. Η τυχόν λοιπόν κοινολόγησή τους έτσι, θεωρείται και είναι η μεγάλη διακινδύνευση της προσωπικότητας του μυημένου, απέναντι στο κοινό, γιατί βάζει σε δοκιμασία την τρέχουσα λογική, η οποία θα του αμφισβητήσει βεβαιωμένα τη δική του αξιοπιστία και σοβαρότητα.
Για να είναι όμως η αποτύπωση των παθών αυτών του Πάτρωνα Θεού ενεργητική και βιωματική, αυτός που θέλει να γίνει Μύστης, ακόλουθός του, πρέπει αναλογικά κατά τη διάρκεια της μύησης να υποβληθεί σε μία σκληρή δοκιμασία υπέρβασης και αυτός. Σε μια προκλητική προβολή του παράλογου, αλλά παράλληλα και του κρυφού νοήματος των φαινομένων και της ίδιας της ζωής.
Ο Δόκιμος, συμβολικά δηλαδή, ψυχολογικά και σωματικά, "παθαίνει".
Συμβαίνουν δηλαδή κατά τη διάρκεια της μύησης γεγονότα τρομακτικά τα οποία σχετίζονται με το δέος που προκαλεί η ίδια η επικοινωνία με το θείο. Οι δοκιμασίες της μύησης έχουν να κάνουν έτσι με την υπέρβαση του φόβου του θανάτου και ο μύστης και ο πάτρωνας θεός του με μία ταυτοπροσωπία (η οποία πρέπει να επισυμβαίνει με έναν απόλυτο φυσικά σεβασμό) περνούν μέσα από μια διαδικασία μίμησης θανάτου και ανάστασης, που συνήθως αποκαλείται "διάβαση".

Μετά όμως από το θείο δράμα, μετά το διαμελισμό και το αναγκαίο πένθος, θα ακολουθήσει κατά κανόνα στα αρχαία Μυστήρια η σύναξη, ο πανηγυρισμός και η χαρά, το θάνατο θα διαδεχτεί με βεβαιότητα η ανάσταση. Γιατί η διαταραχθείσα από την αδικία τάξη, πρέπει να αποκατασταθεί (Bukert).

H μύηση έτσι, όταν είναι δονούμενη και καθαρή, είναι εμπειρία μεταφοράς σε ένα άλλο επίπεδο ύπαρξης. Γι αυτό μοιάζει, ταυτίζεται πολύ με τη διαδικασία της στιγμής του θανάτου, μας λέει ο
Πλούταρχος:

"Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, (εξ αιτίας της εξοικείωσης μέσω της ανάμνησης της μυήσεώς του) απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς" (Burkert).




Γ) Η Aπόκρυψη μέσα από συμβολισμούς και αλληγορίες

"Ό,τι εικάζεται είναι περισσότερο εντυπωσιακό... (αντίθετα) ότι είναι απλό και έκδηλο, εύκολα περιφρονείται, όπως όταν ο άνθρωπος είναι γυμνός. Έτσι και τα Μυστήρια χρησιμοποιούν τη μέθοδο της αλληγορίας ώστε να προκαλούν κατάπληξη και δέος και γι' αυτό τελούνται στο σκοτάδι και τη νύχτα", μας λέει ο Δημήτριος (Περί Ερμηνείας, 101). Και ο Ευριπίδης βάζει το Διόνυσο να υπερασπίζεται την τέλεσή τους κατά τη νύχτα "γιατί σεμνότητα προσδίδει το σκοτάδι σε αυτές" Βάκχες, στ. 486.

Ο Στράβωνας ακολουθώντας τον Ποσειδώνιο αναφέρει ότι "η απόκρυψη στα Μυστήρια μιμείται τη φύση, η οποία απεχθάνεται την έκδηλη παρουσίαση". Και είναι γνωστή η ρήση του Ηράκλειτου ότι η κρυμμένη αρμονία είναι καλλίτερη από τη φανερή.

Ο Μακρόβιος συμφωνεί: "Η φύση απεχθάνεται τη σαφή και απερίφραστη
αυτοαποκάλυψη... Επιθυμεί τα μυστικά της να τα χειρίζεται ο μύθος.
Κατά συνέπεια, τα ίδια τα μυστήρια κρύβονται στις υπόγειες διόδους
της συμβολικής έκφρασης, έτσι ώστε ούτε καν στους μυημένους να είναι
δυνατό να παρουσιαστεί γυμνή η φύση τέτοιων πραγματικοτήτων, αλλά
μόνο επίλεκτοι να μπορούν να γνωρίζουν το πραγματικό μυστικό, με τη
βοήθεια της ερμηνείας που παρέχει η σοφία, ενώ οι υπόλοιποι μπορεί
να είναι ικανοποιημένοι με το να τιμούν το μυστήριο, το οποίο
προασπίζουν αυτές οι συμβολικές εκφράσεις από την κοινοτοπία"
(Burkert μετ. Έφη Ματθαίου).

Τα Μυστήρια είναι μυστικά, όχι γιατί είναι άσεμνα, θα επισφραγίσει
στην εποχή μας, η μεγάλη Κυρία της Ελληνικής φιλολογικής αναγέννησης
η Harrison, αλλά γιατί είναι έντονα κοινωνικά, ευπρεπή και απόλυτα
ιερά.




Δ) Ο μύθος

Ο μύθος εξ άλλου, που χρησιμοποιείται σαν πλαίσιο των δρωμένων και
των λεγομένων στα μυστικά τελέσματα, είναι αναφορά και διείσδυση σε
θεία κυρίως πεδία και έχει χαρακτηριστεί σαν η παλαιότερη και η πιο
γνωστή μορφή του "ομιλείν περί των θεών".

Η σοφή αυτή μέθοδος ανάγει σε άλλη παρωχημένη εποχή την Θεοφάνια
τους, προστατεύει τους θεούς από τη βέβηλη και ωμή περιγραφή που
χρησιμοποιεί η τρέχουσα ιστορία και δραματοποιεί συγχρόνως οραματικά
και ιδανικά το περιβάλλον τους, το οποίο μπορεί και διατηρεί έτσι
την καθαρή του διάσταση. Με τον επιδέξιο αυτό τρόπο, η κύρια θεότητα
κάθε μυστηριακής λατρείας προβάλλεται φωτεινά και άσπιλα μέσα από
ένα μύθο και συγχρόνως περιβάλλεται και προστατεύεται από αυτόν
στοργικά. Τότε και μόνο τα θεία πεδία αποτελούν αστείρευτες πηγές
ευλογίας και χώρους καταφυγής και ανάτασης.

Γιατί ο μύθος μέσα από τον παλμό του τελέσματος, την έμπνευση του
χώρου και την χωρίς όρια αφοσίωση του υποψηφίου, επαναβιώνεται
δραματικά και ουσιαστικά, παύει να είναι μύθος και σαν κατακαίουσα
πραγματικότητα υπερβαίνει τον όποιο χρόνο και γίνεται ένα ζωοποιό
και αέναο παρόν.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του μύθου είναι ότι ενώ το κύριο περίγραμμά
του μπορεί να είναι γενικά γνωστό στο ευρύ κοινό, ορισμένες
αξιοσημείωτες όμως λεπτομέρειές του θεωρούνται ιερές διατηρούνται
μυστικές και ανακοινώνονται μόνο σε ένα περιορισμένο κύκλο Μυστών
και μόνο κατά τη διάρκεια της ίδιας της μύησης.

Από τη φύση του έτσι ο μύθος δεν έχει καμιά υποχρέωση να εμφανίζεται
"λογικός" και δεν καλύπτει καμιά μυητική ανάγκη με το να δείχνεται
αληθοφανής. Πέρα από αυτά ο μύθος για να δικαιώσει τον τίτλο του,
πρέπει να προσφέρεται για περισσότερες από μία συμβολικές και
αλληγορικές ερμηνείες.

      
  Ε) Τo Aπόρρητο και το Άρρητο

Η Μυστικότητα των λεγομένων και των δρωμένων στα Μυστήρια είναι  ριζική, και πρέπει να παραμένει σαν μία θεμελιακή τους αρχή. Απαγορεύεται η ανακοίνωσή τους είτε με την έννοια του απόρρητου, αυτού που δεν πρέπει να ανακοινωθεί, είτε σαν άρρητο με τη απόλυτη έννοια του όρου, δηλαδή αυτού που είναι τόσο βιωματικό που γίνεται  άφατο και ανέκφραστο και δεν μπορεί από τη φύση του πια να ανακοινωθεί.
         


 ΣΤ) Ο Eυριπίδης και τα μυστήρια

            Μια συγκλονιστική και πολύπλευρη εικόνα για τη φύση και την
            ατμόσφαιρα των μυητικών τελεσμάτων, έχει προσφέρει ο Ευριπίδης στην
            ανθρωπότητα με τις Βάκχες του: Εδώ, μεταφέρεται απλά ένα εισαγωγικό
            απόσπασμα τους (στ. 471 επ.) που περιέχει ένα διάλογο ανάμεσα στο
            Διόνυσο που δεν έχει φανερώσει ακόμα τη θεία ιδιότητά του και
            υποκρίνεται απλά τον οπαδό του Διονύσου και του βασιλιά Πενθέα που
            σαν όλους τους συμβατικούς και εξώστροφους εκφραστές της εξουσίας,
            είναι αντίθετος στα όργια αυτά:

            ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Σε εγρήγορση έπρεπε να βρίσκομαι όταν (ο Διόνυσος) μου
            δίδαξε και μου αποκάλυψε τις τελετές του.
            ΠΕΝΘΕΑΣ: Μα τι νόημα άραγε έχουν αυτές οι τελετές;
            ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Στους αμύητους δεν μπορούν αυτά τα πράγματα να
            ανακοινωθούν! Όποιος σε έναν αμύητο θα φανερώσει αυτά τα σοβαρά τα
            μυστικά, θα αποδειχθεί ανόητος.
            ΠΕΝΘΕΑΣ: Και οι τελετές του Διονύσου, τη νύχτα ή την ημέρα γίνονται;
            ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Πιο πολύ τη νύχτα. Γιατί σεμνότητα προσδίνει το σκοτάδι σ'
            αυτές.
            ΠΕΝΘΕΑΣ: Πρώτα-πρώτα θα σου κόψω τις μακριές μπούκλες των μαλλιών
            σου.
            ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Μα είναι αφιερωμένες. Είναι κι αυτό ένας τρόπος λατρείας
            του θεού.
            ΠΕΝΘΕΑΣ: Έπειτα αυτό το θύρσο να μου παραδώσεις.
            ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Εσύ ο ίδιος αν τολμάς, έλα να τον πάρεις. Γιατί κι αυτός
            είναι λατρευτικό αντικείμενο.

           
            Z) Τα Aρχαία Eλληνικά μυστήρια και ο Πλάτωνας

Παράλληλα λοιπόν με τη χαρούμενη και αφρόντιστη φαινομενικά θρησκευτική έκφραση που γνωρίζει το ευρύτερο κοινό και που μόνο συνοπτικά καλείται Δωδεκάθεο, ο αρχαίος Ελληνικός κόσμος εμβολιάστηκε μέσα από τα Μυστήρια, με μία δυνατότητα υπερβατικής σύλληψης των αιωνίων αξιών και με μία βιωματική μεταθανάτιας προσδοκίας.
Και τη δόνηση και την αποκάλυψη αυτού του "άρρητου" κανένας δεν θα μπορούσε να τα εκφράσει καλλίτερα από τον Πλάτωνα, όχι το φιλόσοφο βέβαια, αλλά τον έξοχο οραματιστή και ποιητή. Ας διαλογιστούμε και εμείς πάνω σε αυτά, ακολουθώντας τους υψηλόφρονες στοχασμούς του:


            Μέχρι τώρα μιλήσαμε για το τέταρτο και τελευταίο είδος της μανίας
            που καταλαμβάνει εκείνον που όταν αντικρίσει το γήινο κάλος,
            αναπτερώνεται από την ανάμνηση του αληθινού κάλους. Και θέλει να
            πετάξει (τότε στις υψηλότερες σφαίρες ύπαρξης), αλλά δεν μπορεί. Και
            σαν πουλί πια κοιτάζει προς τα πάνω και αδιαφορεί για ότι βρίσκεται
            από κάτω του. Και γι' αυτό φαίνεται (στους άλλους) να ενεργεί σα
            μανιακός. Και απέδειξα ότι από όλες τις εμπνεύσεις αυτή είναι η
            άριστη και καθιστά άριστο και εκείνον που γίνεται κοινωνός της και
            την κατέχει. Και μόνο αυτός που κατέχεται από αυτή τη μανία και
            λατρεύει κυριολεκτικά το ωραίο, δικαιούνται να λέγεται εραστής.
            Γιατί όπως είπαμε, κάθε ανθρώπινη ψυχή από τη φύση της ορέγεται να
            αντικρίσει την αληθινή ουσία των πραγμάτων. Αλλά καθώς κατέβηκε σ'
            αυτό το ανθρώπινο σώμα (του ζώου) δεν είναι εύκολο να αναθυμηθεί
            βυθισμένο στα γήινα, εκείνα που είδε τότε φευγαλέα εκεί, και καθώς
            ξεπέφτει εδώ στη δυστυχία, τυχαίνει κάτω από ορισμένες συνθήκες να
            διαφθαρεί, να πάρει τον κακό δρόμο, (να μολυνθεί από) το άδικο και
            να ξεχάσει έτσι αυτά τα ιερά πράγματα που είχε τότε αντικρίσει.

            Πολύ λίγες ψυχές πράγματι υπάρχουν που διατηρούν σε ικανοποιητικό
            βαθμό αυτή την ανάμνηση. Και είναι αυτές που όταν αντικρίσουν εδώ
            κάποια αντανάκλαση του άλλου κόσμου, εκστασιάζονται και γίνονται
            ασυγκράτητες. Και δεν ξέρουν βέβαια γιατί παθιάστηκαν τόσο πολύ,
            επειδή απλά δεν έχουν καθαρή αίσθηση της αιτίας τους πάθους τους.

            Δεν υπάρχει λοιπόν πραγματική ανταύγεια δικαιοσύνης και σωφροσύνης ή
            οποιασδήποτε άλλης αρετής από αυτές που είναι ζωτικές για την ψυχή,
            στα γήινα αντίγραφά τους. Γιατί με ατελή όργανα μόλις και μετά βίας
            μερικοί αναγόμενοι από τις εικόνες τους, μπορεί να οραματιστούν απλά
            τα αρχέτυπά τους.

            Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι
            νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν τη λαμπρή ωραιότητα
            και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορώ με
            τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου
            άλλου πάτρωνα θεού.
            Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση
            μέσα μας και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από
            οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και
            βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες
            μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε
            εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό
            δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο"
            (Φαίδρος 249d επ).


Η ΟΡΦΙΚΗ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ

Η διαδικασία εισδοχής στα Ορφικά Μυστήρια ακολουθώντας τα πανάρχαια έθιμα της μυστικής παράδοσης, χωριζόταν και αυτή στα τρία γνωστά μας κύρια μέρη: Την Κάθαρση, τη Μύηση και την Εποπτεία.
Προτού μπούμε όμως στη διαδικασία της καθαυτό Ορφικής Κάθαρσης, είναι σκόπιμο να περιγράψουμε τη θέση που έπαιρνε απέναντι στις καθαρτικές τελετές και την κριτική που ασκούσε για τον τρόπο που τελούσαν τα μυστήρια, ο πολύς Ηράκλειτος.
Μετά θα προβάλλουμε και μάλιστα σκηνικά μια περιπαικτική αποκάλυψη πάνω στη διαδικασία εισδοχής στα αρχαία Μυστήρια και στο τυπικό της Κάθαρσης, όπως τη διαπλέκει ένας μάγος του αρχαίου θεάτρου, ο Αριστοφάνης.



Η Κάθαρση και ο Ηράκλειτος

Το απόσπασμα 5 του σκοτεινού φιλόσοφου είναι ενδεικτικό των θαρραλέων τομών που επιδίωξε να πραγματοποιήσει στην αρχαία Ελληνική κοινωνία, η οποία όμως δεν ήταν ώριμη να δεχτεί τις υψηλές του αποκαλύψεις. Τονίζεται στο απόσπασμα αυτό η απέχθειά του για τον τυπικό και εξωτερικό τρόπο προσέγγισης της λατρείας:
''Εξαγνίζονται υποτίθεται (οι πιστοί) από το μίασμα του αίματος, κάνοντας αιματηρές θυσίες, σα να θέλουν να καθαριστούν από τις λάσπες, κάνοντας λασπόλουτρα. Και μαίνονται αν τολμήσει κάποιος άνθρωπος να τους επισημάνει το παράλογο αυτού που κάνουν. Και προσεύχονται στα ίδια τα αγάλματα σα να μιλάνε σε τοίχους, χωρίς να ξέρουν ούτε τι ακριβώς είναι οι θεοί, ούτε τι είναι οι ήρωες".
Στο απόσπασμα αυτό κραυγάζει μια ουσιαστική αλλά αμφίστομη αναφορά του στα Ορφικά Μυστήρια : Πρώτα πρώτα γιατί κάνει ένα λογοπαίγνιο με τις οικείες λέξεις μαίνομαι (Μαινάδες)  και μιαίνομαι (από το αίμα του διασπαραγμού).  Μετά, γιατί τάσσεται ανοιχτά κατά των αιματηρών θυσιών που πρώτη το τόλμησε η Ορφική πρακτική στην αρχαία Ελλάδα, με τις εκατόμβες των θυσιών που κάθε ημέρα πραγματοποιούσαν. 'Έπειτα χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μόλυνσης από τον πηλό που χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα Ορφικά Μυστήρια κατά τη διαδικασία της κάθαρσης. Και τρίτο μας δηλώνει ότι ο κοινός άνθρωπος δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι οι θεοί και τι είναι οι ήρωες. Μια σύζευξη όχι τυχαία που μπορεί να ερμηνευθεί σαν μια επιλεκτική δυνατότητα θέωσης των ανθρώπων εκείνων που έχουν αναπτύξει όλως εξαιρετικές ιδιότητες, όπως μας το έχει παραδώσει το αρχέτυπο του ήρωα. Τελικά είναι βέβαιο ότι υπογραμμίζει την ανάγκη όχι μόνο της ύπαρξης, αλλά και μιάς βαθιάς και ουσιαστικής λειτουργικότητας που έπρεπε να έχουν τα μυστήρια, όταν εκφράζονται βέβαια δονητικά.
Aυτό το επιβεβαιώνει και με το απόσπασμά του 14: "Αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν ως (ιερά) Μυστήρια, τα τελούν κατά ανίερον τρόπον". Και το απόσπασμα 15, στο οποίο έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί: "Ο Πλούτωνας και ο Διόνυσος είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος θεός για τον οποίο οι άνθρωποι καταλαμβάνονται από μανία και επιτελούν όργια", υιοθετώντας έτσι θα λέγαμε την Ορφική μεταρρυθμιστική στάση απέναντι στα Διονυσιακά αιματηρά 'Oργια.
Αλλά ο Ηράκλειτος θα παραμείνει για πάντα σκοτεινός και ανερμήνευτος, όπως έμεινε και για τον ίδιο ακόμα το Σωκράτη, γιατί προηγήθηκε κατά πολύ της εποχής του. Η γραμμική και διαλεκτική σκέψη της, ήταν αδύνατο να διαταραχθεί από τα κεραυνοβόλα και εναδικά χορικά του. Αν αυτό το ανάστημα που η πατούσα του ήταν ίδια σε μέγεθος με το διαμέτρημα του ήλιου, είχε περισσότερο επικοινωνηθεί, θα είχε αναδειχθεί σε ένα Βούδα της δύσης, όπως χαρακτηριστικά έχει ειπωθεί. Και ο κόσμος θα ήταν αδύνατο πια να υποφέρει από οποιοδήποτε είδος πολιτικού, φιλοσοφικού ή θρησκευτικού αυταρχισμού.

Η Κάθαρση και ο Αριστοφάνης

Ο Αριστοφάνης, ανοίγοντας φαίνεται για χάρη των επερχόμενων, μια άλλη θύρα πρόσβασης στα αρχεία της μυστικής σοφίας, υπηρέτησε μια επιδέξια εντολή και παρόρμηση του αρχαίου ιερατείου. ’Έπαιξε κυριολεκτικά, συνειδητά ή ασυνείδητα με τα λεγόμενα και τα δρώμενα των Μυστηρίων. Κινήθηκε δήθεν περιπαικτικά στα όρια της επιτρεπόμενης αποκάλυψής τους, τα οποία όμως ποτέ δεν παραβίασε. Και ποτέ έτσι δε θα μάθουμε αν υπήρξε πραγματικά μεγάλος μύστης ή μεγάλος θαυμαστής των Μυστηρίων τα οποία δεν ευτύχησε ποτέ να βιώσει. Σχεδόν όμως κάθε κωμωδία του, οι ’Όρνιθες, οι Νεφέλες, οι Θεσμοφοριάζουσες, ο Πλούτος, μας βάζει στον πειρασμό να απαντήσουμε θετικά σε αυτό το δίλημμα. και να τον θεωρήσουμε Διδάσκαλο και Μύστη, με ιδιαίτερη όμως αποστολή. Η κρούση της Ωραίας Πύλης των Μυστικών Αδύτων από έναν κενόδοξο υποψήφιο και η Ορφική λ.χ. Κάθαρση, πουθενά αλλού δεν περισώθηκαν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. και επιτυχημένη παραλλαγή. Ας παρακολουθήσουμε αυτές τις σκηνές με διεισδυτική όμως και στοχαστική διάθεση:



Οι Σκηνές είναι από  την Κωμωδία του "Νεφέλες"
 (στ. 133-143 και 250-268):

Μαθητής - Στον κόρακα! Ποιος κρούει τη θύρα;

Στρεψιάδης - Εγώ ο Στρεψιάδης, ο γιος του Φείδωνα, από τα Κίκυννα!

Μαθητής - Αμύητος πρέπει να είναι μα το Δία αυτός που απερίσκεπτα και δυνατά κλωτσάει αυτή τη θύρα και μου διασπά τη λύση που ο διαλογισμός μου βρήκε!

Στρεψιάδης - Συγνώμη, μα είμαι άνθρωπος χωριάτης! Αλλά για πες μου τι λογισμό άραγε σού κοψα στη μέση;

Μαθητής - Μα δεν είναι επιτρεπτό αυτά τα πράγματα να ανακοινώνονται παρά στους Μαθητές!

Στρεψιάδης - 'Έλα, πάρε θάρρος και πέσ’ μου τα εμένα! Γιατί κι' εγώ να μαθητέψω στη σχολή σας, ήρθα!

Μαθητής - Τότε λοιπόν μπορώ να στα ανακοινώσω. Αλλά να ξέρεις ότι πρόκειται για αληθινά μυστήρια.

 (Αργότερα ο Στρεψιάδης καθώς έχει οδηγηθεί μπροστά στο Σωκράτη)

Σωκράτης - Επιθυμείς λοιπόν να γνωρίσεις σε βάθος τα θεία πράγματα και ποιά ακριβώς είναι η φύση τους;

Στρεψιάδης - Ναι, μα το Δία, αν είναι δυνατό.

Σωκράτης - Και να συνομιλήσεις με τις Νεφέλες, με τις ίδιες τις δικές μας τις θεές;

Στρεψιάδης - Μάλιστα!

Σωκράτης - Τότε κάτσε πάνω σ' αυτό τον ιερό τον σκίμποδα!

Στρεψιάδης - Να! 'Έκατσα σε τούτο το σκαμνί!

Σωκράτης - Και φόρεσε αυτό το στέφανο!

Στρεψιάδης - Στέφανο; Αλίμονο μου βρε Σωκράτη. Σκοπεύεις να με θυσιάσεις όπως έγινε με τον Αθάμαντα;

Σωκράτης - 'Οχι, αλλά όλα αυτά ακριβώς τα κάνουμε υποχρεωτικά σ' εκείνους που έρχονται εδώ να μυηθούν!

Στρεψιάδης - Και τι πρόκειται να κερδίσω απ' αυτά;

Σωκράτης - Εύγλωττος ρήτορας θα γίνεις, δυνατός συζητητής και πάσπαλη στα λόγια. Αλλά μην κουνιέσαι σε παρακαλώ!

Στρεψιάδης - Και βέβαια σε πιστεύω μα το Δία. Αλλά να! Με αλεύρωσες ολόκληρο, με τον τρόπο  που με πασπαλίζεις σκόνη.

Σωκράτης - Κράτα άγια σιωπή γέροντα τώρα και δώσε προσοχή στην προσευχή μου:

Ω! Δέσποτα, 'Ανακτα! Αμέτρητε Αγέρα,
που κρατάς μετέωρη τη Γη και το λαμπρό Αιθέρα.
Και σεις σεμνές θεές, Νεφέλες βροντοκέραυνες
Αρθείτε, φανείτε, ω Δέσποινες, στο Δάσκαλο φανερωθείτε!

Στρεψιάδης - Σταθείτε! 'Οχι ακόμα! Πριν ρίξω κάτι απάνω μου για να κουκουλωθώ, μη γίνω μούσκεμα απ' το κατάβρεγμα.  Δεν πρόλαβα ο άτυχος να πάρω ούτε σκούφια!



Απόπειρα Αναπαράστασης της Ορφικής Μύησης

Η ανθρώπινη εμπειρία, από τη μυστική έκσταση μέχρι τη γεύση ενός εξωτικού φρούτου, είναι άφατη, ανεπανάληπτη και ελλειπτική. Προσωποποιείται όμως τόσο στο χώρο, όσο και στο χρόνο της και. εναποτίθεται περιπαικτική στα αρχεία της μνήμης της. Αλλά όσο διατηρεί τη στιλπνότητά της, έχει ανάγκη να επικοινωνήσει, να αντικατοπτριστεί, να χορέψει.

Όταν αναφερόμαστε στα προφητικά όνειρά μας, όταν αναπολούμε τα πανηγύρια που πήγαμε σαν παιδιά, όταν αναμασούμε τις ερωτικές μας περιπέτειες, όταν ξαναπροσκυνάμε τους ιερούς μας τόπους, υπηρετούμε αυτή την ανέξοδη και πικρή επιστροφή στους χαοτικούς νόμους της απροσδιοριστίας.

Με αυτή την ένοχη εξομολόγηση, που είναι και χορός και όνειρο και έρωτας μαζί, και με την ανοχή όλων των αληθινά μυημένων θα ανοίξουμε αυτό το  ιερό κεφάλαιο που είναι προσφορά στη θεία Μνημοσύνη.

Γιατί η μεταφυσική εμπειρία, που είναι το αποκορύφωμα του υποκειμενικού μέσα στο αντικειμενικό, μπορεί από ένα σπινθήρα ευοίωνης αλήθειας και μόνο, να γίνει από άφατη, μεγαφωνικά και στερεοηχητικά συμπαντική.



Προετοιμασία

Στην περίπτωση των Ορφικών, η δοκιμασία του υποψηφίου και η τελική επιλογή του, κρατούσε αρκετό χρόνο. Αν δεν προερχόταν από οικογένεια Ορφικών, ιδιαίτερη βαρύτητα είχαν οι συστάσεις που θα είχαν δοθεί γι’ αυτόν από ένα καταξιωμένο μέλος της κοινότητας. Κατά κανόνα επίσης είχε ανατεθεί σε μια μικρή ομάδα πιστών η διακριτική παρακολούθηση της καθημερινής συμπεριφοράς του υποψηφίου. Αν όλα εξελίσσονταν σύμφωνα με τις προσδοκίες τους, άρχιζε μια περίοδος κατήχησης του υποψηφίου από τον Ανάδοχό του, πάνω στις βασικές αρχές της Ορφικής κοσμοθεωρίας. Και με κάθε ευκαιρία του τονιζόταν ότι η εισδοχή του ήταν μια πολύ σοβαρή πράξη και μπορούσε όσο ήταν καιρός να την ανακαλέσει.
Αν αυτή η περίοδος της κατήχησης είχε θετική ανταπόκριση, προσδιοριζόταν τελικά η ημερομηνία της τελετής της μύησής του από τον Ιεροφάντη, σε μια ημέρα η οποία εθεωρείτο ευνοϊκή (ανύσιμη) προσδιορισμένη κυρίως από τις φάσεις της σελήνης. Η ημερομηνία της συνήθως οριζόταν μέσα στις δέκα πέντε πρώτες ημέρες της νέας σελήνης, μέχρι δηλαδή την πανσέληνο. (Αλλά και η ανάληψη οποιαδήποτε νέας αξιόλογης δραστηριότητας από τους Ορφικούς έπρεπε να ξεκινάει μέσα σε αυτό το διάστημα).
Τις παραμονές της μύησης, επιβαλλόταν στον υποψήφιο μία απομόνωση σε ένα ερημικό μέρος της περιοχής, συνήθως πάνω στα βουνά, όπου παράμενε σε μια πρόχειρη καλύβη κατασκευασμένη από φρέσκο ξύλο. Η απομόνωση αυτή ήταν συνδυασμένη και με μια ειδική κάθαρση και αυστηρή νηστεία που κρατούσε συνήθως 10 ημέρες. (Ύμνος Δήμητρας 51, Λίβιος, 39, 9).Και μόνο μετά από αυτές τις προϋποθέσεις εθεωρείτο εξωτερικά καθαρός και έτοιμος για τη μύησή του ο δόκιμος

Την ημέρα της μύησης, ο υποψήφιος, συνοδευόμενος από το Δοκιμαστή του, που έφερε τον τίτλο του Μυσταγωγού, έφθανε ενωρίτερα από την προσδιορισμένη για τους λοιπούς Ορφικούς εσπερινή ώρα, στον Ιερό Οίκο. Εκείνος τον παρέδιδε σε έναν αναμένοντα αξιωματούχο που απεκαλείτο Ιακχαγωγός. Ο αξιωματούχος αυτός οδηγούσε τον υποψήφιο εν σιωπή σε ένα σκοτεινό θάλαμο, στον οποίο παρέμεναν και οι δύο μέχρι την έναρξη της τελετής, διαλογιζόμενοι, εν σιωπή.

Όλα τα άλλα μέλη της κοινότητας με την άφιξή τους άφηναν στον προθάλαμο κάθε προσωπικό αντικείμενο που είχε σχέση με τον κοινό βίο, ή που δεν επιτρεπόταν η είσοδός του στο ιερό, όπως τους μάλλινους επενδύτες τους, τα υποδήματα (έπρεπε να είναι μέσα στο ναό ανυπόδητοι), τα μεταλλικά αντικείμενα, ράβδους, εργαλεία, νομίσματα κλπ. Μετά από αυτό έπρεπε να υποστούν όλοι μία συμβολική σωματική κάθαρση, πλένοντας τα χέρια τους και πίνοντας νερό.
Τέτοιες καθαρτήριες συνήθειες εντοπίζονται βέβαια σε κάθε επικοινωνία μας με το ιερό και το μυστικό. Συνήθως αναφέρονται σε ένα λουτρό σώματος πριν επισκεφθεί κανείς ένα ιερό χώρο, στη χρήση καθαρών και εορταστικών ενδυμάτων από τον επισκέπτη, ανάλογων βέβαια με την περίπτωση, γιατί είναι σχεδόν κανόνας να αποφεύγονται οι εντυπωσιακοί στολισμοί, τα δυνατά αρώματα και οι βαφές του προσώπου σε τέτοιες περιπτώσεις. Πριν από την είσοδο, αν ήταν, δυνατό έπινε κανείς  λίγο νερό από μία παρακείμενη πηγή και τέλος επιβαλλόταν το πλύσιμο τουλάχιστον των χεριών από ένα νιπτήρα,ο οποίος από το σκοπό του απεκαλείτο «χέρνιψ» ή ένα είδος σημερινού αγιασμού, δηλαδή ένα ράντισμα από ένα θεράποντα που τον αποκαλούσαν Υδρανό. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούσε θαλλούς που τους εμβάπτιζε  σε ένα αγγείο που το έλεγαν περιρραντήριο. Ο ραντισμός αυτός λάβαινε χώρα αμέσως πριν από την είσοδο στον ιερό Οίκο.
Στις Ορφικές τελετές, πριν από το ξεκίνημά τους, κλείνονταν οι πόρτες και απαγορευόταν πλέον αυστηρά σε όλους η είσοδος και γινόταν μιά ανάλογη επίσημη διακήρυξη από τον υπεύθυνο αξιωματούχο: «Φθέγξομαι οις θέμις εστι. Θύρας δ’ επίθεσθε βέβηλοι πάντες ομώς», κάτι ανάλογο δηλαδή με το Ελευσίνιο "εκάς οι βέβηλοι" ή το Χριστιανικό "τας θύρας, τας θύρας εν σοφία πρόσχωμεν".



Το περιεχόμενο της μυητικής τελετής

Προϊδεασμοί

Οσον αφορά το σκηνικό περιεχόμενο της ίδιας της μύησης έχουν γίνει αρκετές επισημάνσεις από αξιόλογους ερμηνευτές, ορισμένες από τις οποίες είναι πράγματι επιτυχείς και τις οποίες άμεσα ή έμμεσα θα ενσωματώσουμε στη σχετική περιγραφή μας. Αλλά θα προτάξουμε τα σχόλια ενός σύγχρονου και μερικών αρχαίων μελετητών.

Εν προκειμένω ο Burkert συνοψίζοντας πηγές, από το Διόδωρο, τον Αρποκρατίωνα, τον Κλήμη και τον Παυσανία, μας λέει:

Η "εισαγωγή" στα Μυστήρια του Διονύσου έπρεπε ειδικότερα να περιείχε το μύθο του διαμελισμού του. Στο τυπικό της μύησης, θα πρέπει να περιλαμβανόταν σε κάποιο σημείο τον, ο "ενθρονισμός" του Διόνυσου από το Δία, μία επίδειξη των παιγνιδιών και του καθρέφτη, και πιθανά του λίκνου και του φαλού. 'Ενα στεφάνωμα επίσης από στεφάνι από ιτιά ή λεύκα, του δέντρου που φυτρώνει στον κάτω κόσμο, όπου ανήκει ο χθόνιος Διόνυσος θα έπρεπε να λάβαινε χώρα κατά τη διάρκειά της (Burkert, 1994, 98).

Ο Κλήμης αναλυτικότερα παρατηρεί: «Στις τελετές έπρεπε να περιέχεται  μια παράσταση της σκηνής που το νήπιο παίζει με τα παιγνίδια του και που παρ’ όλο ότι προστατεύεται από τους Κουρήτες, αιφνιδιάζεται από τους Τιτάνες και συμβολικά ακολουθεί ο φόνος του, ο διαμελισμός του και η ωμοφαγία»(Προτρ. 17.2).

Ο Πλούταρχος, εξειδικεύει: «Είναι πρέπον να δεχτούμε, ότι στις οργιαστικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου, ένα αυγό πρέπει να ήταν ανάμεσα στις ιερές προσφορές, καθώς ήταν σύμβολο αυτού που γεννάει όλα τα πράγματα και μέσα του περιέχει όλα τα πράγματα».



Το Κύριο μέρος της Τελετής
Η μύηση λάβαινε χώρα σε ένα ευρύχωρο και σωστά διαρρυθμισμένο οίκο όπως είδαμε και μόνο οι μυημένοι και οι υποψήφιοι επιτρεπόταν να πάρουν μέρος σε αυτή.

Οι κύριοι χώροι της μύησης έπρεπε να ήταν τρεις, κάθε ένας τους με διαφορετική λειτουργική, διακόσμηση και ατμόσφαιρα. Αυτό βέβαια αν ο Οίκος παρείχε τέτοια ευχέρεια, άλλως ο ίδιος χώρος με σκηνικά ευρήματα, άλλαζε κάθε φορά όψη, ή η ίδια η μύηση γινόταν διαδοχικά σε τρεις διαφορετικές ημέρες.



ΚΑΘΑΡΣΗ

Η πρώτη αίθουσα είχε λιτό και πένθιμο διάκοσμο και σε αυτή βρισκόταν ο πρώτος θίασος των Ορφικών, καθισμένος σε δύο αντικριστές στήλες. Πριν αρχίσει η τελετή, εισέρχεται σε αυτή ο Ιεροφάντης, ο οποίος εισαγωγικά συνιστά στους παριστάμενους να μετάσχουν στην τελετή όχι μόνο εξωτερικά και τυπικά, αλλά και με την κατάλληλη εσωτερική διάθεση και έμπνευση, διότι κάθε ένας από αυτούς παριστά τον πνευματικό γιο του Ορφέα, το Μουσαίο. Απευθύνεται με αυτά περίπου τα λόγια:

«Θα ακούσετε απόψε εκείνα που είναι θεμιτό σύμφωνα με την παράδοσή μας και τα αξιώματά σας, να ακουστούν. Θα τα παρακολουθήσετε σαν απόγονοι της θεάς Μήνης και κάθε ένας από σας θα αισθάνεται ότι παριστά το φωτοδότη Μουσαίο. Θα σας παρουσιάσω απόψε την αλήθεια και πάλι. Και όλα αυτά τα οποία μέχρι τώρα είχατε γνωρίσει, θα αποκτήσουν ένα άλλο, ένα εντονότερο  για σας νοερό φέγγος». Μετά από αυτή την προτροπή, ο Ιεροφάντης καταλαμβάνει την έδρα του, πίσω ακριβώς από το βωμό.

Με την κρούση ενός χάλκινου κυμβάλου, εισέρχεται ο υποψήφιος συνοδευόμενος από τον Ιακχαγωγό του. Αυτός τον καθοδηγεί με αληθινή πατρική φροντίδα να καθίσει σε ένα χαμηλό σκίμποδα, που βρίσκεται μπροστά στο βωμό, καθώς είναι καλυμμένη η κεφαλή του με ένα λευκό πέπλο. Εχει δηλαδή προηγηθεί ο αποκαλούμενος «σινδονισμός» του. Στο αριστερό του χέρι του έχουν τοποθετήσει ένα θύρσο (ή δαυλό). Μπροστά από το βωμό έχει απλωθεί το «κώδιον» ένα δέρμα κριού, του οποίου οι πόκοι των μαλλιών έχουν την ικανότητα να απομυζούν κάθε μίασμα. Σε αυτό φέρουν όρθιο τον υποψήφιο, και τοποθετούν πάνω του το αριστερό του πόδι (Ησύχιος, Harrison, 1980, 23).

Ο Ιεροφάντης εξηγεί στον υποψήφιο ότι η βασική αιτία του πόνου και της δυστυχίας των ανθρώπων είναι η διπλή τους, η Τιτανική και Διονυσιακή μαζί φύση. Στο προσκήνιο εμφανίζεται ακολούθως η Ιέρεια Λικνοφόρος, η οποία μεταφέρει τελετουργικά ένα λίκνο. ‘Ερχεται και το κρατά πάνω από το κεφάλι του. Το λίκνο περιέχει τίτανο, σε σκόνη, με το οποίο τον πασπαλίζει. Ακολούθως τον ραντίζει με καθαρό νερό, το οποίο της προσφέρει μέσα σε ένα αγγείο ένας άλλος θεράποντας ο οποίος την ακολουθεί. Ένας άλλος κατώτερος αξιωματούχος, ο Φαιδρυντής, προστρέχει μετά και περισυλλέγει τα «καθάρματα» αυτά του τίτανου που έχουν πέσει πάνω στο κώδιον, καθώς και την ίδια την μουσκεμένη προβιά. Μετά την απαγγελία των κατάλληλων εξορκισμών από μέρος του Ιεροφάντη και την επανάληψή τους από το χορό των Ορφικών, (μετά τας εθίμους επαοιδάς), ο Φαιδρυντής αποστρέφοντας από αυτά το πρόσωπό του, τα απομακρύνει τάχιστα από το χώρο και τα απορρίπτει σε ένα προς τούτο προσδιορισμένο βόθρο που είναι γεμάτος κάρβουνα, μακριά από τον Ιερό Οίκο. Επιστρέφει σε αυτόν χωρίς να στρέψει τον πρόσωπό του προς τα πίσω (Ευστάθιος, σε Οδυσ. λβ’ 481 παρ. 1934-5).

Και με τη βροχή αυτή επάνω στον υποψήφιο του τιτάνιου υλικού και με την απόπλυση, ομοιοπαθητικά, είναι που παρασύρεται το αρνητικό τιτάνιο στοιχείο και ο υποψήφιος υφίσταται μια βαθιά υπαρξιακή κάθαρση, χάρις στην υπερβατική λειτουργία του μυητικού τελέσματος.

Ο Ιεροφάντης από τη θέση του, εξηγεί τη σημασία και το αποτέλεσμα που έχει αυτή η κάθαρση, στην περαιτέρω ζωή του υποψηφίου, η οποία του παρέχει τη δυνατότητα πλέον με τη συνεπή άσκησή του, να αποβάλλει ριζικά και ολοκληρωτικά την Τιτανική του φύση. Η Ιέρεια επιθεματίζει με ένα εξωτερικό τελεστικό συμβολισμό, καθώς αφαιρεί τώρα τον πέπλο από τον υποψήφιο και του χαρίζει και πάλι το υλικό φως. Ο Ιεροφάντης τότε του αποκαλύπτει τα αντικείμενα τα οποία περιέχει μια κίστη που βρίσκεται πάνω στο βωμό. Με αφορμή ένα αυγό που βρίσκεται μέσα σε αυτή, του ανακοινώνει περιληπτικά το πρώτο μέρος της Ορφικής Κοσμογονίας φθάνοντας μέχρι τη βασιλεία του Δία και του ανακοινώνει, ότι τώρα έχει το προνόμιο μετά την Κάθαρσή του, να υποδυθεί το νήπιο Διόνυσο.

Ο υποψήφιος με τη συνοδεία του Ιακχαγωγού και της Ιέρειας, αποσύρεται στα ενδότερα διαμερίσματα και εκεί στα παρασκήνια τον περιβάλλον πλέον με τα σύμβολα και τα ενδύματα του ‘Ίακχου-Διονύσου. Το σκηνικό και η ατμόσφαιρα αυτού του προπαρασκευαστικού διαλείμματος και  της πομπής που θα ακολουθήσει, έχουν επιβιώσει μερικά στην τελετή των κατ’ Άστυ Διονυσίων.



ΜΥΗΣΗ

Ο Πρώτος Θρονισμός

Ο χώρος της μύησης έχει μεταμορφωθεί ήδη σε μια λαμπρή αίθουσα θρόνου.  Εισέρχεται  ο Ιεροφάντης, ο οποίος υποδύεται σε αυτή τη φάση τον ίδιο το Δία. Συνοδεύεται από όλους τους Ολύμπιους θεούς. Μια άλλη πομπή ακολουθεί. Ηγείται σε αυτόν η Ιέρεια, η οποία συνοδεύει το «νήπιο» Διόνυσο, στο πρόσωπο του υποψηφίου. Τους ακολουθεί τιμητικά ένα απόσπασμα  Κουρητών. Ο Δίας, ενώ όλοι περιμένουν να καταλάβει το μεγαλοπρεπή θρόνο του, έχει σταματήσει μπροστά του. Καλεί τώρα την Ιέρεια να ανεβάσει και να τοποθητήσει πάνω του, το Διόνυσο. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων των θεών και ιδιαίτερα της ‘Ήρας , ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων,  τους καλεί όλους να αναγνωρίζουν σαν κυρίαρχο θεό τους πια, αυτό το νήπιο. Ο Δίας μετά την ανακοίνωση αυτή αποχωρεί κοφτά, αφού αφήσει σαν προστατευτική φρουρά του στην αίθουσα, τους Κουρήτες, οι οποίοι πανευτυχείς για το γεγονός επιδίδονται στους εντυπωσιακούς και θορυβώδεις χορούς τους.

Ο νήπιος Διόνυσος περιβάλλεται από τα παιγνίδια του, που βρίσκονται σε μία μυστική κίστη. Καθώς τα ανακαλύπτει, παραδίδεται ολοκληρωτικά στην ψυχαγωγία του.


Ο Διαμελισμός και η Ανάσταση

Ακολουθεί μία σκηνή που μας την περιγράφει κάπως περίεργα ο Αρποκρατίωνας: «Μιμούνται τα αναφερόμενα από μερικούς στη μυθολογία, ότι τάχα οι Τιτάνες κατασπάραξαν το Διόνυσο βάζοντας ένα κατάπλασμα από γύψο (στο πρόσωπό τους) γιά να μην αναγνωρισθούν. Και καθώς αυτό το είδος έχει εκλείψει, έβαζαν αργότερα κατάπλασμα από πηλό γιά να τηρηθεί απλά η παράδοση" (Εκμιμούμενοι τα μυθολογουμενα παρ' ενίοις ως άρα οι Τιτάνες τον Διόνυσον ελυμήναντο γύψω καταπλασάμενοι επί τω μη γνώριμοι γίνεσθαι. Τούτο μεν ουν το έθνος εκλιπείν, πηλώ δε ύστερον καταπλάτεσθαι νομίμου χάριν) Αρποκρατίων Περί Απομάτων.

Πραγματικά μετά από λίγο, εισέρχονται συνωμοτικά σε μια γωνιά της αίθουσας η ‘Ήρα και οι επτά Τιτάνες. Μετά από μια συνεννόηση παντομίμα, η ‘Ήρα αποχωρεί. Τότε εκείνοι με μάσκες στο πρόσωπό τους από γύψο προχωρούν στο μέσον του δαπέδου και χορεύουν μακάβρια γύρω από το θεό, κρατώντας ένα μεγάλο καθρέφτη, και σε κάποια στιγμή όταν ο θεός τον θαυμάζει, κάνουν δήθεν ότι του τον προσφέρουν, ενώ τον θαμπώνουν κυριολεκτικά με αυτόν. Γίνεται γρήγορα συμβολικά βέβαια και θεατρικά ο φόνος του και ο διαμελισμός του σε εφτά κομμάτια. Στην πραγματικότητα σχίζουν το βασιλικό του μανδύα και καλύπτουν τον ίδιο το δόκιμο με ένα μαύρο δικό τους ύφασμα.

Οι Τιτάνες αποχωρούν. Ακούγεται ο τρομερός κεραυνός και οι βροντές του Δία, που υπενθυμίζουν τη σκληρή τιμωρία των Τιτάνων για το έγκλημα.

Αμέσως μετά εισέρχονται στην αίθουσα ο Απόλλωνας και η Αθηνά, οι οποίοι ξεσκεπάζουν το μυούμενο και του δίνουν να πιει από ένα κάνθαρο άκρατο οίνο. Ο Διόνυσος συνέρχεται και ανασταίνεται. Τον παίρνουν και αποχωρούν.



Η Μετάληψη

Στο σημείο αυτό λάβαινε χώρα μία κύρια τελετή μετάληψης από όλους τους Ορφικούς, η οποία αποτελούσε εξέλιξη των παλαιών Διονυσιακών "οργίων", όπου οι πιστοί αλληγορικά φυσικά και ανάλογα με το βαθμό της μύησής τους, έπαιρναν μέρος σε αυτή τη μαγική διαδικασία που είχε σα σκοπό να τους μεταμοσχεύσει (μόσχος;) ένα μέρος από τις ιδιότητες του ίδιου του πάτρωνα θεού. Γιατί έπρεπε πέρα από τις μυστικές μεταλλακτικές διαδικασίες και τη δυνατότητα χειραγώγησης από μέρους των Μυστών, των δυνάμεων και ενεργειών του νοητικού επιπέδου, να επιβεβαιωθεί και με αυτό τον ορατό και συμβολικό τρόπο, η μέθεξη των πιστών σε αυτό το Μυστήριο της άμεσης κοινωνίας τους με το θείο.

Οι Κρήτες όπως είδαμε έτρωγαν και αυτοί συμβολικά ωμό κρέας ταύρου (Ευριπίδης: Κρήτες - 111-2, βλ. σελ. ΧΧ). Εδώ απλά έπιναν κατακόκκινο κρασί σαν αίμα του Βρώμιου, όπως διατήρησε το τέλεσμα αυτό ο άλλος παγκόσμιος θεατρικός πρωταγωνιστής, ο Θέσπις. Και μαζί με τον οίνο, προσφερόταν ένα είδος άρτου-γλυκίσματος σε κάθε έναν. «Στα Βακχικά Μυστήρια, η ίδια η ευτυχία, η Μακαρία, παρουσιαζόταν στο μυημένο με τη μορφή ενός γλυκίσματος» (Αρποκρατίων, Burkert, 1994, Συναρπ. Εμπειρίες).

Η ωμοφαγία έτσι εδώ γίνεται εντονότατα Μυστική και το αίμα και το σώμα του Διόνυσου υποκαθίσταται με τον άρτο και τον οίνο που προσφέρει ο Τελετάρχης σε όλους τους παριστάμενους. Η τελετή αυτή επαναλαμβανόταν περιοδικά και σε άλλες ευκαιρίες από μέρους των Ορφικών.




Η ΔΙΑΒΑΣΗ
«Eυτυχισμένε συ που πέρασες δοκιμασίες προηγούμενα που είναι ασήκωτες»
«Πέταξες μακριά από το βαρύ και θλιβερό κύκλο του πόνου»
«Με γρήγορα πόδια μπήκες (στο χώρο που έλαβες) τον πολυπόθητο στέφανο»
«Βυθίστηκες στον κόλπο της Κυράς, της χθόνιας Βασίλισσας»
«Θεός θα γίνεις από άνθρωπος»



  Χρυσές πινακίδες από το Θούριο

Μετά από αυτή την ενδυνάμωση μέσω της κοινωνίας, είναι σε θέση ο υποψήφιος να πραγματοποιήσει το μεγάλο άλμα που χωρίζει το μύστη από το βέβηλο, τη σαμσάρα από τη νιρβάνα, τη γήινη από την ουράνια φύση μας. Πρέπει να βγει έξω από τον τροχό της ζωής, το φαύλο κύκλο των γεννήσεων και των θανάτων και να στοχεύσει στην αιωνιότητα, την αθανασία και τη θέωση.

Αυτή η διάβαση έπρεπε να υπογραμμίζεται και σκηνικά ενδεχόμενα κατά τη διαδικασία της μύησης με περιστρεφόμενους τροχούς μέσα από τους οποίους έπρεπε να περάσει ο υποψήφιος, ή να του επιβαλλόταν και κάποια ακροβατική δοκιμασία της επιδεξιότητας του, δηλαδή έπρεπε να περάσει πάνω από ένα είδος τάφρου ή γέφυρας

Αλλά στο τέλος θριαμβευτικά έθραυε με το θύρσο του στα δύο αυτό το Γόρδιο δεσμό, αυτό τον κλειστό τροχό, και έτσι ο αέναος και φαύλος κύκλος των γεννήσεων και των θανάτων μέσα στην Τιτάνια εμπλοκή θα αποκτούσε με τη θραύση του αρχή και τέλος, επιτρέποντας τη σωτηρία και τελική υπέρβαση.


ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Ο Δεύτερος Θρονισμός

Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο της μύησης ο χώρος και πάλι αλλάζει ατμόσφαιρα. Είναι αίθουσα θρόνου και ιερό μαζί. Τον κεντρικό ρόλο  έχει εδώ πια η θεά Περσεφόνη, την οποία υποδύεται η Ιέρεια. Ακολουθεί κάτι παρόμοιο σαν την σκηνή της μεγάλης μητέρας στην Κνωσό. Η Κόρη κάθεται στο θρόνο της και μία μεγάλη επιγραφή προειδοποιεί ότι μπορεί να εισέλθουν στο ιερό της μόνο εκείνοι που η καταγωγή τους το επιτρέπει. 'Έτσι μόνο αν αποδείξει ο επισκέπτης την ιδιότητά του,  δηλαδή ότι μυήθηκε μπορεί να βυθισθεί στον κόλπο της θεάς.

Ο νεόφυτος εισέρχεται μόνος του στην αίθουσα, ντυμένος σαν ο νεαρός Διόνυσος, στεφανωμένος με κληματίδες και σανδάλια, αλλά πάντα με το θύρσο του στο χέρι. ,

Ακολουθεί μια στιχομυθία παρόμοια με εκείνη που παρακολουθήσαμε να αναγράφεται στις χρυσές πινακίδες: Ποιος είσαι και γιατί έρχεσαι εδώ, τον ερωτά ο Μεγάλος Κούρος που βρίσκεται μπροστά  στην είσοδο του ιερού. Και ο νέος Μύστης με εμπιστοσύνη, αλλά και σεβασμό του απαντά. Είμαι τέκνο της γης και του έναστρου ουρανού. Όμως η πραγματική, η πρωταρχική φύση μου είναι ουράνια. Και βεβαιώνω ότι απότισα όλες τις ποινές για τις άδικες πράξεις των ανθρώπων που οφείλονται στην τιτάνια φύση τους. Και πέταξα έξω από το βαρύ και  θλιβερό τροχό της δυστυχίας και με γοργό ρυθμό φθάνω εδώ μπροστά στο άντρο της Μητέρας μου θεάς, ποθώντας να λάβω και εγώ το στέφανο της νίκης, από τα ίδια της τα χέρια.

Μετά από αυτή την επιτυχή παρουσίαση ο Μεγάλος Κούρος του επιτρέπει την είσοδο και ακολουθεί η συγκινητική στιγμή της αναγνώρισης του Διόνυσου από τη Μητέρα του την Περσεφόνη και η σκηνή είναι παρόμοια σε φόρτιση με εκείνη της Δήμητρας όταν συνάντησε την Κόρη της καθώς ανέβαινε ξανά στο φως του ήλιου. Ζουν όλοι την αναπαράσταση μιάς άμωμης σύλληψης. και επαναγέννησης, όπως επιβίωσε εξωτερικά από τη συμβολική επαναγέννηση του «δευτρόποτμου». Το νεόφυτο  αποδέχεται η ίδια η θεά Σα γιο της και αυτός βυθίζεται στον κόλπο της, τον παίρνει και τον σφίγγει θερμά στην αγκαλιά της. Τον καλύπτει με τον ίδιο το χιτώνα της. Ο νεοφώτιστος αναγεννιέται έτσι μέσα στη μήτρα της πρωταρχικής μητέρας σαν ο Χθόνιος πια Διόνυσος. Είναι ο τρεις φορές γεννημένος. Ακολουθεί ο στέφανος της νίκης. που εδώ είναι φτιαγμένος από κισσό. Και ο νέος μύστης πλέον κάθεται σε ένα θρόνο δίπλα στη θεά.



Ο ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ

Στο τέλος γίνεται ο Μακαρισμός που είναι ο εκθειασμός της ευλογημένης εκείνης κατάστασης που έχουν βιώσει αυτοί στους οποίους έχουν αποκαλυφθεί τα Ορφικά Μυστήρια. Είναι η στιγμή που ο νεόφυτος γίνεται δεκτός σαν ίσος προς ίσους. Και επευφημείται από το σύνολο των παρευρισκομένων στην τελετή μυστών, που έχουν περάσει από τις ίδιες εμπειρίες.. Αλλά αυτή η ευδαιμονία είναι απλός προϊδεασμός. Η ουσιαστική του ποιότητα βρίσκεται στην προσδοκία της βίωσης της ίδιας της θέασης του Ευβουλέα, του Ευκλή και της Κόρης Φερσεφόνειας, σε ένα άλλο αχειροποίητο επίπεδο. Εκεί όπου όπως προϊδεάζει ο Εμπεδοκλής μπορεί να καθίσει με τους άλλους θεούς στο ίδιο τραπέζι.

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ

Στο τέλος περνούν όλοι σε ένα πιο οικογενειακό και απλό χώρο. Ο Προεστός της Ορφικής Κοινότητας παραδίδει στο νέο Μύστη μια χρυσή πινακίδα, την ΄ποία θα φέρει από δω και πέρα επάνω του, η οποία αναφέρεται στη μεταθανάτια πορεία του. Του υπόσχεται ότι πολύ σύντομα θα του εξηγήσει το περιεχόμενό της, γιατί ο θάνατος είναι ακαταμάχητος και απρόβλεπτος και όλοι ανεξάρτητα από την ηλικία μας πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για αυτή την αναπόφευκτη και γεμάτη παγίδες, πορεία. Μετά απαριθμούνται οι κανόνες βίου που πρέπει να τηρεί από τώρα και στο εξής ο νεοφώτιστος. Η δίαιτα που πρέπει να υιοθετήσει, παίρνοντας μόνο καθαρή τροφή, τα ρούχα που επιβάλλεται να φορεί, το αυστηρό πρόγραμμα που πρέπει να προσδιορίζει τις δραστηριότητες της κάθε ημέρας του. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει κάθε πρωί είναι να ελέγχει τις προθέσεις του, στο τέλος της κάθε ημέρας να ελέγχει τις πράξεις του. Πως πρέπει να σηκώνεται πριν από την ανατολή του ήλιου, τον οποίο πρέπει να μάθει να χαιρετά. Πρέπει να μπαίνει στους ιερούς χώρους ανυπόδητος, να διαβάζει ποίηση ιερή, να ασκείται στη Μουσική, να προσέχει και να προστατεύει το σώμα του, αλλά ποτέ να μην αφήνει τις ορμές του να τον κυβερνούν.


ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΧΟΡΟΣ

Μετά στο τέλος υπήρχαν χαρούμενες διασκεδάσεις και χοροί, αυτές που αναφέρονται και από τον Πλάτωνα στην Πολιτεία, και τις οποίες έχω αποδώσει ορθά εκεί "με θυσίες και εκστάσεις", αλλά που εκείνος ονομάζει με τη γεροντική του σοβαρότητα "δια θυσιών και παιδιάς ηδονών" (με τις θυσίες των και με κάτι τέτοια ξεφαντώματα, μεταφράζει ο Γρυπάρης).

Οι χαρούμενες αυτές διασκεδάσεις είναι που τις αποστρέφεται παρεξηγημένα βέβαια ο αγαπημένος μαθητής του Σωκράτη και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από τους εξωτικούς ερευνητές, που είναι προϊδεασμένοι ότι μύηση και μυστήρια σημαίνει κατήφεια, ενοχές και αμαρτία.

Στην πραγματικότητα είναι ένα αίσθημα ανακούφισης που φθάνει μέχρι την ευδαιμονία Και στο σημείο αυτό ξαναθυμόμαστε ένα μέρος από τον αφορισμό του Λουκιανού: «Μπορώ να πω ότι είναι αδύνατο να βρεις μια αρχαία τελετή μύησης χωρίς να υπάρχει σε αυτή χορός. Και η εξήγηση είναι ότι τόσο ο Ορφέας, όσο και ο Μουσαίος που καθιέρωσαν αυτές τις τελετές, ήσαν οι καλλίτεροι χορευτές (και μουσικοί) του καιρού τους»

ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΔΕΙ ΠΝΑ 

Αλλά αυτό δεν εμποδίζει, αντίθετα επιβάλλει να ακολουθήσει ένα χαρούμενο επίσης κοινό δείπνο, για να επιβεβαιώσει την προσδοκία του Ορφικού για την ουράνια πανδαισία και να υπογραμμίσει παράλληλα τον κοινοβιακό και ήρεμο χαρακτήρα που είχαν οι Ορφικοί θίασοι στην καθημερινότητα.

Τα επί μέρους στοιχεία που συνθέτουν την Ορφική τελετή μύησης, οδηγούν σε μια αδαμάντινη και καθαρή συμπύκνωση, που η  ουσία της είναι πάντα η ίδια: η φώτιση και η απελευθέρωση, μέσα από την ισχυρή, και θετική ανάταξη της προσωπικότητας του μυουμένου που θα του επιτρέψει μετά από αυτή να ασκείται συστηματικά και υπεύθυνα και να είναι έμπλεος από ευδαιμονία και χάρη. Αυτά προσφέρουν οι ιερές τελετές

Αυτό το οικουμενικό μήνυμα των μυστικών διδαγμάτων μεταδίδει με τρόπο βαθύ και απλό το παραπάνω ανάγλυφο, γνωστό σαν "Ο Ορφέας ανάμεσα στους Σατύρους" που βρίσκεται στο Μουσείο του Λίβερπουλ.

Είναι Ρωμαϊκό αντίγραφο Ελληνιστικού πρωτοτύπου που πιθανόν να ήταν και ζωγραφικός πίνακας. Το γλυπτό έχει υποστεί μεγάλες φθορές προφανώς γιατί έμεινε πολύ χρόνο κάτω από ένα ρεύμα νερού. Και πέρα από αυτή την απολέπτιση είναι σπασμένο και σε πολλά μέρη.

Η κακή κατάσταση έτσι στην οποία βρίσκεται, δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στην ερμηνεία του, πέρα βέβαια από το γεγονός ότι κυριαρχείται από έντονο συμβολισμό και μεταφυσική ατμόσφαιρα. Αυτό έχει οδηγήσει τους ερευνητές σε ένα πλήθος από αντιφατικές εξηγήσεις. Αλλά αυτή είναι, όπως είπαμε και η γοητεία που έχει η ερμηνεία των συμβόλων.

Η περιγραφή: Η σκηνή αναπαριστά προφανώς μία τελετή μέσα σε δάσος. Ο Ορφέας κάθεται στην κλασική του στάση, παίζοντας τη λύρα του. Μία ομάδα από γυμνούς Σατύρους βρίσκεται μπροστά του αναμένοντας. Μόνο ένας μικρός το δέμας από αυτούς κάθεται στη βάση ενός δέντρου προσηλωμένος στο τύλιγμα ενός κουβαριού. Ο Σάτυρος που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, εκτείνει το δεξί του χέρι προς τον Ορφέα, προσφέροντας ή περιμένοντας να πάρει κάτι από αυτόν. Τον ακολουθούν άλλοι δύο. 'Eνας άλλος αφύσικα ψηλός Σάτυρος στο δεξιό μέρος κάνοντας μία υπεροπτική χειρονομία, δείχνει εντυπωσιακός. Στο ανώτερο μέρος του γλυπτού εμφανίζονται τρεις όψεις διαφορετικού χαρακτήρα από τους Σατύρους, μία ανδρική και δύο γυναικείες. Μισοφαίνονται μέσα από τα πέπλα που φέρουν, καθώς κοιτάζουν προς τα κάτω. Ανάμεσά τους υπάρχει ένα κυκλικό αντικείμενο, ένα είδος δίσκου. Οι όψεις που κινούνται στο κατώτερο επίπεδο δεν φαίνεται να έχουν αντιληφθεί την παρουσία των όντων του ανώτερου επιπέδου, ενώ εκείνα δείχνουν να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στο κάτω.

Οι ερμηνείες: Η σκηνή ερμηνεύεται από όλους ότι ταυτίζεται με μια μυστική τελετουργία. Υπάρχει ισχυρή επιχειρηματολογία (η εικόνα του Ορφέα που κυριαρχεί στην εικόνα το επιβάλει) ότι το ανάγλυφο είχε τοποθετηθεί σε κτίριο στο οποίο ελάμβαναν χώρα Ορφικές τελετές (Henry, 79). Το κυκλικό σχήμα ο Kerenyi πιστεύει ότι είναι η σελήνη. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι οι τρεις πάνω μορφές αντιστοιχούν στους τρεις κύριους μυούμενους και αποτελούν ένα είδος προτύπων ή εκφράζουν τη συνείδησή τους, όπως δηλαδή θα είναι όταν εξελιχθούν μετά τη μύηση και την άνοδό τους σε μια ανώτερη σφαίρα. Η σελήνη μπορεί να συμβολίζει ένα είδος ενδιάμεσου σταθμού στην πορεία της συνείδησης του μυουμένου ανάμεσα στην τελική του ενσάρκωση και την επιστροφή του στην κοσμική πηγή του φωτός, όπως το θέλει ο Πλούταρχος και ο Πλάτωνας.

Οι δικές μας παρατηρήσεις: Οι Σάτυροι όντα τερατόμορφα και ημιανθρώπινα, συμβολίζουν εδώ τη σύνθετη, τη μικτή - τιτάνια κατάσταση του αμύητου ανθρώπου, που εκφράζεται τόσο παραστατικά στην Ορφική Κοσμογονία, πέρα από το ότι σαν ακόλουθοι του χαρούμενου και θαλοφόρου Διονύσου, αποτελούσαν και στοιχεία σκηνικά της πρωτόγονης οργιαστικής του λατρείας. Οι τρεις Σάτυροι του κέντρου με το  κανονικό ανάστημα, είναι οι υποψήφιοι οι οποίοι επειδή δεν έχουν εκτραπεί σε ακρότητες, στη σύγχυση και στα μεγάλα πάθη, έχουν τη δυνατότητα να πάρουν ενεργό μέρος στη μύηση, να την παρακολουθήσουν συνειδητά και σε κατάσταση εγρήγορσης, και να ανατάξουν έτσι την προσωπικότητά τους. Το ότι είναι τρεις επίσης, μπορεί να ερμηνευθεί ότι εκφράζουν σαν μία ενιαία παρουσία, τα τρία διαφορετικά επίπεδα, το πνεύμα, το λόγο και το σώμα του μυουμένου, ο οποίος οφείλει να μετέχει και με τα τρία αυτά στην τελετουργία, με μεγάλη δηλαδή συγκέντρωση. Επειδή τα πεδία έκφρασης αυτά βρίσκονται τις περισσότερες φορές διασπασμένα στα κοινά άτομα, επιτρέπουν στον πόνο, τα πάθη και το χρόνο να είναι καταλυτικά γιά αυτά. Ο μικρός το ανάστημα (φυσικά και πνευματικά) Σάτυρος, αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων, καθώς είναι τόσο αφοσιωμένος σε εγκόσμιες και αυτός δραστηριότητες (στο τύλιγμα ενός κουβαριού) που δεν του επιτρέπουν να αντιληφθεί την αξία και τη σημασία της τελετής, που εξελίσσεται ακριβώς μπροστά του. Το ίδιο ισχύει και γιά τον υπερμεγέθη Σάτυρο ο οποίος φαντάζει μεγαλόσχημος και έχει και αυτός παρασυρθεί από την αλαζονεία του και την εξωστροφή και αισθάνεται τόσο ανώτερος από αυτά τα οποία τελούνται εκεί.κα τα οποία στην ουσία υποτιμά. Η αδιαφορία και η υποτίμηση είναι προσωποποιημένες εδώ εντυπωσιακά. Είναι αδυναμίες οι οποίες κανονικά αποκλείουν αυτόν που τις έχει να γίνει δεκτός σε ένα ανθεκτικό και επιτυχημένο μυητικό σύστημα. Όμως εδώ είναι παρών, και αυτός είναι ένας πικρότατος αλλά και καυστικός μαζί συμβολισμός. 'Όσοι έχουν εμπειρία μυητικών τελετών και αληθινή αγάπη για τα Μυστήρια, έχουν κυριολεκτικά υποφέρει από τους δύο αυτούς ακατάλληλους τύπους μυουμένων, που εμφανίζονται σε αυτή την έξοχη εικόνα, οι οποίοι στην εποχή μας αποτελούν την πλειοψηφία των μελών τους και βαρύνουν κυριολεκτικά και ασπόνδυλα τις στήλες τους.

Τα όντα του ανώτερου επιπέδου πιστεύουμε ότι ταυτίζονται με το Διόνυσο, τη Δήμητρα και την Κόρη. Αλλιώς δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί γιατί το ένα μόνο είναι άντρας, αφού οι Σάτυροι από τη φύση τους είναι αρσενικοί. Τα πέπλα εξ άλλου στα Ορφικά και τα Ελευσίνια υποδηλώνουν Θείες μορφές. Ο κύκλος πρέπει να ταυτίζεται με τον Ορφικό κύκλο των χρυσών πινακίδων, στον οποίο επανειλημμένα έχουμε αναφερθεί, που τον βρίσκουμε να αιωρείται και στα ανάκτορα της Περσεφόνης. Και αν είναι ουράνιο σώμα, πάλι στηριγμένοι στην ίδια εικονογραφία, περισσότερο έχει πιθανότητες να είναι ήλιος παρά σελήνη. Τυχόν ακτίνες του ή άλλα ηλιακά σύμβολα και αν υπήρχαν, είναι αδύνατο λόγω της κατάστασης του γλυπτού, να διακριθούν.


Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΩΣ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΡΙΚΉΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

«Ο άνθρωπος θέλει να είναι ευτυχισμένος»·

Όσο διάστημα η πόλη είναι αυτοδύναμη και ελεύθερη η δράση του κάθε πολίτη, του κάθε ανθρώπου, είναι στραμμένη προς την υπηρεσία της πόλης. Ο πολίτης είναι και οπλίτης. Μπορεί ο Αριστοφάνης να ξεφωνίζει τον "ξεμωραμένο Δήμο" αλλά ο Έλληνας πολίτης μέσα στην άκαμπτη εφαρμογή του Νόμου, νιώθει ελεύθερος. Είναι αυτός που μίλησε γι' αυτόν τον Νόμο ή τουλάχιστον τον ψήφισε. Η ευτυχία του ανθρώπου μέσα στα όρια της πόλης είναι δεδομένη και αυτονόητη.

Τα πράγματα διαφοροποιούνται δραματικά κατά την Ελληνιστική εποχή. Τώρα ο πολίτης δεν νιώθει ελεύθερος. Οι νόμοι δεν ορίζονται από αυτόν αλλά από κάποιον που βρίσκεται πολύ μακριά του. Ούτε έχει και την δυνατότητα να πει την γνώμη του, να τον ψηφίσει ή να τον καταψηφίσει. Απλά μόνο υπακούει σ' αυτόν. Δεν νιώθει οπλίτης. Η ελευθερία επιλογής του έχει δραματικά μειωθεί.

Για να είναι τώρα πια ευτυχισμένος ο άνθρωπος πρέπει να μπορεί να βρίσκει την ελευθερία μέσα του, εφαρμόζοντας το αξίωμα του «Καθ' ημάς Αδέσποτου», και όχι στα πλαίσια της πόλης - κράτους, που νιώθει πως δεν είναι πια ελεύθερη.

(Ας θυμηθούμε τις Θεϊκές τιμές που υποδέχθηκαν οι Αθηναίοι τον Δημήτριο τον Πολιορκητή όταν αυτός μπήκε στην Αθήνα διώχνοντας τον Δημήτριο τον Φαληρέα που ασκούσε την διοίκηση στο όνομα του Κάσσανδρου από την Μακεδονία.)


Η νέα κατάσταση των πραγμάτων τον σπρώχνει να καταφύγει και να αναζητήσει νέες απαντήσεις στην παλιά όμως θρησκεία της πόλης. Πολύ γρήγορα ανακαλύπτει ότι η θρησκεία της πόλης δεν μπορεί να του δώσει νέες και αξιόπιστες απαντήσεις πάνω σε αιώνια και καίρια ερωτήματα όπως :

1.      Της προέλευσης και διάταξης του Σύμπαντος

2.      Της σχέσης των θεών και του Δικαίου, του πως δηλαδή είναι δυνατόν ο
άδικος άνθρωπος να θριαμβεύει και ο δίκαιος να καταστρέφεται διατυπώνοντας το
πρόβλημα του "Ενάρετου που Υποφέρει".

3.   Της ύπαρξης της ψυχής και του ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ που ξεκίνησε με την
θρησκευτική ομάδα των Ορφικών και θεμελιώθηκε από τον Πυθαγόρα.

Στα ερωτήματα αυτά δεν μπορεί να απαντήσει η θρησκεία της πόλης,  με  έναν τρόπο νέο και πειστικό.

Αυτές οι απορίες ξεκίνησαν βέβαια πολύ πριν την Ελληνιστική εποχή. Ήταν ερωτήματα του κάθε τότε σκεπτόμενου ανθρώπου και βγήκαν στην  επιφάνεια από τα μισά του 5ου αιώνα αναγκάζοντας τον Πλάτωνα να διατυπώσει τότε το δόγμα της "Ατομικής Θρησκείας", στην προσπάθεια του πρώτον να αντικρούσει τους σοφιστές στα τελευταία 30 χρόνια του 5ου αιώνα και δεύτερο να διορθώσει τις ασθένειες του πολιτικού σώματος. Στην διάρκεια όμως της Ελληνιστικής εποχής αποχτούν δραματική έξαρση και η εύρεση απαντήσεων καθίσταται επιτακτική για την πνευματική ελίτ της εποχής.

Το πρόβλημα λοιπόν της αναζήτησης της Ελευθερίας, καθιστά στην Ελληνιστική εποχή, επιτακτική την ανάγκη ψηλάφησης και προσδιορισμού του «Καθ' ημάς Αδέσποτου».

Και από δω και πέρα αρχίζει μια έντονη διαφοροποίηση στις φιλοσοφικές σχολές.

Από τη μια οι θετικοί Ίωνες φιλόσοφοι με προεξάρχοντα τον Επίκουρο, και από την άλλη οι Νεοπλατωνικοί με του Στωικούς.

Η Ελευθερία, μας λένε οι Νεοπλατωνικοί και οι Στωικοί, είναι ιδέα, και ως ιδέα βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών, στον ιδεατό κόσμο, σ' αυτόν τον κόσμο που με έναν θαυμάσιο τρόπο μίλησε ο Πλάτωνας στον μύθο του σπηλαίου.

Ο Πλάτωνας πριν χρόνια είχε διατυπώσει την άποψη ότι η υπεροχή της Ιδεατής πραγματικότητας οφείλεται στο αμετάβλητο της. Η κατωτερότητα της ορατής πραγματικότητας οφείλεται στην αέναη αλλαγή της.

Ωστόσο υπάρχει μια συγκεκριμένη ορατή πραγματικότητα που αλλάζει πάντα και αιώνια με τον ίδιο τρόπο, που η κίνηση της είναι απόλυτα σταθερή. Και αυτή η πραγματικότητα είναι ο ουράνιος θόλος και τα ουράνια σώματα. Μια τέτοια αρμονική, συμμετρική, σταθερή, αιώνια και αμετάβλητη κίνηση προϋποθέτει σίγουρα μια Κινούσα Ψυχή προικισμένη με Διάνοια. Υπάρχει λοιπόν μια Θεϊκή Διάνοια που κινεί τους ουρανούς και αυτή η Διάνοια είναι ο Θεός που θέει τα αστέρια.

Οι Νεοπλατωνικοί λοιπόν παίρνουν το κληροδοτημένο δόγμα του Πλάτωνα που λέει πως ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να ζει σύμφωνα με την φύση του. Και ποια είναι η ανθρώπινη φύση; Η απάντηση του Πλάτωνα των Νέο -Πλατωνικών και των Στωικών αργότερα είναι πως η ανθρώπινη λογική είναι ένα θραύσμα της θείας και Συμπαντικής λογικής, Του Υπέρτατου Αγαθού, Της Υπέρτατης Διάνοιας. Συνεπώς και «το καθ` ημάς Αδέσποτον» είναι μέρος της θείας Ελευθερίας.

Άρα το να ακολουθείς τη φύση σου ως άνθρωπος είναι το ίδιο πράγμα με το να ακολουθείς τη φύση του Θείου Όλου, τη Συμπαντική Φύση. Συνεπώς : Αρετή σημαίνει να είσαι πάντα συμβατός με την Συμπαντική Διάνοια. Αρετή σημαίνει

δηλαδή αποδοχή της Συμπαντικής τάξης, με άλλα λόγια Αρετή είναι ΥΠΟΤΑΓΗ στην Συμπαντική Διάνοια, ή αλλιώς αποδοχή του ΠΕΠΡΩΜΕΝΟΥ.

Ο Σοφός, ένα με τα αστέρια, στοχάζεται την τάξη του Σύμπαντος και σ' αυτόν τον στοχασμό βρίσκει την ελευθερία του, γιατί ενώνεται με το Πρώτο Κινούν τα αστέρια, των οποίων η αέναη και πάντα σταθερή κίνηση τους ρυθμίζεται από την Συμπαντική Διάνοια, την αιώνια και Θεία εσωτερική Συμπαντική Αρχή. Ο Σοφός απόλυτα πεπεισμένος πως η θέληση του βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την συμπαντική θέληση, νιώθει ικανός να κυβερνήσει άλλους ανθρώπους. Βασίζεται στην αρετή του και δεν υπολογίζει τίποτα άλλο. Από το συλλογισμό αυτό πηγάζει το πλατωνικό αξίωμα : "Οι σοφοί να κυβερνούν ή οι κυβερνώντες να φιλοσοφούν".

Σχόλια

1. Ο Πλάτωνας λοιπόν και οι Πλατωνιστές αργότερα μιλώντας για Ιδεατό κόσμο και για κόσμο των Ιδεών διαχωρίζουν τον ΔΙΑ - ΛΟΓΙΣΜΟ, σε διαλογισμό

2 Η Αδράστεια είναι το Αναπόφευκτο, αυτή δε φρουρεί τον Δημιουργό των πάντων, διότι ο Δημιουργός τρέφεται από την Αδράστεια, συνυπάρχει δε με την ανάγκη και γεννά την Ειμαρμένη (το μοιραίο). Όταν δε λέμε Ειμαρμένη εννοούμε όσα είναι επακόλουθα εκείνων που προηγήθηκαν.
Και αφού σκέψεις ή πράξεις έχουν προηγηθεί και δεν είναι δυνατόν να ακυρωθούν, τα επακόλουθα τους είναι αναπόφευκτα.
Συνεπώς η Ειμαρμένη δεν είναι ότι μοιραίως "μέλλει γενέσθαι" αλλά το επακόλουθο των σκέψεων ή πράξεων του παρελθόντος. (Βλ. λέξη τετρακτύς, Ζωογονικό τρίγωνο κ.τ.λ.) πάνω στις αξίες ενός Ιδεατού κόσμου και σε διαλογισμό πάνω στον πιο βαρύ και διαφορετικής ποιότητας κόσμο της ύλης. Διαλογίζομαι όμως θα πει σκέφτομαι και σκέφτομαι θα πει πράττω. Και επειδή δεν μπορώ να πράττω σε έναν ιδεατό κόσμο, σε έναν κόσμο ιδεών, ότι είναι να πράξω, θα το πράξω στον κόσμο της ύλης. Σκέψη λοιπόν χωρίς πράξη για τον ιδεατό κόσμο, και σκέψη και πράξη για τον κόσμο της ύλης.
Ο Διαχωρισμός  της θεωρίας και πράξης έχει συντελεστεί. Οι χτίστες Στωικοί και νέο - Πλατωνιστές έχτισαν ένα λαμπερό οικοδόμημα στα θεμέλια της Πλατωνικής θεωρίας όπως διατυπώθηκε αυτή χρόνια πριν.

2.  Η θέση του θείου μετατοπίζεται. Η Θρησκεία της πόλης τοποθετούσε το θείο μέσα στη φύση. Η Φύση ήταν κάτι το θεϊκό, κάτι το Ιερό. Τώρα το «Πρώτο Κινούν», η Συμπαντική Διάνοια βρίσκεται έξω από τη φύση, ο Θεός έξω από το δημιούργημα του, το οποίο δημιούργημα ελέγχει, καθοδηγεί, και κάποιος θα μας πει πως το χαρίζει όπου θέλει. Το δημιούργημα είναι κάτι προς εκμετάλλευση. Έχει χάσει την ιερότητα του, Σημασία δεν έχει το δημιούργημα αλλά ο Δημιουργός, η Συμπαντική Δύναμη και Διάνοια που κινεί το δημιούργημα. Δεν υπάρχουν μέσα σ' αυτό ούτε Νύμφες Ναϊάδες, ούτε Πάν, ούτε ιερές δρύες, ούτε ψίθυροι φυλλωμάτων, ούτε ιερές πηγές.

3.   Και το πιο  σημαντικό   Αυτήν την Κινούσα Διάνοια ο  καθένας την οραματιζόταν και την φανταζόταν όπως ήθελε. Συνεπώς η θρησκεία εδώ αποκτά έναν καθαρά προσωπικό χαρακτήρα έναν ατομικό χαρακτήρα, όπου το Ιερατείο είναι το μόνο υπεύθυνο να προσδιορίσει τις ιδιότητες του θείου και να μας Αποκαλύψει τη θεϊκή  βούληση του.
Οι ιδιότητες του θείου δεν μπορούν να αποτυπωθούν ούτε στο μάρμαρο σαν άγαλμα, ούτε στο μάρμαρο σαν ανάγλυφο. Η μύηση μέσα από τα αγάλματα και τα ανάγλυφα θα χαθεί για πάντα. Ο μύστης αδυνατεί να παρακολουθήσει τη Συμπαντική Διάνοια, αδυνατεί να την κατανοήσει, αδυνατεί να την οραματιστεί και αντί το Ιερατείο να τον βοηθήσει, τον παραμερίζει λέγοντας πως είναι πολύ μικρός για να συλλάβει το θείο. Ο μόνος τρόπος για να επικοινωνήσουμε μαζί του είναι ένα είδος πνευματικής επαφής που ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. Συνεπώς είναι δουλειά των απεσταλμένων του θείου, των απεσταλμένων του Θεού, είναι δουλειά του Ιερατείου.

Ο Δόλος στην πίστη έχει πλέον εισαχθεί και αρχίζει να ριζώνει.

Στα ρωτήματα

1. Ποια η δράση του Θείου στον κόσμο;

2.  Ποια η σχέση του θείου με την ηθική;

3. Ποια η σχέση του θείου με το ανθρώπινο πεπρωμένο;

Οι απαντήσεις έρχονται αποκλειστικά από το Ιερατείο. Τίποτα δεν βοηθά την μύηση, το πνευματικό πέταγμα του μύστη, την προσέγγιση του θείου μέσα από την φιλοσοφία δηλαδή μέσα από την Λογική που τόσο ύμνησε ο Έλληνας.

4.  Και δεν είναι τυχαίο πως αφού οι Νέο - Πλατωνιστές προετοίμασαν και έστρωσαν το χαλί για την επερχόμενη πανούκλα του Εβραιοχριστιανισμού, όταν αυτό το νέο εβραίο χριστιανικό δόγμα έγινε επίσημη θρησκεία και διαχειριστής εξουσίας, οι λεγόμενοι Νεοπλατωνιστές δεν προλάβαιναν να κλείνουν μια - μια τις σχολές τους για να ενταχθούν στην νέα θρησκεία που σάρωνε, ισοπέδωνε και λήστευε τα πάντα στο πέρασμα της από τη μια και μοίραζε τις σάρκες, το χρήμα και την εξουσία από την άλλη στους πρώτους πυρήνες της δικής της εξουσίας. Εξ άλλου οι θεωρίες των Νέο - Πλατωνιστών και του εβραιοχριστιανικού δόγματος απείχαν μόλις ένα βήμα, για να μην πούμε πως ο Παυλιανισμός είναι σχεδόν το σύνολο των Πλατωνικών θεωριών χτυπημένες στο μίξερ της   εβραϊκής   τοκογλυφίας. Και μόνο η Ακαδημία του Πλάτωνα με τα τόσο γερά στηρίγματα της Αθηναϊκής φιλοσοφικής παράδοσης έμεινε πιστή στην ελληνική πνευματικότητα ώσπου το «εις έδαφος φέρειν του Θεοδοσίου» την ισοπέδωσε και αυτήν.
Και βέβαια η ζωή δεν χαρίζει κάστανα. Μόλις οι Νέο - Πλατωνιστές φορώντας τα ράσα αξιωματούχων της νέας θρησκείας τολμούσαν να διατυπώσουν μια λογική ή λογικοφανή θέση πάνω στον ιμπεριαλισμό της νέας θρησκείας γινόταν εκείνα τα θρησκευτικά πραξικοπήματα των οικουμενικών συνόδων και τους έστελναν στο «πυρ το εξώτερον».

Ένα ερώτημα σαν επίλογος :

Σήμερα η επιστήμη έδωσε απάντηση στην αέναη κίνηση των ουρανίων σωμάτων διατυπώνοντας τη θεωρία της παγκόσμιας έλξης. Έτσι ο Επιστήμων Πλάτων πήγε περίπατο και μας έμεινε αμανάτι η αστρική θρησκεία της κινούσας Διάνοιας. Μας έμεινε αμανάτι η θεωρία ενός Θεού που άλλη δουλειά δεν έχει από το να ασχολείται με την κίνηση των ουρανίων σωμάτων.
Αν λοιπόν στον Πλάτωνα ήταν γνωστή η σημερινή γνώση θα μιλούσε για Συμπαντική Διάνοια και για Κινούσα Αρχή; Θα μιλούσε για Συμπαντική Δικαιοσύνη και για τόσες άλλες αφηρημένες και μεταφυσικές έννοιες, απόρροια άγνοιας και έλλειψης ΓΝΩΣΗΣ που τις πήραν οι Νέο - Πλατωνιστές και τις έκαναν ροδοπέταλα στον επερχόμενο Παυλιανισμό...
Το πνευματικό κίνημα που ξεκίνησε με τον Πλατωνισμό είναι μια απόδραση, μια πτήση προς την αιωνιότητα μήπως και βρεθούν τα χαμένα στηρίγματα.

Το μήνυμα του Επίκουρου είναι διαμετρικά αντίθετο.
Και εδώ συναντάμε τη διαπίστωση ότι:
"Ο άνθρωπος θέλει να είναι ευτυχισμένος".
Δύο πράγματα όμως εμποδίζουν την ευτυχία του ανθρώπου :

1.  Η Επιθυμία ( Επιθυμία για ζωή) και

2. Ο φόβος. ( Ο φόβος του θανάτου)

1. Περιορισμός λοιπόν της Επιθυμίας. Εγκράτεια και Αυτάρκεια.
 Να οι πρώτες Αρετές για τον Επίκουρο.

Η Αρετή για τον Επίκουρο δεν έχει τίποτα το μεταφυσικό. Είναι απόλυτα γήινη και έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με τη λογική. Η λογική είναι το μόνο εργαλείο τιθάσευσης της Επιθυμίας. Από τη λογική ξεκινά η κατηγοριοποίηση των Επιθυμιών και αναγκών για να φτάσει στο πρώτο δόγμα της τετραφάρμακου που μεταξύ άλλων λέει πως ότι πραγματικά χρειαζόμαστε μπορούμε εύκολα να το αποκτήσουμε, εννοώντας τις φυσικές και αναγκαίες ανάγκες. Όλες οι υπόλοιπες υποθάλπονται από την κοινωνική ζωή.

Όσο για το Φόβο αυτός είναι αποτέλεσμα άγνοιας, έλλειψης γνώσης, έλλειψης λογικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: