Translate

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ - ΤΟ ΑΠΕΙΡΟΝ

Αναξίμανδρος 610 – 545 π Χ
Πρέπει να ομολογήσω οτι δεν γνώριζα τον Αναξίμανδρο , αλλά οι συχνές αναφορές του Κορνήλιου Καστοριάδη αλλά και του Heidegger με έκαναν να ασχοληθώ εκτενέστερα με τον Αναξίμανδρο και τα βαθύτερα νοήματά του...
Αν ο Θαλής κέρδισε τον τίτλο του πρώτου Ελληνα Φιλοσόφου , κυρίως επειδή εγκατέλειψε τις μυθολογικές διατυπώσεις , ο Αναξίμανδρος ειναι ο πρώτος για τον οποίο έχουμε συγκεκριμένες αποδείξεις οτι έκαμε μία λεπτομερή και καταληπτή προσπάθεια να εξηγήσει όλες τις απόψεις που υποπίπτουν στην εμπειρία του ανθρώπου.
Απο την Θεογονία του Ησίοδου ο οποίος θέτει το χάος ως πηγή του κόσμου , (ταυτόχρονα κενό ,ανυπαρξία και αταξία ) , πηγαίνουμε σε ένα άλλο τρόπο σκέψης , του χάους με τον Αναξίμανδρο που ειναι το άπειρο .
(το απροσδιόριστο ,το αόριστο).
Το άπειρο, αυτό που δεν έχει όρια (πείρατα),ειναι επίσης αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά(πείρα ., πείρας/πέρας) .
Ο Αναξίμανδρος δεν μπορούσε επίσης να θεωρήσει ως αρχή τα τέσσερα κλασσικά στοιχεία , το ύδωρ , την γή , το πύρ , τον αέρα διότι αυτά ειναι δεδομένα και μετατρέπονται το ένα στο άλλο.
Ο Αναξίμανδρος έχει ανακηρυχτεί ένα είδος πατέρα της αρχής της διατήρησης της ύλης.
Δηλαδή το άπειρο είναι ένα είδος δεξαμενής της ύλης απο όπου θα αναδύονται και όπου επιστρέφουν όλα τα φαινόμενα και οι οντότητες.

Το άπειρο ειναι έτσι αντιληπτό προς την εικόνα του κυβερνήτη που πηδαλιουχεί το πλοίο , κρατώντας το σε ισορροπία κατά το πλούν του .

Πράγμα που οδηγεί στην εμφάνιση της δικαιοσύνης , ως ‘ανασκευής’ αυτού του αρχέγονου χάους .
Η εμπειρία και διαίσθηση των Ελλήνων ειναι η απουσία πρωταρχικής τάξεως , που καθιστά δυνατή την αντιστάθμιση της βίας και της αδικίας στην οποία επιδίδονται αμοιβαία τα όντα.

Στην προκλασική και κλασική Ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει ελπίδα για ζωή μετά θάνατο η δεν υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο ή αν υπάρχει ,ειναι χειρότερη ακόμη και απο την χειρότερη ζωή που μπορεί να υπάρχει στην γή - όπως τα αποκαλύπτει ο Αχιλλέας στον Οδυσσέα στην χώρα των νεκρών .

Την ποιότητα του απείρου ως πρώτης αρχής , ο Αναξίμανδρος δεν την προσδιόριζε καθαρά , δεν της έδινε διακριτικά γνωρίσματα των υπαρχόντων στοιχείων «περιορισμούς απο τους οποίους οριοθετούνται τα κατώτερα όντα»

Και όπως λέει ο Νίτσε , «το ΟΝ που έχει ορισμένες ποιότητες δεν μπορεί να είναι η αρχή ή η αφετηρία των όντων. Το αληθινό ΟΝ δεν ειναι δυνατόν να έχει ορισμένες ποιότητες , αλλιώς θα γεννιόταν και θα έπρεπε να αφανιστεί όπως τα άλλα . Για να μη σταματήσει ποτέ το γίγνεσθαι , πρέπει το πρωταρχικό ΟΝ να είναι άπειρο»
«Κάθε γίγνεσθαι,ειναι μία ένοχη χειραφέτηση έναντι του αιώνιου όντος , μία αδικία που πρέπει να εξαγορασθεί με το θάνατο.Οτι γεννήθηκε , πρέπει να εξαφανισθεί , είτε πρόκειται για την ανθρώπινη ύπαρξη , είτε για το νερό , τη θερμότητα ή το ψύχος.»

Απο τα αντίθετα που ειναι μαζί ,εγγενώς, στο άπειρο ,και χωρίζονται μέσα στο χρόνο που τρέχει αιώνια ,το ένα έπειτα απο το άλλο γεννιώνται και πεθαίνουν . Στο χρόνο μετά το ζεστό έρχεται το κρύο, μετά το υγρό το ξηρό κοκ αλλά στο άπειρο που τα αγκαλιάζει όλα μαζί ,μένουν τα ίδια.
Η ποικιλία ειναι πρόσκαιρη . Ειναι μία ‘δίκη’ του ενός αντιθέτου σε σχέση με το άλλο , η ‘αδικία’ (θάνατος , ανεπάρκεια,έλλειψη), επανορθώνεται με την ‘τίσι’ (γέννηση ,συμπλήρωση) , με την δικαιοσύνη επόπτη και εξισορροπητή. Ολα τα πράγματα παριστάνονται εδώ αντιμαχόμενα ,να ανταλλάσουν μεταξύ τους αδικίες και ανάλογες προς αυτές αποζημιώσεις . Σημαίνει ουσιαστικά πληρώνω τα ίσα. Ετσι η δικαιοσύνη ειναι μιά ισορροπία αντιρρόπων παραγόντων,που πετυχαίνεται με την εξισορρόπηση της ανταπόδοσης προς την βλάβη.

Στον Ορφισμό η ζωή του ανθρώπου αποτελεί ποινή που εκτίεται για σφάλμα το οποίο έγινε σε προηγούμενη φάση ζωής , ενώ στον Αναξίμανδρο η αδικία και η αποζημίωση λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα και μοναδικό πεδίο πάλης , όπου οι διαφορές διευθετούνται αμοιβαία απο τα ίδια ενδιαφερόμενα μέλη .
Απο τον Ομηρο κάναμε λόγον για την ΜΟΙΡΑΝ , το πεπρωμένον , το μερίδιο κάθε ανθρώπου και κάθε όντος , του οποίου τα όρια δεν πρέπει να υπερβεί κανείς . Η απονομή δικαιοσύνης και η πληρωμή για την αδικίαν και την ύβριν γίνεται κατά του χρόνου τάξιν. «...εις ταύτα γίγνεσθαι» αφήνουν έτσι να επέλθει συμφωνία , επομένως δε και σεβασμός του ενός απο το άλλο , (υπερβαίνοντας ) την διαφωνία. Δηλαδή τα πάντα συμβαίνουν σε κλίμα συμφωνίας των όντων μεταξύ τους .

Εν τέλει η ίδια η ύπαρξη αποτελεί κατά μία έννοια , αδικίαν ή ύβριν και παράβαση .
Αδικία ειναι η ίδια ύπαρξη .

Για να αντιληφθούμε καλύτερα στην καθημερινή μας ζωή , τα ανωτέρω , ειναι όταν καταστρέφεται ένας αγαθός άνθρωπος , επιτυχημένος , όλβιος , άγιος και αναρωτούμεθα τον λόγο , το γιατί .
Διέπραξε ύβριν ? Οχι , καμμία ύβριν .
Τότε γιατί η μοίρα τον κατέστρεψε υλικώς και ψυχικώς ?

Η ύβρις του υπήρξε απλούστατα το ότι έφερε την ύπαρξή του σε πλήρη ολοκλήρωση , σε απόλυτη επιτυχία, χωρίς αναλλαγή καλών και κακών στιγμών. Πρέπει να πληρώσει για την αδικία αυτή , συνεπώς καταστρέφεται.

Για να το καταλάβουμε ακόμη καλύτερα , ειναι με παράδειγμα , τους σεισμούς , ως φυσικό φαινόμενο.
Ειναι καλύτερα να έχουμε πολλούς μικρούς σεισμούς , γιατί εκτονώνεται η αρνητική ενέργεια όπου πληρώνουμε το τίμημα με δόσεις , παρά έναν μεγάλο ολοκληρωτικό σεισμό όπου πληρώνουμε το τίμημα εφ΄ άπαξ .
Ο πόνος στην δεύτερη περίπτωση ειναι οδυνηρός και καταστροφικός .
Ετσι και ο θάνατος με δόσεις στα γεράματα ειναι προτιμώτερος , παρά ο ακαριαίος και νέος .
Ο παρανομαστής βέβαια ειναι ο ίδιος ...

*************************

Ο Αναξίμανδρος μιλούσε για μια δημιουργική ουσία «άπειρη», με την έννοια του απείρου ως «απροσδιόριστο» και όχι ως απεριόριστο όπως συχνά μεταφράζεται απο κάποιους που ξεχνούν ότι οι Ίωνες το σύμπαν το θεωρούσαν κλειστό, ένα και περιχαρακωμένο (έν το παν). Το ά-πειρον του Αναξίμανδρου είναι ουσία αείζωος που δεν έχει αποκτήσει πείρα εκ της πυράς, η οποία ανακυκλώνεται αποκτώντας εξ αυτής την εμπειρία.
Κρατήστε το αυτό ως υποσημείωση και θα το συναντήσουμε στον Ηράκλειτο. Χωρίς τον Αναξίμανδρο, τον οποίο ο Ηράκλειτος δείχνει ότι είναι ένας από τους λίγους που σέβεται, δεν γίνεται κατανοητή η θεωρία του Εφέσιου, την οποία κάποιοι την εξέτρεψαν λέγοντας πως είπε ότι «τα πάντα ρει», πράγμα που το είπε μεν αλλά είναι επουσιώδες. Οι Ίωνες ως τον Ελεάτη Παρμενίδη πίστευαν όλοι στη μεταβλητότητα.
Ο Ηράκλειτος, συνεχίζοντας τη θεωρία του Αναξίμανδρου ή μάλλον πατώντας και άθελά του ακόμα πάνω σε αυτήν, μετά την εκλαΐκευσή της από τον Αναξιμένη ο οποίος όρισε το άπειρο – απροσδιόριστο ως αιθερικό στοιχείο, την πήγε προς τη θερμική ενέργεια. Αρχή του γίγνεσθαι της φύσης κατά τον Εφέσιο είναι ένα «αείζωον ευγενές πυρ» που μεταστοιχειώνεται από το απροσδιόριστο αιθέριο λεπτό στοιχείο σε υδαρές απτό και προσδιοριζόμενο που φτιάχνει τις μορφές.
Ο Ηράκλειτος παρουσιάζεται σαν μια συνέχεια του Θαλή, του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη.
Η ελληνική φιλοσοφία αποτελεί μια συνέχεια . Όλοι αναφέρονται σε εξελικτικά της στάδια, από το Υπάρχειν (Αναξίμανδρος), στο Γίγνεσθαι (Ηράκλειτος), στο Φαίνεσθαι (Πυθαγόρας), στο Είναι (Παρμενίδης).

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

Αφιέρωμα στον μεγάλο στοχαστή Κώστα Αξελό .
Ολοι είμαστε κριτές και κρινόμενοι . Παίκτες και παίγνια. Μέσα σε ένα κόσμο όπου όλα γίνονται θέαμα και όπου κοιταζόμαστε να κοιτάζουμε.
Το παιχνίδι που κρατά δέσμιους άνθρωπο και κόσμο είναι ο Χρόνος .
Τι είναι ο Χρόνος ?
Το είναι εν τω γίγνεσθαι .
Ο περιπλανώμενος ρυθμός που σύρει και παρασύρει όλα όσα είναι.
Περισσότερο από μέσα στον χρόνο , το είναι Είναι ο χρόνος και ο χρόνος ‘ειναι’ το Είναι .
 Η αρχικότητά του είναι ασύλληπτη και το τέλος της απρόβλεπτο.
Ο χρόνος είναι αξεπέραστος γιατί ο ίδιος είναι το ξεπέρασμα που διατηρεί και εξαφανίζει.
Αφήνεται να περικοπεί ,να ζήσει,να ερμηνευθεί και να μετρηθεί με πολλούς τρόπους .
Όταν η ζωή αρχίζει να γίνεται αβίωτη ξεπροβάλλει η απαίτηση μιας πορείας προς το υπερ-πέραν του ανθρώπινου .
Η σκέψη ξεδιπλώνεται ως λογική ,οντολογική,διαλεκτική και λογιστική,ως μεταφυσική γενική φιλοσοφία ,οντολογία ,ως θεολογία ,κοσμολογία και φιλοσοφία της φύσης και ανθρωπολογία , ως φιλοσοφία της ιστορίας ,ηθική,ποιητική και αισθητική.
Οι μεγάλοι στοχαστές κατορθώνουν να ‘συλλάβουν’ για μιά στιγμή το Είναι με θεμέλιο το Μηδέν , αλλά οπισθοχωρούν μπρός σ΄ αυτό το δράμα και προσφέρουν μιά βάση και μιά κατεύθυνση.
Ολη η φιλοσοφία είναι σαν ένα δένδρο , του οποίου ρίζες ειναι η μεταφυσική ,κορμός η φυσική και τα κλαδιά που φυτρώνουν απ αυτόν τον κορμό ειναι όλες οι άλλες επιστήμες που περιορίζονται σε τρείς κύριες ,δηλαδή την ιατρική ,την μηχανική και την ηθική και έτσι τελικά καταλήγουμε στην ανθρωπολογία.
Κόσμος και σκέψη είναι ομογενή , ως ερώτημα και πρόβλημα.Το ένα δεν πάει δίχως τό άλλο ,συνιστούν το Αυτό ,αλλά το ένα δεν ει ναι το άλλο. Αντιμέτωποι με την κυκλικότητα και την ελικοειδή κίνηση ,ψάχνοντας τον τόπο της περισυλλογής και τον ρυθμό του χρόνου ,τσακισμένοι από τις σπείρες ,δεν μπορούμε να φύγουμε από τον κόσμο για να καταλήξουμε στην σκέψη , ούτε να εξορμήσουμε απο την σκέψη για να συναντηθούμε με τον κόσμο. Ούτε η αντίφαση είναι σημάδι πλάνης ,ούτε η μη αντίφαση είναι σήμα αλήθειας. Η αρχαία ενοποιητική ,λογική ,ηθική,αισθητική τριάδα ,του αληθινού ,του καλού ,του ωραίου ,είναι αδιανόητη και απραγματοποίητη ,αν και ταράζει την ομιλία μας ,την συναισθηματικότητά μας ,τις πράξεις μας .

Η δύναμη των – ισμών Ηδονισμός,στωικισμός,ασκητισμός,δογματισμός,κριτικισμός,σχετικισμός,μηδενισμός κλπ υπόσχονται περισσότερα από όσα τηρούν. Δεν ολοκληρώνουν ποτέ τον αρχικό τους στόχο.
Τίποτε δεν ολοκληρώνεται.Ανάμεσα στο άσπρο και το μαύρο κυριαρχεί το φαιό.
Κανένα άτομο και καμία κοινωνία δεν υπήρξε ,ούτε και μπορεί να υπάρξει ποτέ,απόλυτα χριστιανική,δημοκρατική,σοσιαλιστική . Μέσα σε αυτό το παρ’ ολίγο γίνονται και απογίνονται τα όντα και τα πράγματα.,ανάμεσα στην εγρήγορση ,το ενύπνιο και το ψέμα. Η χριστιανική θρησκεία υποστηρίζοντας πότε την μία πλευρά και πότε την άλλη, πότε πλατωνική και πότε σαν αντιπλατωνική ,ορθολογική ,κοσμική , φοβερά απαισιόδοξη αλλά και τρελά αισιόδοξη .Τραγική και συμβιβαστική ,πρακτική,συμπαγής,γήινη κι’ ιδεώδης , πνευματική , ουράνια,διατηρώντας την λειτoυργία της επανάληψης και διακηρύσσοντας την αλλαγή . Με την μορφή της πίστης και της δοξασίας αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη για όλη την ζωή . Από την γέννηση , στον θάνατο και πέραν απο αυτόν έχοντας απάντηση στα πάντα ,αλλά χωρίς να φροντίσει να συνδέσει τις αντίθετες και συμπληρωματικές δυνάμεις που εκμεταλλεύεται ταυτόχρονα και διαδοχικά.
Η πλανητική σκέψη αντιστοιχεί στην περιπλάνηση του είναι εν τω γίγνεσθαι της ολότητας του κόσμου. Η ελπίδα και η έμμονη ιδέα μίας τελικής καταστροφής εδρεύουν στους γιούς του ουρανού και της γής . Όλα μοιάζουν να σπεύδουν προς το τέλος τους και συμμετέχουμε σε αυτό , με ένα κράμα ευχαρίστησης και λύπης ,γιατί αγαπάμε και την σταθερότητα του είναι και την ρευστότητα του γίγνεσθαι.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ - ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ

Ο Χ . ΘΕΟΔΩΡΙΔΗΣ έχει τον λόγο .

Ο Επίκουρος έφερε την φιλοσοφία στο Δια Ταύτα. Στον θρίαμβο του λογικού.

Τόλμησε να κρίνει και να συγκρίνει τους παλαιότερους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη και να ξελαφρώσει το μυαλό απο την σαβούρα που το φόρτωσε η παράδοση αιώνων.
Να αναμετρηθεί ακόμη και με τους Θεούς για τις προ δια γραφές του ανθρώπου.

«Αν έχω ψωμί και νερό μπορώ να τα βάλω και με τον Δία»

«Δεν πρέπει να καμώνεσαι τον φιλόσοφο αλλά να είσαι πραγματικά φιλόσοφος»

Η βάση της φιλοσοφίας ειναι οτι στο ζώο το ίδιο και στον άνθρωπο που χαίρεται την ηδονή και αυτή ορέγεται ως καλόν ενώ αποστρέφεται τον πόνο ως κακό. Αλλωστε οι σοφιστίες των ανθρώπων για την επίτευξη των στόχων ειναι κοινός τόπος . Οταν κρίνουμε κάτι ως ωραίο δεν μπορούμε ταυτόχρονα να λέμε οτι δεν μας αρέσει και αντιθέτως όταν πονάμε και υποφέρουμε να λέμε οτι μας αρέσει. Ειναι διαστροφή της κοινής λογικής και οδηγεί τον άνθρωπο στον λαβύρινθο της μεταφυσικής. Βέβαια δεν είναι το ίδιο (Σωκρατικό) οτι αυτό που δεν ειναι καλόν ειναι κατ΄ ανάγκην και κακό , εισάγωντας την ενδιάμεση κατάσταση, απόχρωση του γκρίζου. Και βεβαίως ειναι άλλο όταν λέμε , αν αντιφάσκω δεν σημαίνει οτι έχω άδικο και αν δεν αντιφάσκω δεν σημαίνει οτι έχω δίκαιο , μη γνωρίζοντας την καθολική-συμπαντική αλήθεια .

Ο Επίκουρος έχει ως βάση της φιλοσοφίας του , καθρέπτη της φύσης, την συμπεριφορά των ζώων αλλά και των βρεφών γιατί δεν έχουν ακόμη παραπλανηθεί από την υποκρισία , και την ιδιοτέλεια.

«Πάθη δε λέγουσιν ειναι δύο, ηδονήν και αλγηδόνα , ιστάμενα περί πάν ζώον»

Ο άνθρωπος ειναι παιδί της γής . Για την σχέση του με τον έξω κόσμο ο άνθρωπος έχει μέτρο και κανόνα τις αισθήσεις του . Το σώμα γίνεται ένα ,το ίερό ,με την ψυχή.

Ο Σωκράτης έλεγε ότι το κλειδί για να βρείς την αλήθεια ειναι όταν δίνεις τον σωστό ορισμό.
 Η αλήθεια αρχικά σήμαινε κάτι το πραγματικό , άρχισε όμως κατόπιν να παίρνει απόχρωση μυστικιστική με την εμπλοκή των Ορφικών, Πυθαγορείων, Πλατωνιστών και τελικώς με τις θρησκοληψίες.
Ετσι φτάσαμε σε προκλητικά για τον κοινό νού συμπεράσματα.
Οτι μας πληροφορούν οι αισθήσεις μας ειναι κάτι παρακατιανό και πρόστυχο .
Εφτασαν σε σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη του αισθητού κόσμου.

Για την Σχολή του η φιλοσοφία υπηρετεί την ζωή και έχει μοναδικό σκοπό, όπως κάθε γνώση ή ενέργεια να φέρει την γαλήνη και την ευτυχία.
Ειναι ανάγκη πρώτα να γαληνέψουμε παραμερίζοντας κάθετι που μας ενοχλεί , ανάγκες υλικές , ανθρώπους που για τον ένα ή τον άλλο λόγο μας κάνουν κακό , στραβές ιδέες , τις άπειρες μικρότητες που πολιορκούν τη ζωή μέσα στην αποκαρδιωτική ανωμαλία των παραγωγικών σχέσεων.

«πολύ καλύτερα να υποχωρείς και νάχεις την ησυχία σου παρά να εξουσιάζεις τον κόσμο και να κοκορεύεσαι σαν βασιλιάς»

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τον άνθρωπο είναι ο φόβος του θανάτου , οι φαρμακεροί πόνοι , ο φόβος της αρρώστιας που δεν αφήνουν να γαληνέψει η ψυχή.
 Η παραμυθία για την γαλήνεψη της ψυχής είναι παροιμιώδης .

«Είναι ανοησία να φοβόμαστε τον θάνατο όσο ζούμε . Όταν πεθάνουμε χάνουμε κάθε αίσθηση γιατί η ψυχή είναι υλική και σβήνει μαζί με το σώμα»

Στο ζήτημα του θανάτου ο Πλάτων και Αριστοτέλης μόνο σκοτεινές , ασαφείς θεολογικές απόψεις είχαν να αντιπαραβάλλουν. Οι οπαδοί του τον χαιρέτησαν γι΄ αυτό σαν πραγματικό λυτρωτή και οι απόψεις του είχαν επίδραση και σε αντίθετους ιδεολογικά ανθρώπους , τους ηθικολόγους.

«παρέστω μόνον η τετραφάρμακος  άφοβον ο θεός , αναίσθητον ο θάνατος , και ταγαθόν μεν εύκτητον,το δέ δεινόν ευεκκαρτέρητον.»

ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ . Να αποφεύγεις κάθε μάταιη και φιλόδοξη επιδίωξη ,τις πράξεις που προκαλούν αντίδραση και σου ταράζουν την γαλήνη και σε κατεβάζουν στο επίπεδο των αφώτιστων και μωρών ανθρώπων .
Καλύτερα να παραμείνεις παρατηρητής της ζωής και ακόμη καλύτερα να παραμείνεις παρατηρητής, του παρατηρητή της ζωής.

«Οι άνθρωποι που θέλησαν να γίνουν ένδοξοι και δυνατοί για να ευτυχίσουν και να περάσουν μία ατάραχη ζωή μέσα στα πλούτη ήταν χαμένος κόπος.
Οι αγώνες που έκαναν για να φτάσουν στα ανώτερα αξιώματα έστρωσαν με κινδύνους τον δρόμο τους. Στην κορυφή τους χτυπά η ζήλια σαν κεραυνός και τους γκρεμίζει . Γιατί η ζήλια όπως ο κεραυνός , καίει πιό πολύ τα ύψη και ότι ξεπερνά το κοινό μέτρο»

ΦΙΛΙΑ . Από όλα τα αγαθά που η σοφία ασφαλίζει για την ευτυχισμένη ζωή , το μεγαλύτερο είναι η απόχτηση της φιλίας. Η σοφία είναι αθάνατη , η φιλία θνητή.

Να μήν εγκρίνουμε ούτε τους πολύ πρόθυμους για φιλία , ούτε τους πολύ οκνούς . Πρέπει όμως ακόμα να ξέρουμε να διακινδυνεύουμε κάτι από την άνεσή μας για την φιλία.Η αρχή της φιλίας ως προς την ωφέλιμον (Αριστοτέλης) , είναι σωστή γιατί ασφαλίζει την γαλήνη μας.

ΕΡΩΤΑΣ. Είναι μια δυνατή φυσική ορμή και σαν τέτοια πρέπει να ικανοποιηθεί μέσα στα όρια της λογικής και της φρονιμάδας. Διαφορετικά καταντάει πάθος και όπως τα άλλα πάθη ο θυμός , η πλεονεξία , η φιλοδοξία , οι δεισιδαιμονίες ταράζει την γαλήνη που είναι η ευδαιμονία στον άνθρωπο. Είναι ανάξιο σε έναν που θέλει να περάσει για κάπως ανώτερος να τσαλαβουτάει σε παράνομους έρωτες.

Από τέτοιο πάθος δεν θα αφήσει να κυριευτεί ο φωτισμένος άνθρωπος . Καλύτερα να ξεθυμάνει στο πρώτο κορμί που θα βρεθεί μπροστά του παρά να εξουσιαστεί από μίαν εικόνα. Αυτό που λέμε εκλογή , προτίμηση , ψυχική συγγένεια , συμφωνία χαρακτήρων , είναι πλάνη και ξεγέλασμα.

ΘΑΝΑΤΟΣ . Στην επικρατούσα άποψη του Αριστοτέλη ,ότι το καλύτερο για τον άνθρωπο είναι να μην γεννηθεί καθόλου , το δεύτερο το λιγότερο κακό , μιά και γεννήθηκε , να πεθάνει όσο μπορεί γρηγορότερα ,γιατί η κατάσταση του πεθαμένου ειναι πολύ καλύτερη από του ζωντανού , ο Επίκουρος θα απαντήσει «το Φριχτότατο λοιπόν κακό,ο Θάνατος , δεν πρέπει να μας σκοτίζει , γιατί όσο εμείς υπάρχουμε , ο θάνατος δεν υπάρχει .
Και όταν έρθει ο Θάνατος , εμείς είμαστε φευγάτοι . Ώστε δεν έχει σχέση ο Θάνατος ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους , επειδή για τους πρώτους δεν υπάρχει , οι δεύτεροι δεν υπάρχουν πιά.»

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ . Ο Επίκουρος θεωρεί τελείως άχρηστες την ιδεαλιστική φιλοσοφία του Πλάτωνα και τις αριστοκρατικές του αντιλήψεις για τον κόσμο .
«Οπως είναι άχρηστη η ιατρική που δεν θεραπεύει το κορμί , τόσο άχρηστη είναι και η φιλοσοφία που δεν θεραπεύει την ψυχή .»

Ο ισχυρισμός πως η πολιτεία έφτιαξε τα μέσα για την υλική άνεση και την πνευματική καλλιέργεια του λαού είναι ψευτιά που ξεγελάει τους απλοϊκότερους . Όπως μάλιστα κατάντησε με τις τελευταίες εξελίξεις , η πολιτεία είναι ξεπεσμός και θλίψη κάτι που το νιώθουμε βαθύτατα και μεις σήμερα.Δίπλα στους χυδαίους και τους απατεώνες που ανεβαίνουν δεν έχουν θέση οι λεπτότεροι κι ευγενέστεροι. Αν θές να σώσεις την την γαλήνη σου και μαζί τον ανθρωπισμό σου , στάσου μακριά.Κάνε την δική σου πολιτεία , που να σου δίνει όσα η επίσημη δεν μπορεί να σου δώσει.

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Τρεις ήταν οι κατήγοροι του Σωκράτη, ο άγνωστος ποιητής Μέλητος, ο πλούσιος βυρσοδέψης και πολιτικός Άνυτος, και ο ρήτορας Λύκωνας. Ο κύριος κατήγορος του Σωκράτη φάνηκε να είναι ο Μέλητος, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ο Άνυτος που είχε δύναμη πολιτική και οικονομική. Στο έργο “Μένων” όπου ο βασικός διάλογος γίνεται μεταξύ Σωκράτη και Μένωνα, υπάρχουν και άλλοι συνομιλητές μεταξύ αυτών και ο Άνυτος. Ο Άνυτος έχει ύφος παντογνώστη και ο Σωκράτης φυσικά ξεσκεπάζει την σύγχυση που βρίσκεται μέσα στον νου του και την άγνοια του σε τέτοιο βαθμό, που τον χτυπά στον εγωισμό του. Ο Άνυτος επανειλημμένως προσπάθησε να βγει από πάνω, πράγμα που δεν κατάφερε, οπότε στο τέλος κατέφυγε σε απειλές. Ο Σωκράτης με το γνωστό ειρωνικό (η ειρωνεία είχε διαφορετική έννοια τότε) του ύφος γυρνάει και λέει στον Μένωνα “Μένων, μου φαίνεται ότι ο Λύκων νευρίασε...”
Η κατηγορία που προσαρτήθηκε στο πρόσωπο του Σωκράτη ήταν:
“Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα* και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα, έτερα δε δαιμόνια καινά**»
δηλαδή: ότι πιστεύει σε θεούς που η πόλη δεν πιστεύει, ότι εισάγει καινούριους θεούς και θεότητες και ιδέες περί αυτών, οπότε βάσει αυτού διαφθείρει τους νέους με νέες νοοτροπίες.

(* η διαφθορά που προξενούσε ο Σωκράτης στους νέους ήταν το να τους δείχνει ότι δεν έπρεπε να ασχολούνται και να νοιάζονται για τις περιουσίες τους-πράγμα που προξενούσε αντιδράσεις από τους γονείς των νέων- αλλά να κοιτάζουν να γνωρίσουν και να βελτιώσουν τον εαυτό τους για να μπορέσουν να ανέβουν σε ανώτερο επίπεδο πνευματικό για να μπορέσουν να πάνε κοντά στους θεούς όπως λέει στο έργο “Φαίδων”.)

(** η έννοια “δαιμόνια” δεν έχει καμία σχέση με την σατανοποιημένη έννοια που έδωσαν αργότερα οι χριστιανοί για να δικαιολογήσουν τις καταστροφές των Αρχαίων Ελληνικών Ιερών. H λέξη Δαίμων-Δαήμον σημαίνει γνώστης εξού και το αδαής, και έχει την έννοια ανώτερης πνευματικής θεότητας. Ο Πλούταρχος ως ιεροφάντης των Δελφών αφιερώνει ολόκληρο βιβλίο, το “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον”).
Ο Άνυτος δεν εφηύρε την κατηγορία αυτή από το μυαλό του, αλλά βασίστηκε στο έργο “Νεφέλαι” του Αριστοφάνη που είχε γραφτεί και παιχτεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. Η κατηγορία με την οποία πήγε στο δικαστήριο ήταν σχεδόν εξολοκλήρου ειπωμένη στην κωμωδία εκείνη, άρα και ο Αριστοφάνης ηθικός αυτουργός της κατηγορίας αυτής.
Παρόλο που προσφέρθηκε ο ρήτορας Λυσίας και του έγραψε μια απολογία, ο Σωκράτης διάβασε το κείμενο, του το γύρισε πίσω του είπε ότι το ήταν ωραίο κείμενο αλλά δεν ταίριαζε στον ίδιο.

Υπολογίζεται ότι οι δικαστές του Σωκράτη που ήταν 500, ψήφισαν 280 κατά και 220 υπέρ του (σε περίπτωση ισοψηφίας ευνοείτο ο κατηγορούμενος). Η απολογία στην Ηλιαία γινόταν σε πρώτο βαθμό, αν οι δικαστές έπαιρναν καταδικαστική απόφαση ο κατηγορούμενος ερχόταν σε δευτερολογία και πρότεινε την ποινή του.
Μετά την ενοχοποιητική απόφαση ο κατηγορούμενος ανέβαινε στο βήμα για να προτείνει την ποινή που ζητούσε ο ίδιος να επιβληθεί.
Ο Σωκράτης λοιπόν ζητάει την “ποινή” του πολυεπίπεδα, πρώτα προτείνει βάσει αυτών των πραγμάτων που πράγματι είχε προσφέρει, αλλά οι Αθηναίοι δεν ήταν σε επίπεδο να το αντιληφθούν δηλ για τις υπηρεσίες του στην Αθήνα, σίτιση από το πρυτανείο, η οποία ήταν η μεγαλύτερη τιμή που οι Αθηναίοι έδιναν σε επίτιμα πρόσωπα που είχαν προσφέρει στην Αθήνα, σε δεύτερο επίπεδο πολύ μικρό χρηματικό ποσό που ο ίδιος θα μπορούσε να πληρώσει δηλαδή μια ασημένια Μνα και τέλος σε πιο πρακτική βάση και κατά την προτροπή των μαθητών του τριάντα Μνες τις οποίες θα τις έδιναν οι μαθητές του οι οποίοι ήταν πλούσιοι.
Στην δεύτερη ψηφοφορία οι δικαστές τον καταδίκασαν με μεγαλύτερη διαφορά από ότι πριν.

Ενδέχεται δε να τον καταδίκασαν διότι έβγαλε προς τα έξω την δομή και νοοτροπία εκμάθησης της αλήθειας και πραγματικότητας των Ελευσινίων Μυστηρίων, πράγμα που σήμαινε καταδίκη εις θάνατον.
ο Αριστοτέλης είχε πει για τα Ελευσίνια «οὐ μαθεῖν τι, ἀλλά παθεῖν καί διατεθῆναι» δηλαδή δεν σε μαθαίνουν τίποτα αλλά με αυτά που θα περάσεις θα φτάσεις σε επίπεδο να καταλάβεις από μόνος σου ποια είναι η αλήθεια και η πραγματικότητα. Αυτό ακριβώς δηλαδή που έκανε και ο ίδιος ο Σωκράτης (σαν ιεροφάντης) στους μαθητές του.
Όπως λέει και ο ίδιος, δεν δίδαξε ποτέ τίποτα και κανέναν, απλά μέσω των ερωτήσεων έβγαινε στην επιφάνεια η σύγχυση που επικρατούσε στον νου, οπότε έστελνε το μυαλό του μαθητή σε μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη και δυαδική με στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας.
Αυτή η διαδικασία την παραλλήλιζε με τους πόνους της γέννας, και την αλήθεια που εμφανιζόταν ως τον νεογνό.
Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε Μαιευτική.

Ο Σωκράτης ξεκινάει την απολογία του λέγοντας ότι οι κατήγοροι του, είπαν τόσες αναλήθειες και τόσο πειστικά που λίγο ακόμα και θα έπειθαν και τον ίδιο για όλα αυτά. Οι κατήγοροι είχαν ήδη προτρέψει τους δικαστές να μην τον πιστέψουν διότι τάχα είναι δεινός ρήτορας, ο Σωκράτης όμως καταρρίπτει το επιχείρημα τους αυτό, με την απόδειξη ότι πρώτη φορά σε ηλικία εβδομήντα ετών παρουσιάζεται μπροστά σε δικαστήριο, οπότε είναι και εντελώς ξένος ως προς την γλώσσα που χρησιμοποιείται εκεί.

Στην συνέχεια ο Σωκράτης ενημερώνει τους δικαστές ότι υπάρχουν δύο ειδών κατήγοροι, οι πρόσφατοι Άνυτος, Μέλητος και Λύκωνας και οι παλαιότεροι.
Μεταξύ αυτών οι χειρότεροι είναι οι παλαιότεροι διότι οι κατηγορίες που του προσάρτησαν έπεσαν σαν σπόροι σε εύφορο χώμα δηλαδή τα παιδιά της πόλης, που μεταξύ αυτών ήταν και οι δικαστές.
(σημείωση: Εδώ ο Σωκράτης τονίζει την σημαντικότητα του ότι όταν μάθουμε κάτι στραβό από παιδιά, που είμαστε εύπιστοι, δύσκολα αυτό ανατρέπεται.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μένουμε και πορευόμαστε με τις ψευδείς ιδέες.
Γι αυτό η διδασκαλία του, στην ουσία δεν διδάσκει κάτι έτοιμο αλλά είναι χτίσιμο ορθής σκέψης για να βρούμε μόνοι μας τις αλήθειες.
Αυτό αναφέρεται και στην “Πολιτεία” ).
Οι πρώτοι κατήγοροι, εκτός από τον ποιητή κωμωδιών (Αριστοφάνη), ήταν άνθρωποι του πλήθους και του όχλου οπότε δεν μπορεί να αναφέρει ο Σωκράτης κανένα συγκεκριμένο όνομα.
Ο όχλος αυτός είχε πεισθεί από άλλους οι οποίοι με την σειρά τους έπειθαν άλλους και οι άλλοι άλλους, πράγμα πολύ δύσκολο να αντιμετωπισθεί, αναγκάζοντας τον Σωκράτη να μάχεται με σκιές και να ρωτάει χωρίς να απαντάει κανείς.
Έτσι λοιπόν πρέπει να απολογηθεί και να προσπαθήσει να ανατρέψει την ψεύτικη κακή ιδέα που έχουν οι δικαστές από την παιδική τους ηλικία μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

“Το κατηγορητήριο λοιπόν λέει”, συνεχίζει ο Σωκράτης, “ότι αυτός ερευνά με περιττό ζήλο τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από την γη και στον ουρανό, τα άδικα τα κάνει να φαίνονται δίκαια και όλα αυτά τα διδάσκει στους άλλους. Αυτά λίγο πολύ τα είδαμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη “Νεφέλαι”, ότι τάχα κάποιο Σωκράτη να περιφέρεται και να ισχυρίζεται ότι περπατάει στον αέρα και να φλυαρεί αερολογώντας”.
Ο Σωκράτης καλεί όλους τους παρευρισκόμενους να πουν αν ποτέ τον άκουσαν να λέει κάτι από τα παραπάνω, όπως και το αν ποτέ πήρε χρήματα για την διδασκαλία του, όπως κάνουν πολλοί άλλοι, όχι κακώς.
Κανείς δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.

“Μα Σωκράτη εσύ με τι ασχολείσαι; πως γεννήθηκαν οι διαβολές εναντίον σου; γιατί αν δεν σε απασχολούσαν πράγματα που δεν απασχολούν άλλους δεν θα δημιουργούσες τόση φήμη” ήταν η ρητορική ερώτηση του Σωκράτη, που ο ίδιος απάντησε, ότι την φήμη την απέκτησε για την ανθρώπινη σοφία (δηλαδή το γνώθι σε αυτόν) που είχε και μόνο, και προειδοποιεί τους δικαστές να μην διαμαρτυρηθούν και να οχλαγωγήσουν αν τους φανεί υπερβολικό αυτό που πρόκειται να ακούσουν, διότι δεν είναι λόγια δικά του, αλλά του αξιόπιστου Χαιρεφώντα, ο οποίος ήταν μάρτυρας των θεών.

Ο Χαιρεφώντας λοιπόν κάποτε πήγε στους Δελφούς και τόλμησε να ρωτήσει το Μαντείο, αν υπάρχει κάποιος σοφότερος από τον Σωκράτη, και η Πυθία απάντησε ότι κανένας δεν είναι σοφότερος. Σαν μάρτυρα των γεγονότων είχε τον αδερφό του Χαιρεφώντα διότι ο ίδιος έχει πεθάνει.
Στην συνέχεια τους καλεί να προσέξουν τι θα πει για να καταλάβουν την αιτία των διαβολών εναντίον του.
Στην αρχή, όταν πρωτοάκουσε αυτά που του είπε ο Χαιρεφώντας αναρωτήθηκε τι ήθελε να πει ο θεός, διότι ο ίδιος ο Σωκράτης γνώριζε ότι του έλλειπαν πολλές ακόμα γνώσεις για να ονομαστεί σοφός.
Εφόσον πάλι το είπε ο θεός δεν μπορεί να είναι ψέματα, οπότε έψαχνε να δει τι συνέβαινε.
Σκέφτηκε λοιπόν να εξετάσει ανθρώπους σοφούς για να ελέγξει έτσι και το μαντείο, και να αποδειχθεί η αλήθεια όποια και αν ήταν αυτή.

Έτσι πήγε σε έναν σοφό πολιτικό, και εξέτασε σε βάθος τη λεγόμενη σοφία του, που τελικά ήταν φαινομενική.
Αυτό του το απέδειξε με την γνωστή μέθοδο μέσω των ερωτήσεων, πράγμα που τον έκανε αντιπαθή και στον ίδιο τον πολιτικό και στην ομήγυρη του.
Μετά πήγε σε άλλους και σε άλλους που λογιζόντουσαν ως σοφοί και όλους συνέβαινε το ίδιο, νομίζανε ότι ήταν σοφοί αλλά δεν ήταν κανείς τους.
Κάθε φορά λοιπόν φεύγοντας από κάθε συζήτηση σκεφτόταν ότι όντως ήταν σοφότερος τους, διότι κανένας από τους δυο δεν γνώριζε τίποτε το σπουδαίο, απλά ο άλλος νόμιζε ότι γνωρίζει ενώ ο Σωκράτης γνώριζε ότι δεν γνωρίζει τίποτα.
Επίσης κάτι που επισημαίνει ο Σωκράτης ήταν ότι όλοι που συζήτησε, από πολιτικούς, ποιητές μέχρι χειροτέχνες, όλοι είχαν το ίδιο ελάττωμα, δηλαδή επειδή γνώριζαν την τέχνη τους καλά, νομίζανε ότι και σε όλα τα άλλα ήταν σοφοί.

Κάθε φορά που αποδείκνυε την άγνοια κάποιου, οι παρόντες νόμιζαν ότι ο Σωκράτης ήταν σοφός, επειδή ο συνομιλητής δεν γνώριζε, όμως μόνο ο θεός είναι πράγματι σοφός. Με τον χρησμό αυτόν έλεγε εν ολίγοις ότι η ανθρώπινη σοφία έχει μικρή αξία ίσως και καμία, και πιθανόν ο θεός να χρησιμοποιεί τον Σωκράτη σαν παράδειγμα ως εξής, ότι ένας άνθρωπος που δεν είναι σοφός και το ξέρει, συνάμα να είναι σοφότερος των άλλων που νομίζουν ότι είναι. Έτσι ο Σωκράτης βοηθούσε τον θεό με το να αποδεικνύει στον κόσμο ότι δεν είναι σοφοί. Όντας απασχολημένος με αυτό το θεϊκό έργο δεν ευκαίρησε ούτε για την πόλη να κάνει κάτι αξιόλογο (υλικά) ούτε για την οικογένεια του, με αποτέλεσμα να είναι φτωχός.
Οι πλούσιοι νέοι που είχαν χρόνο ελεύθερο, τον ακολουθούσαν με την θέληση τους, τους άρεσε να τον ακούνε να εξετάζει. Πολλές φορές λοιπόν έκαναν και εκείνοι το ίδιο σε άλλους (το αναφέρει και ο Αριστοφάνης στις “Νεφέλες” που ήταν μάλλον και η αιτία της συγγραφής της κωμωδίας), αυτοί οι άλλοι όμως εξοργίζονταν με τον Σωκράτη και όχι με εκείνους τους νέους που τους εξέταζαν. Αυτοί λοιπόν είπαν ότι υπάρχει κάποιος άθλιος Σωκράτης που διαφθείρει τους νέους, όμως αν τους ρωτήσει κανείς τι κάνει και τι διδάσκει για να πετύχει κάτι τέτοιο δεν απαντούν διότι δεν ξέρουν τίποτα, απλά περιορίζονται στο αόριστο “δεν πιστεύει στους θεούς” και στο ότι “κάνει τους το λάθος να φαίνεται με σωστό”.
Ο Σωκράτης λοιπόν αφού έδωσε εικόνα για την αιτία των πρώτων κατηγόρων συνεχίζει στην εξέταση των προσφάτων κατηγόρων ξεκινώντας από τον Μέλητο.
Ο Σωκράτης ξεκινάει επιθετικά λέγοντας ότι ένοχος είναι ο Μέλητος επειδή σέρνει σε δικαστήρια ανθρώπους προσποιούμενος ότι ενδιαφέρεται και φροντίζει για πράγματα που ποτέ δεν νοιάστηκε. Με τις ερωτήσεις του προτρέπει τον Μέλητο να επιδείξει ποιοι είναι αυτοί που ωφελούν τους νέους.
Ο Μέλητος απαντάει ότι είναι οι όλοι οι δικαστές, οι ακροατές, οι βουλευτές, τα μέλη της εκκλησίας του δήμου, οι εκκλησιαστές κτλ.
“Δηλαδή όλοι εκτός από εμένα έτσι;” ρωτάει ο Σωκράτης, “έτσι ακριβώς” απαντάει ο Μέλητος.
Τότε ο Σωκράτης του λέει ότι “είναι δυνατόν στα άλογα οι πολλοί να τα εκπαιδεύουν και οι λίγοι δηλαδή οι ιπποκόμοι να τα διαφθείρουν; μάλλον το αντίθετο συμβαίνει...έτσι θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι νέοι αν μόνο ένας υπήρχε να τους διαφθείρει και όλοι οι υπόλοιποι να τους ωφελούσαν.


“Για πες μας Μέλητε” συνεχίζει ο Σωκράτης, “οι κακοί δεν βλάπτουν όσοι είναι κοντά τους;” “ασφαλώς” απαντά ο Μέλητος, “εγώ που διαφθείρω τους νέους το κάνω με την θέληση μου ή όχι;” “με την θέληση σου” απαντά ο Μέλητος, “μα τι είναι αυτά που λες Μέλητε, λες να έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο αμάθειας που να αγνοώ ότι αν δημιουργήσω κακούς γύρω μου δεν θα κινδυνεύσω ο ίδιος;;; αν πάλι δεν το κάνω με την θέληση μου ο νόμος δεν ορίζει να με φέρεις στο δικαστήριο αλλά να με πάρεις ιδιαιτέρως και να με νουθετήσεις αλλά δεν έκανες κάτι τέτοιο οπότε δεν ενδιαφέρεσαι για νουθεσίες οπότε είναι φανερό αυτό που έλεγα πριν ότι προσποιείσαι ότι ενδιαφέρεσαι ενώ στην πραγματικότητα δεν νοιάζεσαι γι αυτά”.

Στην συνέχεια ο Σωκράτης περνάει στο σημείο της κατηγορίας περί των θεών. Καταρρίπτει την κατηγορία του άθεου εφόσον η ίδια η κατηγορία είναι ότι διδάσκει και φέρνει καινούριες θεότητες, οπότε δεν μπορεί να είναι άθεος. Ακολούθως δεν στέκει η κατηγορία ότι διδάσκει ότι η θεότητα του Ήλιου και της Σελήνης είναι πέτρα και γη διότι αυτά δεν είναι δικές του θεωρίες μα του Αναξαγόρα του οποίου βιβλία υπάρχουν στην ορχήστρα του θεάτρου με μια δραχμή. Και ενώ ο Μέλητος επιμένει στην κατηγορία ότι δεν πιστεύει σε θεούς, ο Σωκράτης απαντά ότι είναι δυνατόν να κατηγορείται για αθεΐα την στιγμή που εισάγει νέους θεούς; αναρωτιέται αν είναι δυνατόν κάποιος να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; είναι δυνατόν να πιστεύει κάποιος ότι υπάρχει ιππασία αλλά δεν υπάρχουν άλογα; ή ότι δεν υπάρχουν αυλήτες αλλά υπάρχει η αυλητική τέχνη; είναι κανείς που να πιστεύει στην δύναμη των δαιμόνων και να μην πιστεύει στην ύπαρξη των δαιμόνων; “‘δεν θα ήταν δυνατόν αυτό” απαντά ο Μέλητος, “Τους δαίμονες δεν τους θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά θεών;” “ναι” απαντά ο Μέλητος “Αν πιστεύω λοιπόν στους δαίμονες σύμφωνα (με το κατηγορητήριο) και οι δαίμονες είναι είτε θεοί είτε παιδιά θεών γιατί λες ότι δεν πιστεύω στους θεούς και ταυτόχρονα να πιστεύω;” και απευθύνεται στους δικαστές λέγοντας τους ότι δεν χρειάζεται περισσότερα επιχειρήματα για να αποδείξει ότι δεν ευσταθεί η κατηγορία αυτή.

“Θα μπορούσε όμως κάποιος να πει” συνεχίζει ο Σωκράτης,
“Δεν ντρέπεσαι Σωκράτη να έχεις κάνει τέτοια πράγματα ώστε να κινδυνεύεις να πεθάνεις;” κι εγώ τότε θα του απαντούσα
“Κάνεις λάθος άνθρωπε αν νομίζεις πως ένας άνδρας θέλει να ωφελήσει έστω και λίγο τους άλλους πρέπει να σκέπτεται τον κίνδυνο του αν θα ζήσει ή θα πεθάνει.
Το μόνο που πρέπει να σκέπτεται είναι αν ενεργεί δίκαια ή άδικα, διότι το να φοβάται κανείς τον θάνατο δεν είναι τίποτα παραπάνω από το να νομίζει κανείς ότι είναι σοφός ενώ δεν είναι, να νομίζει ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει, γιατί κανείς δεν γνωρίζει τον θάνατο, ούτε αν είναι μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο, κι όμως τον φοβούνται σαν να ξέρουν καλά ότι είναι το μεγαλύτερο κακό.”

Ο Άνυτος υποστήριξε μπρος στους δικαστές (εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς) ότι είτε από την αρχή δεν θα έπρεπε καθόλου να δικαστεί ο Σωκράτης είτε αφού ξεκίνησε η δίκη δεν γίνεται να μην καταδικαστεί εις θάνατον, διότι αν δεν καταδικάσουν τον Σωκράτη αυτός μετά θα καταστρέψει τα παιδιά τους και τους ίδιους με τις φιλοσοφίες του.
¨Αν με αφήνατε δικαστές ελεύθερο με τον όρο να μην περνάω τον χρόνο μου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας, κι ότι αν το κάνω και πιαστώ θα πεθάνω, σας ενημερώνω ότι σας αγαπώ σας εκτιμώ αλλά θα υπακούσω τον θεό και όχι εσάς, και όσο ζω και όσο αναπνέω και μπορώ δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να συμβουλεύω και να νουθετώ οποιονδήποτε τυχαίνει και συναντώ στην Αγορά*
λέγοντας του ότι είναι πολίτης της πιο μεγάλης και φημισμένης για την σοφία της και δύναμη της πόλη, και ότι θα έπρεπε να ντρέπεται αν το μόνο που έκανε είναι να φροντίζει για τα χρήματα και το πως θα αποκτήσει περισσότερα και για την δόξα και για τις τιμές και να μην ενδιαφέρεται για την φρόνηση την αλήθεια και την ίδια του την ψυχή. Κι αν κάποιος αμφισβητούσε τα λεγόμενα μου θα του έκανα ερωτήσεις και αν φαινόταν ότι δεν κατέχει την αρετή παρόλο που αυτό ισχυριζόταν θα τον επιπλήττα που νοιάζεται τόσο πολύ για ασήμαντα και δεν νοιάζεται για τα σημαντικά.”
(* αγορά εκ του ρήματος αγύρω, δηλαδή συναθροίζω, εξού και το ομήγυρις ή πανήγυρις δηλαδή τόπος που συναθροίζονταν για συζήτηση ή για άθληση οι Αθηναίοι. Δεν έχει καμία σχέση με την έννοια που ξέρουμε εμείς σήμερα με αγοροπωλησίες αντικειμένων)

“Αυτό θα κάνω” συνεχίζει ο Σωκράτης, είτε συναντήσω κάποιον ξένο* "είτε συμπολίτη μας, και κυρίως σε αυτούς που είναι και πιο δικοί μου, γιατί αυτά με προστάζει ο θεός, καταλάβετέ το καλά. Μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για την πόλη μας από αυτήν μου την υπηρεσία στον θεό. Περιφέρομαι μην κάνοντας κάτι διαφορετικό από το να πείθω (πείθω=αποδεικνύω με την λογική) ηλικιωμένους και νεότερους να ενδιαφέρονται πάνω από όλα για την ψυχή τους το πως θα γίνει καλύτερη, λέγοντας τους ότι η αρετή δεν γίνεται μέσω χρημάτων αλλά τα χρήματα και όλα τα αγαθά, ιδιωτικά και δημόσια, από την αρετή.
Αυτά δεν θα τα αλλάξω έστω και αν είναι να πεθάνω πολλές φορές. Να ξέρετε όμως ότι αν με θανατώσετε δεν θα με βλάψετε τόσο όσο θα βλάψετε τους εαυτούς σας. Άλλον σαν και εμένα δεν θα βρείτε που τον έχει ορίσει ο θεός να βρίσκεται κοντά στην πόλη η οποία λόγω μεγέθους μοιάζει με μεγάλο άλογο καλής ράτσας αλλά νωθρό, και γω σαν αλογόμυγα να τριγυρνάω όλη μέρα και να σας ξυπνώ, αλλιώς θα περάσετε ολόκληρη της ζωή σας σαν κοιμώμενοι αν δεν σας στείλει ο θεός κάποιον άλλον (μα κι αν σας στείλει το ίδιο θα ξανακάνετε).”


(*Ξένος στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο Έλληνας από άλλη πόλη, οι αλλοδαποί ονομάζονταν βάρβαροι διότι η ηχητική της ομιλία τους έμοιαζε με ‘βαρ βαρ βαρ”).

“Το ότι είμαι εκείνος που όρισε ο θεός φαίνεται από το ότι έχω παραμελήσει τις υποθέσεις μου και τους δικούς μου, για να φροντίσω για το σύνολο, σαν να ήμουν πατέρας ή αδερφός σας, αν βέβαια είχα κάποιο υλικό όφελος κάποια αμοιβή θα είχα κάποιο λόγο να με κατηγορήσουν ότι λέω ψέματα, αλλά δεν ζήτησα ποτέ καμία αμοιβή από κανέναν, και ο πιο αξιόπιστος μάρτυρας είναι η φτώχεια μου.”

Στην συνέχεια ο Σωκράτης κάνει λόγο για το γνωστό “Σωκρατικό Δαιμόνιο” (στο οποίο στάθηκε ο Πλούταρχος με το βιβλίο του “Περί Σωκράτους Δαιμόνιον” ) εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο δεν ασχολήθηκε ποτέ με την πολιτική.
“Ίσως σας φαίνεται παράξενο που ενώ τριγυρνάω ανάμεσα σας και σας συμβουλεύω, ποτέ δεν ανέβηκα στο βήμα μιλώντας στο πλήθος να συμβουλέψω την πόλη. Αιτία αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι δηλ μέσα μου κάτι θεϊκό και δαιμόνιο, μια φωνή. Αυτή η φωνή υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, που πάντα την ακούω η οποία με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω αλλά ποτέ δεν με προτρέπει σε τίποτα.
Αυτή λοιπόν με αποτρέπει να ασχοληθώ με την πολιτική, και ξέρετε καλά ότι αν είχα ασχοληθεί με την πολιτική από καιρό θα είχα αφανισθεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και τον εαυτό μου.”
Στα παρακάτω λόγια θα δοκιμάσουμε μια έκπληξη, ο Σωκράτης θέτει σε διαφορετική αλλά και ανώτερη βάση την φιλοσοφία λέγοντας ότι δεν υπήρξε ποτέ δάσκαλος κανενός.
Όταν έλεγε κάτι, όποιος επιθυμούσε νέος ή γέρος τον άκουγε, δεν αρνήθηκε ποτέ σε κανέναν την συζήτηση και δεν ήταν σαν τους άλλους που μιλούσανε μόνο όταν έπαιρναν χρήματα, και όταν δεν έπαιρναν δεν έβγαζαν λέξη. Είχε ίδια συμπεριφορά και στους φτωχούς και στους πλούσιους, απαντούσε σε όλους χωρίς να κάνει καμία διάκριση, όμως είτε αυτοί γινόντουσαν δίκαιοι είτε όχι, ο Σωκράτης δεν έφερε καμία ευθύνη, διότι δεν είχε υποσχεθεί σε κανέναν τίποτα, διότι δεν δίδαξε ποτέ κανένα μάθημα σε οποιονδήποτε. Πάντα μιλούσε σε παρέες και ποτέ ιδιαιτέρως και αν κάποιοι ευχαριστιόνταν να τον ακούνε ήταν λόγω ότι τους άρεσε να τον ακούνε να εξετάζει εκείνους που νομίζανε ότι ήταν σοφοί ενώ δεν ήταν. Ήταν κάτι που έκανε επειδή τον είχε ορίσει ο θεός γι αυτό.
Η διδασκαλία του Σωκράτη διέφερε από τις άλλες διδασκαλίες.
Την μεν διδασκαλία του Σωκράτη μπορούμε να την ονομάσουμε ως διδασκαλία προσέγγισης του ορθού και της αλήθειας και της πραγματικότητας δηλ του ίδιου του δημιουργού, ενώ οι διδασκαλίες όπως αυτές που έχουμε σήμερα θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε διδασκαλίες της διαβολής, και θα εξηγήσουμε ευθύς αμέσως το γιατί.
Ο μεν Σωκράτης δεν διδάσκει τίποτα, αλλά μεσώ των λογικών ερωτήσεων βοηθά τον μαθητή να σκεφτεί και να προσεγγίσει μονός του την πραγματικότητα, εν αντιθέσει με την διδασκαλία την σημερινή όπου ο μαθητής μαθαίνει έτοιμη γνώση από τον δάσκαλο, άρα δεν αυτενεργεί αλλά οικειοποιείται ξένες ιδέες άρα και ξένες προσωπικότητες πράγμα πολύ επικίνδυνο.
Ο Σωκράτης επανέρχεται στο να χτυπήσει τον εγωισμό των δικαστών ακόμα μια φορά, λέγοντας ότι ενδέχεται να αγανακτήσουν με αυτόν επειδή δεν παρακαλάει όπως συνηθίζουν κάποιοι στα δικαστήρια ακόμα και σε πολύ ελαφρύτερες και λιγότερο σημασίας δίκες.
Αλλά δεν παρακαλάει όχι από υπεροψία, αλλά δεν νομίζει ότι θα ήταν πρέπον να κλαίει και να οδύρεται και να φέρνει τα παιδιά του για να επηρεάσει, το θεωρεί ντροπή ακόμα και για την πόλη κάτι τέτοιο διότι θα έκανε έναν ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους και εκλέγονται από τους συμπολίτες για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γυναίκες, πράγμα που δεν αρμόζει στην Αθήνα.
Άλλωστε ο Δικαστής βρίσκεται στην θέση αυτή για να απονέμει δικαιοσύνη και να κρίνει αντικειμενικά μια κατάσταση και όχι στο να πείθεται στα παρακάλια, αφού έχει ορκιστεί σε αυτό στους θεούς.
"Αν σας έπειθα με παρακάλια θα ήταν σαν να σας δίδασκα να μην πιστεύετε στο ότι υπάρχουν θεοί, και ταυτόχρονα θα ήταν σαν να κατηγορούσα τον εαυτό μου ότι δεν πιστεύω στους θεούς." είπε ο Σωκράτης

Εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της απολογίας, το δικαστήριο αποφασίζει ότι είναι ένοχος με τριάντα ψήφους διαφορά, οπότε θα πρέπει να περάσει σε δευτερολογία για να επιχειρηματολογήσει επάνω στο φλέγον ζήτημα της ποινής που θα του επιβληθεί.

Παρατηρεί ο Σωκράτης ότι η διαφορά των ψήφων κατά και υπέρ είναι μικρή, και ότι η κατηγορία του Μέλητου έχει καταρριφθεί, αλλά αν δεν τον είχαν κατηγορήσει ο οικονομικά και πολιτικά ισχυρός Άνυτος και ο Λύκων, ο Μέλητος θα πλήρωνε και χίλιες δραχμές πρόστιμο διότι οι ψήφοι δεν θα ξεπερνούσαν το ένα πέμπτο.

Ο Σωκράτης όμως έχει το δικαίωμα να προτείνει την ποινή που θα του επιβληθεί, έτσι ξεκινάει την σκέψη του, με ρητορικές ερωτήσεις όπως, τι του αξίζει να του επιβληθεί επειδή έκρινε ότι καλύτερο ήταν να παραμελήσει όλα εκείνα που φροντίζουν οι άνθρωποι, όπως οικονομικά συμφέροντα, στρατηγίες, δημόσιες αγορεύσεις, αξιώματα κτλ δηλαδή τον υλικό κόσμο, επειδή αν ασχολούνταν με όλα αυτά δεν θα ωφελούσε τους συμπολίτες του (ούτε και τον εαυτό του) ωθώντας τους στο να γίνουν συνετότεροι και καλύτεροι (με σκοπό την προσέγγιση του θείου στο επέκεινα, όπως μας φανερώνει στο έργο “ΦΑΙΔΩΝ” ή περί ψυχής) και για το καλό του συνόλου και της πόλης και στην εδώ ζωή;
Τι του αξίζει λοιπόν για όλα αυτά; τίποτε άλλο από την δωρεάν σίτιση από το Πρυτανείο, και μάλιστα είπε ότι σε αυτόν αρμόζει πιο πολύ παρά σε κάποιον που νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες, διότι ένας ο ολυμπιονίκης τους έκανε να φαίνονται ευτυχής ενώ ο Σωκράτης του έκανε ευτυχής.
Η δωρεάν σίτιση του Πρυτανείου ήταν μια τεράστια διάκριση για άνδρες που τίμησαν την Αθήνα.
Ο Σωκράτης γνωρίζει πολύ καλά ότι προκαλεί αρνητικά το θολό μυαλό των δικαστών αλλά είναι μια πραγματικότητα που έπρεπε να ακουστεί ασχέτως αν οι άνθρωποι ήταν σε νοητικό επίπεδο να το αντιληφθούν ή όχι.
Ο Σωκράτης άλλωστε δεν απευθύνεται στους ανθρώπους αλλά στον ίδιο τον θεό αποδεικνύοντας την πίστη στην ύπαρξη του με τα λόγια αυτά.
Ουσιαστικά του είπε ότι γνώριζε ότι αυτός ήταν ο σκοπός της ζωής του, το να προετοιμάσει δηλαδή τους ανθρώπους προς την άνοδο, αυτό έπραξε, και γνωρίζει ότι κλείνει ο κύκλος του εδώ διότι το έργο του τελειώθηκε.
“όντας βέβαιος ότι δεν έχω αδικήσει κανέναν, δεν πρόκειται φυσικά να αδικήσω τον εαυτό μου” συνεχίζει ο Σωκράτης, “δεν θα προτείνω λοιπόν κάτι κακό, τι να φοβηθώ; μήπως αυτό που προτείνει ο Μέλητος; (τον θάνατο) αφού δεν ξέρουμε καλά καλά αν είναι κακό ή καλό, τι να προτείνω; να μείνω φυλακή;
τι θα με ωφελούσε το να είμαι δούλος; εξορία;
θα ήμουν ασυλλόγιστος αν δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι εσείς που είστε συμπολίτες μου δεν μπορέσατε να με υποφέρετε θα μπορέσουν οι ξένοι.
Και θα μπορούσε να μου πει κανείς ότι θα μπορούσα να φύγω από την Αθήνα και να πάω κάπου και να σωπάσω, αλλά δεν είναι δυνατόν αυτό διότι θα ήταν σαν να παράκουα τον θεό, άλλωστε
Η ζωή δεν έχει κανένα νόημα αν δεν μιλάμε για την αρετή.”

“Αν πάλι είχα χρήματα θα πρότεινα να δώσω ένα ποσό που θα μπορούσα να το δώσω, αλλά δεν έχω. Αν πάλι θέλετε να μου ορίσετε ένα ποσό που θα μπορούσα να το πληρώσω θα μπορούσα να σας δώσω μια ασημένια Μνα.
Ο Πλάτων, ο Κρίτων, ο Απολλόδωρος με προτρέπουν να προτείνω τριάντα Μνες και θα εγγυηθούν αυτοί που είναι εύποροι και από καλή γενιά, προτείνω αυτό το ποσό."

Οι δικαστές όμως τον καταδίκασαν εις θάνατον και ο Σωκράτης κάνει τον επίλογο του.

¨Επειδή δεν κάνατε υπομονή λίγο καιρό ακόμα, θα φορτωθείτε το κακό όνομα και την μομφή εκείνων που θέλουν να κατηγορήσουν την Αθήνα πως θανάτωσε τον Σωκράτη, έναν σοφό άνδρα.
Σοφό θα με πουν ακόμα και αν δεν είμαι αυτοί που θέλουν να σας κακολογήσουν.
Αν περιμένατε λίγο καιρό θα συνέβαινε αυτό εκ φύσεως λόγω ηλικίας.
Δεν απευθύνομαι σε όλους αλλά σε αυτούς που με καταδίκασαν. Σε αυτούς λοιπόν θέλω να πω τα εξής: νομίζετε ότι καταδικάστηκα διότι δεν μπόρεσα να πω λόγια που χρειάζονταν για να σας πείσω, δεν ισχύει κάτι τέτοιο...καταδικάστηκα διότι δεν έκανα αυτό που θα θέλατε, δηλαδή να με δείτε να κλαίω και να οδύρομαι.
Προτιμώ να πεθάνω έχοντας απολογηθεί έτσι παρά να ζω αλλιώς, γιατί και στις μάχες είναι φανερό ότι μπορεί κανείς να αποφύγει τον θάνατο εγκαταλείποντας τα όπλα του και ικετεύοντας τον εχθρό.
Δεν είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τον θάνατο, είναι όμως δυσκολότερο να αποφύγει το κακό, διότι το κακό τρέχει γρηγορότερα από τον θάνατο.
Εμένα ως γέροντα με έχει προφτάσει το πιο αργό από τα δύο, τους κατήγορους μου όμως που είναι γρήγοροι τους πρόφτασε το χειρότερο...η κακία.
Θα δώσω ένα χρησμό σε αυτούς που με καταψηφίσανε, μετά τον θάνατο μου θα τιμωρηθείτε πολύ χειρότερα, από όσο με τιμωρείτε σκοτώνοντας με.
Αν νομίζετε ότι σκοτώνοντας θα γλιτώνετε από τις επικρίσεις του τρόπου ζωής σας πέφτετε έξω.”

Μετά ο Σωκράτης απευθύνεται σε αυτούς που έριξαν αθωωτική βουλή φανερώνοντας τους ότι η συνηθισμένη μαντική ικανότητα του δαιμονίου που του εμφανιζόταν πολύ συχνά, και που ακόμα για απλά πράγματα τον εμπόδιζε αν ήταν να πράξει κάτι που δεν ήταν σωστό, αυτή την φορά δεν τον εμπόδισε να μην πει αυτά που είπε στο δικαστήριο.
Όπως λοιπόν φαίνεται ήταν γι αυτόν καλό.
Τέλος τους παροτρύνει να πιστέψουν ότι η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει για τον καλόν άνθρωπο κανένα κακό, ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθαίνει, και ότι δεν αμελούν οι θεοί να φροντίζουν για τις υποθέσεις τους.

Ο Σωκράτης κλείνει την απολογία του με τα εξής λόγια:

“Αλλά τώρα είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε...
Ποιοι από μας πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό